2 Σεπτεμβρίου 2011

ήταν ένα μικρό καράβι, ωε, ωε, ωε, ωε

 (το ταξίδι είναι που μετράει)


 κεφάλαιο 1
η στιγμή που πήγε να αναποδογυρίσει η βάρκα, ο ηλικιωμένος άντρας, έχοντας μόλις εγκαταλείψει στην πρύμνη, ολομόναχη τη μονάκριβή του εγγονή, στεκόταν όρθιος. Ζαλισμένος από τη θαλασσοταραχή, κατευθυνόταν προς το εσωτερικό του σκάφους, όταν το ξαφνικό κύμα χτύπησε ύπουλα τη βάρκα στα πλευρά. Το μπαστούνι έπεσε από το χέρι του, προσγειώθηκε χωρίς θόρυβο πίσω από ένα σακίδιο αφημένο καταμεσής του διαδρόμου και κάπου εκεί ήταν που προσπάθησα να σηκωθώ να τον στηρίξω πριν προσφέρει εαυτόν στα νερά του αφηνιασμένου Σαρωνικού. 
Μάταια όμως, καθώς τόσο το άνευρο σώμα του εκ δεξιών ζαλισμένου συνταξιδιώτη μου στηριζόταν εξ’ ολοκλήρου στο δικό μου - με το κεφάλι μάλιστα σφηνωμένο στον ώμο μου – όσο και η παλάμη του εξ ευωνύμων, σφιχτή σα μέγγενη γύρω από τον αριστερό μου καρπό με εμπόδισαν να κάνω οποιαδήποτε κίνηση χρειαζόταν περισσότερα από 2 εκατοστά χώρου. 

 κεφάλαιο 2
υτυχώς πρόλαβε και τον συγκράτησε λίγο πριν χαραμιστεί - είτε στο μεταλλικό κατάστρωμα, είτε στα ελληνικά νερά - ο πάτερ της νήσου που επέβαινε στο ίδιο ταλαίπωρο σκαρί με μας. Όρθιος, με τα ράσα να ανεμίζουν, τον κράτησε απ’ τη μασχάλη μέχρι να μπουν κι οι δύο στην καμπίνα – θα ‘ταν 2 βήματα απόσταση – κι έπειτα ίσιωσε τα μακριά μαλλιά και τα μούσια  του, εκμεταλλευόμενος δε, την ολιγόλεπτη παρουσία του στο εσωτερικό του σκάφους, έδωσε στο μικρότερο εκ των γιων του – αυτόν που καθόταν στα γόνατα της ξερακιανής παπαδιάς με τους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια  - το καλυμμαύχι του, μην τύχει και το παρασύρει κάνας άνεμος στο βυθό. 
Εξερχόμενος αντιλήφθηκε την οικογένεια με τα χαβανέζικα πουκάμισα που βιντεοσκοπούσε τα πάντα, χαμογέλασε για λίγο στο φακό και γύρισε αργά-αργά στη θέση του.  Η οικογένεια των ελληνοαμερικάνων συνέχιζε απτόητη να καταγράφει ότι και όποιον κινείται και να  ξελαρυγγιάζεται κάνοντας παρατεταμένα γουάααου και χχόοοοουπ ακόμα και τη στιγμή που το σκάφος είχε πάρει κλίση 40 μοιρών από τον κάθετο του άξονα.

 κεφάλαιο 3
νήσυχο στην αγκαλιά της μητέρας του, το μικρότερο παπαδοπαίδι, πέταξε το ιερατικό καπέλο του πατρός του στον αέρα και αφού το ξανάπιασε γύρισε και κοίταξε τον αδελφό του ο οποίος, καθισμένος σε ξένα μπούτια αυτός, πότε σκάλιζε τη μύτη του, πότε έπλεκε κόμπους τα δάχτυλα του για να περάσει η ώρα. 
Μια υποψία καυχησιάρικου χαμόγελου παραμόρφωσε στιγμιαία το στόμα του μα η σκουντιά του μεγαλύτερου τον επανέφερε στην πρότερη ανησυχία. Ο μεγάλος αδελφός που δε θα ‘ταν πάνω από 5-6 χρονών, με έκδηλη τη βαρεμάρα στα μάτια απέκρουε σιωπώντας και στραβομουτσουνιάζοντας τα "Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις, παπάς κι εσύ;" και "Πως τη λένε τη δασκάλα σου;" που του απεύθυνε ο ευγενικός ξενιστής του με την ταραντίνεια (stuck in the middle with you) φάτσα.

 κεφάλαιο 4
αφνιάστηκα. Η υστερική κραυγή που με έκανε και έστρεψα το βλέμμα μου ερχόταν από την πρύμνη. Η παχουλή εγγονή του αρχικά διασωθέντος παππού, με μουσκεμένο τώρα το μπλε φορεματάκι από ένα κύμα που έσκασε πάνω στην αριστερή πλευρά του σκάφους, άρα και πάνω της, εγκατέλειψε έντρομη τη θέση της και βάλθηκε να κινείται προς το εσωτερικό «σαλόνι». Βλέποντας την να κινείται δίχως να κρατιέται από πουθενά, χέρια επιβατών υψώνονταν στο πέρασμα της, δεν είμαι σίγουρος όμως αν ήταν από αλληλεγγύη προς το μικρό κορίτσι ή από εκείνο το ένστικτο αυτοσυντήρησης που σου υπαγορεύει να αποφεύγεις πάντα την πρόσκρουση ογκωδών αντικειμένων στην μούρη σου.
 Τα τελευταία χέρια που υψώθηκαν, άρπαξαν βίαια το κορίτσι, το κάθισαν με το ζόρι μεταξύ μουσκεμένων μπαγκαζιών και βρεγμένης λαμαρίνας και αφού το ασφάλισαν από οποιοδήποτε κίνδυνο πτώσης, ξεκίνησαν να το βαράνε ανελέητα.
Τότε αναφιλητά και δάκρυα ανακατεμένα με "μη ρε θεία" και "θέλω τη μαμά μου" αντήχησαν παντού και έκαναν το κεφάλι του «καπετάνιου» - που απολάμβανε(;) ξαπλωμένος στο ταρατσάκι της μικρής καμπίνας ένα βρεγμένο τσιγάρο - να ξεπροβάλλει ανάποδα από το σπασμένο μπροστινό φιλιστρίνι.

 κεφάλαιο 5
ι φράσεις που ξεστόμισε το στόμα του ναυτικού ήταν ευγενικές μα θα 'πρεπε να 'σουν αργόστροφος για να μην καταλάβεις από τον τόνο της φωνής του ότι έβριζε. Πέρα από κάθε πρόβλεψη όμως τα γουρλωμένα του μάτια δε σημάδευαν το δαρμένο κορίτσι, τουναντίον είχαν για στόχο κάποιον γεροπαλληκαρά με νησιώτικη 10ποντη μουστάκα, που αψηφώντας τους νόμους της βαρύτητας είχε σηκωθεί και επιχειρούσε ένα είδος θαλάσσιου σκέητμπορντ, έχοντας για σανίδα την κλυδωνιζόμενη βάρκα, παρότι φορτωμένος με σακούλες σουπερμάρκετ. 
Ταπεινωμένος μόλις αντιλήφθηκε ότι οι φωνές αφορούσαν αυτόν, έσκυψε το κεφάλι θυμωμένος και αναζήτησε καταφύγιο στην αρχική του θέση, που είχε όμως ήδη καταληφθεί από το σα σε ταινία του 60 αταίριαστο διπλανό του ζευγάρι. 

κεφάλαιο 6
οίταξα τη γυναίκα του νεανίζοντος μεσήλικου ζεύγους, πίσω από τα τεράστια γυαλιά ηλίου έκλαιγε, από δίπλα ο σύντροφός της με τη σένια καλοκαιρινή εμφάνιση την κοιτούσε παρηγορητικά.
"ΑΝ φτάσουμε, θα δεις τι έχεις να πάθεις" του είπε κι εκείνος κατακίτρινος, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα σωθικά του που παλινδρομούσαν, προσπάθησε ανεπιτυχώς να βάλει το χέρι του πάνω στο δικό της που τραβήχτηκε απότομα. Ο άντρας τώρα δυσκολευόταν να βολέψει το χέρι του, ακούμπησε τελικά την παλάμη πάνω στο κεφάλι του, τα δάχτυλά του ακολούθησαν μηχανικά τα αυλάκια που σχημάτιζαν τα κοκαλωμένα σαν από λακ (;) μαλλιά του και γυρνώντας για μια στιγμή προς το μέρος μου, με είδε να χαμογελάω.

"Τη σκούνα λεν Μαρίτσα, τη βάρκα Παντελή", έπιασα να σιγοτραγουδώ και συνέχισα να χαμογελώ, όπως έκανα άλλωστε καθ' όλα τα τριαντατόσα λεπτά που κράτησε αυτό το περιπετειώδες ταξίδι χαρακτήρων. 

τέλος


Ήταν ένα μικρό καράβι

 + Παράρτημα

Cast
Εγώ, οι φίλοι Ν και Α, μια τετραμελής (τυπική) οικογένεια ελληνοαμερικάνων, ο καπετάνιος, ο παππούς η εγγονή και η θεία, ένα κυριλέ αταίριαστο ζευγάρι, ο παπάς η παπαδιά και τα δύο τους τέκνα,  ένας υδραίος μουστάκιας, και δυο ακόμα συνταξιδιώτες: ένας τύπος που κοιμόταν και γι αυτό δεν τον ανέφερα όπως και κάποιος άλλος που σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού έβλεπα μόνο τα παπούτσια του και όταν (επιτέλους) φτάσαμε, σαν άλλος Αίαντας βγήκε στη στεριά πρώτος και χάθηκε ανάμεσα στον κόσμο με ευτυχέστερη ελπίζω τύχη.  

Χωροθέτηση επιβατών
Ταράτσα:  Καπετάνιος

Καμπίνα σαλόνι αριστερή πλευρά:   
Παπαδια, τα πιτσιρίκια του παπά, ο τυπος που κοιμόταν, ο ταραντίνειος ξενιστής, οι ελληνοαμερικάνοι γονείς και ο παραλίγο πνιγμένος παππούς.

Καμπίνα σαλόνι δεξιά μεριά:  
Εγώ, οι Ν και Α καθήμενοι εκατέρωθεν μου, ένα δαρμένο κοριτσάκι, η θεία του , τα 2  ελληνοαμερικανάκια.

Εξωτερικό σαλόνι αριστερή πλευρά:  
Υδραίος μουστακαλής, κυριλέ τσακωμένο ζευγάρι.

Εξωτερικό σαλόνι δεξιά μεριά:   
Παπάς, άγνωστος Αίαντας.


4 σχόλια:

  1. Η "ματιά" σου, σε σημεία, αιχμηρή, τα τοιχώματα τού στομάχου σου από ατσάλι, η ψυχραιμία σου παροιμιώδης κι η αφήγησή σου απολαυστική!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πωπω αυτή ήταν η επιστροφή σας από το νησί ή διαδρομή να πάτε;; Νόμιζα ότι αναφέρεις απόσπασμα από βιβλιο.. :)
    Πολύ καλό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. @ absentminded: Τι περισσότερο να περιμένει κανείς για να κατατάξει ένα σχόλιο στα εγκωμιαστικά. Σας ευχαριστώ που μου τονώνεται τη συγγραφική αυτοπεποίθηση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. @ Hfaistiwnas: Ήταν (ευτυχώς) το: ¨Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ύδρα" . Μη βρίσκοντας εισιτήρια για το ιπτάμενο δελφίνι, αναγκαστήκαμε να ταξιδέψουμε οδικώς μέχρι το Λαγανά (?) και να πάρουμε από εκεί ένα τοπικό πλεούμενο σαπάκι για τη νήσο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts with Thumbnails