15 Οκτωβρίου 2012

μην είν' οι κάμποι; τ΄ άσπαρτα ψηλά βουνά;



Μιλάω με ανθρώπους εκτός Ελλάδας, κάποιοι από αυτούς καλοί φίλοι που αποφάσισαν να βρουν τη ζωή τους μακριά από τα πάτρια εδάφη  - όχι απαραίτητα εν καιρώ κρίσης – και την έκαναν. "Πως τα πάτε εκεί κάτω;", η ερώτηση. 

Δεν κρύβομαι, αποκωδικοποιώ για χάρη τους την ειδησεογραφία που με αφορά, την ανάγω σε εμένα την οικογένειά και τους φίλους μου. Κουβεντιάζω για την ανεργία, τα νοσοκομεία, την αστυνομία, τις εκτός εαυτού συμπεριφορές του κόσμου, τα πρώην ανθρώπινα δικαιώματα, τα τάγματα εφόδου και την πολιτοφυλακή, τις αυτοκτονίες, τα δάνεια, τη βία και την ηλιθιότητα, τα συνεχιζόμενα σκάνδαλα, τη δικαιοσύνη, το φόβο να κυκλοφορείς νύχτα στην πόλη, την αυτοδικία, τα διπλοκλειδωμένα παντζούρια,  το άγχος του πρωτόγνωρου μιας πτώσης. 

Κι όταν τελειώνω, ντρέπομαι, λες και από δική μου υπαιτιότητα καταρρέει η χώρα μου. Γιατί ναι, θέλω δε θέλω είναι και δική μου η χώρα.

Κλείνω τα τηλέφωνα και προσπαθώ να βρω πότε ένιωσα κατά το - όλο και αυξανόμενο - παρελθόν μου "υπερήφανος ως Έλλην". Καθώς δεν δυσκολεύομαι να αποκλείσω τόσο εκείνα που αφορούν μια άμεση σχέση του κράτους με το άτομό μου (δουλειά, αξιοκρατία, κοινωνικό κράτος) όσο κι αυτά που έχουν να κάνουν με τις τετ-α-τετ νεοελληναράδικες συμπεριφορές των κατοίκων αυτού, λέω να εστιάσω στα άλλα, τα μεγαλύτερα, τα εθνικά κατορθώματα. Για πάμε! 

Θες να πιάσουμε την ευημερία της κοινωνίας του χρηματιστηρίου; Όχι. Την είσοδο στην ΟΝΕ: μπαα!  Την εξωτερική μας πολιτική; Ούτε τότε. Επιστήμες και παραγωγή πολιτισμού; Άστο. Μήπως όταν πήραμε τους Ολυμπιακούς ή όταν τους διοργανώσαμε; Χμ, δεν ανήκα σε εκείνους που ξεχύθηκαν στους δρόμους. Τα ίδια και με τα αμφιλεγόμενα χρυσά μετάλλια της εποχής. Καθένα τους μια τρίχα μου που αλλάζει κόμμωση. Το Euro και η Eurovision τότε; Με κοροϊδεύω; Μήτε τότε αλάλαξα, (αν και  στο Euro πωρώθηκα λίγο παραπάνω απ’ το αναμενόμενο).

Συνειδητοποιώ τελικά, πως έχω συνηθίσει να διατηρώ μια (δια)κριτική σχέση με τη χώρα μου για χρόνια, όχι εντελώς αποκομμένος μιας και ζω σε αυτή, αλλά τώρα που το σκέφτομαι απείχα τόσο από την ατομική όσο κι από κάθε συλλογική περηφάνια ενός άνευ νοήματος πατριωτισμού. Και αν κάποτε ευαγγελιζόμουνα πως μια τέτοια συμπεριφορά ήταν δικαιολογημένη, σήμερα σκέφτομαι πως ίσως αυτό να είναι το (και δικό μου) λάθος:Η έλλειψη μιας προσγειωμένης επανερμηνείας της λέξης φιλοπατρία, κι ο εύκολος (τουλάχιστον εκ μέρους μου) στερεοτυπικός αφορισμός της. Η μη δυναμική σύνδεση του όποιου υγιούς κυττάρου της χώρας – κόντρα σε κάθε καρκινικό -  με αυτή και η σιωπηλή εντέλει παράδοσή της στα χέρια των εχόντων θράσος, στις κάθε είδους υποκουλτούρες βίας και στους μπουζουκοκέφαλους τραμπούκους.

Με τίποτα δε θα ήθελα να πω πως τώρα είναι αργά, αλλά «Τώρα είναι αργά».  Σε μια κουτρουβάλα άνευ φρένων κι άνευ ρούχων στον κατήφορο, δεν είναι μόνο που σε ματώνουν τα τσόφλια των φιδαυγών, δεν είναι που δε βλέπεις τον πάτο, είναι που δεν έχεις από πού να πιαστείς. Και (αυτό το λέω γενικά) ξέρεις τι σημαίνει να σου πεθαίνει η ελπίδα; Αν ναι, λυπάμαι.. 

Αυτά.



Η Σαγιάδα είναι ένα συμπαθέστατο ψαροχώρι της Θεσπρωτίας, βόρεια της Ηγουμενίτσας, - το τελευταίο κατοικημένο μέρος - στο βορειο(δυτικό)τερο άκρο της χώρας. Στην πάνω αριστερά πινέζα του χάρτη σα να λέμε. Λίγο μετά βρίσκεται η ελληνοαλβανική μεθόριος. Εκεί βρεθήκαμε το καλοκαίρι του 2003 στο δρόμο για τις Πρέσπες.
Το εντυπωσιακό άμα κοιτάξεις το χάρτη της περιοχής, είναι πως από τη Σαγιάδα ξεκινά μια παράλια εσοχή μήκους 1,5 περίπου χιλιομέτρου και πλάτους το πολύ 200 μέτρων, μια ελληνική βελόνα εδάφους μέσα στα χώματα της γείτονος.  Ένας δρόμος διατρέχει τη λωρίδα και φυσικά τον ακολουθήσαμε.
 
Αριστερά μας το Ιόνιο στις εκβολές του στην Αδριατική , δεξιά μας η «δική μας»  πλαγιά του ξερόλοφου Μαυροράχη, ερημιά, ίχνος ανθρώπινης παρουσίας,  και στο τέλος του δρόμου  μόνο μια ελληνική σημαία να σηματοδοτεί το τέλος (το γεωγραφικό) της χώρας. 

Για κάποιον  ανεξήγητο λόγο στη θέα της ανατρίχιασα, έκατσα να κοιτάζω ώρα προς το μέρος της και είναι η μοναδική φορά που θυμάμαι να χαίρομαι που τη βλέπω.  

Επιστρέφοντας φάγαμε νοστιμότατα ψητά ψάρια στο μόνο (που ήταν ανοιχτό;) ταβερνάκι της Σαγιάδας, πληρώσαμε το βάρος τους σε χρυσό και φύγαμε.


7 σχόλια:

  1. αχ...μακαρι να ετρωγα ψαρια απο τη μεσογειο κι ας τα πληρωνα και με τα νεφρα μου... πλακα κανω.
    εδω τα ψαρια ειναι λιγο πιο νοστιμα απο σελιδες Α4.
    αν εχεις καιρο για την απολυτη μεταναστευτικη εμπειρια, θα ειμαι αθηνα για εξι μερες

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. ποτέ δε θα μου έλειπαν τα ψάρια, μπορώ όμως να καταλάβω το νόστο σου αν κάνω την αναγωγή σε παϊδάκια.

      υγ. ρίξε ειδοποίηση άφιξης στο mail του μπλογκ (κοίτα πάνω δεξιά)

      Διαγραφή
  2. Καλησπέρα!
    Πάντα η ελληνική σημαία με κάνει να ανατριχιάζω!
    Έχω ακόμη ελπίδα.. πόσο θα κρατήσει δεν ξέρω.. ;)
    Τα ψάρια συνήθως τα πληρώνουμε χρυσό..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. τα ψάρια δεν είναι κοσμήματα, και δυστυχώς εκείνοι οι ψαράδες θέλανε να πάρουν καινούρια δίχτυα ΜΟΝΟ από το δικό μας λογαριασμό.

      η μόνη στιγμή που θυμάμαι να στάθηκα "αμερικανάκι" που λένε ήταν η προαναφερθείσα και γι αυτό τη θυμάμαι πάρα πολύ έντονα.

      καλημέρα Ηφ

      Διαγραφή
  3. 'Αλλωστε πατρίδα μας δεν είναι οι τόποι που αγαπήσαμε, αυτοί που μας είπαν κάτι κάποια στιγμή στην ζωή μας;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ακριβώς,

      και γι αυτό πρέπει να ανακτήσουμε αυτά τα μέρη από τα χέρια των ηλιθίων με κάθε τρόπο.

      Διαγραφή
  4. "κενό..αυτό δημιουργεί πια αυτή η χώρα στους ανθρώπους της (ακόμα και σε αυτούς που ποτέ δεν ένιωσαν ιδιαίτερο δέσιμο...)", είπε η φίλη Σ στο inbox μου και μεταφέρω το σχόλιό της εδώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts with Thumbnails