απόσπασμα
"Μια μέρα πηγαίναμε από το Μοζίρ ατο Καλινκοβίτσι…
Ξέρετε τι βλέπαμε στο δρόμο; Μικρούς κρυστάλλους που έλαμπαν στον ήλιο! Βρίσκονταν στην άκρη του δρόμου και λαμπύριζαν σ΄ όλη τη διαδρομή. Το σχολιάσαμε. Όλοι μας είχαμε παρατηρήσει στα χωριά που δουλεύαμε τα καψίματα στα φύλλα των δέντρων – ειδικά στα φύλλα των κερασιών όταν μαζεύαμε αγγούρια και ντομάτες από τους κήπους βλέπαμε πως τα φύλλα τους ήταν γεμάτα μαύρες τρυπίτσες. Δυσανασχετούσαμε βέβαια, αλλά στο τέλος τα τρώγαμε.
Πήγα στο Τσέρνομπιλ όχι γιατί με υποχρέωσαν, αλλά ως εθελοντής. Τις πρώτες ημέρες κανείς δεν αδιαφορούσε για τα γεγονότα. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός κι όλοι είχαν βαρεθεί να ακούνε για το ατύχημα. Ξέρετε γιατί; γιατί είχαν ακούσει τόσο πολλά. Θα αναρωτιέστε γιατί πήγα στο Τσέρνομπιλ. Για τα μετάλλια; Για τα λεφτά; Ανοησίες!
Δεν τα χρειαζόμουν όλα αυτά. Είχα δικό μου διαμέρισμα, αυτοκίνητο και εξοχικό… γιατί πήγα λοιπόν; Στην πραγματικότητα πήγα γιατί θεώρησα πως ήταν μια δουλειά για αληθινούς άντρες. Οι αληθινοί άντρες φαίνονται στις επικίνδυνες αποστολές. Οι υπόλοιποι; Αφήστε τους να κρύβονται κάτω από τη φούστα της μαμάς τους. Η γυναίκα του ενός γεννούσε, ο άλλος είχε μικρά παιδιά. Ο τρίτος είχε, λέει, γαστρίτιδα… είναι άντρες αυτοί; - σκεφτόμουν. Τους μουτζώσαμε λοιπόν και φύγαμε σαν αληθινοί άντρες…
Όταν επέστρεψα σπίτι μου, πέταξα όλα τα ρούχα που φορούσα στο Τσέρνομπιλ στα σκουπίδια. Κράτησα μόνο το δίκοχο και το χάρισα στον γιό μου. το ήθελε τόσο πολύ! Το φορούσε μέρα νύχτα. Δυο χρόνια αργότερα οι γιατροί του διέγνωσαν όγκο στον εγκέφαλο του. Μπορείτε να μαντέψετε τα υπόλοιπα. Δε θέλω να μιλήσω άλλο."
Οι συγγενείς εκείνων που δούλεψαν πάνω στην οροφή του αντιδραστήρα, οι γέροι και οι γριές που αρνήθηκαν να φύγουν, οι εκκαθαριστές, οι επιστήμονες που σήμαναν τον συναγερμό και αγνοήθηκαν, οι γείτονες που αρνήθηκαν τη φιλοξενία στους μολυσμένους, οι στρατιώτες που μετάνιωσαν αργά τον αρχικό τους ενθουσιασμό, οι κρατικοί υπάλληλοι, όσοι ένιωσαν την ελευθερία τους μέσα στον ηρωισμό τους, οι εκατοντάδες που επέστρεψαν νωίτερα στα σπίτια τους,οι γιατροί που έδιναν το οκ για την κατανάλωση των τροφίμων δίχως να τα εξετάσουν, εκείνοι που υπάκουσαν τυφλά στις οδηγίες του κόμματος, οι πλιατσικολόγοι, οι γυναίκες που γέννησαν νεκρά παιδιά ή δύσμορφα, οι μοναχικοί που κλείστηκαν σε άσυλα μιλούν. Εκατοντάδες συνεντεύξεις δίνονται και αργότερα απομαγνητοφωνούνται – κάποιες ολόκληρες και κάποιες αποσπασματικά – και καταγράφονται από την Ουκρανή Σβετλάνα Αλεξίεβιτς ως ένα συγκλονιστικό χρονικό της πραγματικής δυστοπίας του ρώσικου 1986 έτσι όπως τη βίωσαν οι φτωχοί Λευκορώσοι.
[στον Β παγκόσμιο πόλεμο σκοτώθηκε ένας στους τέσσερις Λευκορώσους· σήμερα ένας στους πέντε ζει σε μολυσμένη περιοχή. Αυτό μεταφράζεται σε 2.100.000 ανθρώπους εκ των οποίων οι 700.000 παιδιά. Η ραδιενέργεια κατέχει την πρώτη αιτία θνησιμότητας στη χώρα. Στις επαρχίες Γκόμιελ και Μόγκιλεφ οι οποίες δέχτηκαν τη μεγαλύτερη ραδιενέργεια, το ποσοστό θνησιμότητας υπερβαίνει το ποσοστό γεννητικότητας κατά 20%. Τη στιγμή της καταστροφής απελευθερώθηκαν 50.000.000 ραδιονουκλίδια στην ατμόσφαιρα, εκ των οποίων το 70% κατακάθισε στη Λευκορωσία. Ως προς το Καίσιο 137, το 23% της χώρας έχει μολυνθεί από μια ποσότητα ραδιενεργών νουκλιδίων που ξεπερνά τα 37.000.000.000 μπεκερέλ ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Η συνολική έκταση που έχει τεθεί οριστικά εκτός καλλιέργειας είναι 5.000.000 στρέμματα ενώ στο 24% των δασών απαγορεύεται η είσοδος. Στα γεωγραφικά όρια της Λευκορωσίας δεν υπάρχει ούτε ένας πυρηνικός σταθμός.]
Το Τσέρνομπιλ, ένα βιβλίο που ανήκει στο είδος της τεκμηριωτικής πεζογραφίας, κυκλοφόρησε το 1996, δέκα χρόνια μόλις μετά τα τραγικά συμβάντα και πέρυσι τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
#
Αθήνα, Απρίλης 1986. Ο θείος Γιώργος, Θεός σχωρέστον καθισμένος στην αυλή του σπιτιού τρώει κεράσια. Είναι ευτυχής, λάμπει το πρόσωπό του που τα βρίσκει τόσο φθηνά στη λαϊκή αγορά. Αγοράζει σακούλες ολόκληρες μιας και κανείς άλλος δεν τα ακουμπάει. Οι κερασιές της Βόρειας Ελλάδας - απ' ότι λένε οι ειδήσεις - είναι από τα δέντρα που επηρρεάστηκαν περισσότερο από το ραδιενεργό νέφος που έφτασε στην χώρα.
Την θυμάμαι αυτή την μέρα, έβρεχε το απόγευμα είχαμε βγει έξω με τη μαμά μου, το λόγο δεν τον θυμάμαι - τα σπορτέξ μου όμως και το μαύρο πανοφώρι της που όταν στέγνωσαν είχαν σαν πιτσιλιές χλωρίνης δεν τα ξέχασα. Τις επόμενες μέρες μάθαμε για το Τσερνομπιλ από την τηλεόραση. Παρακολουθούσαμε παγωμένοι το δράμα να ξεδιπλώνεται..
ΑπάντησηΔιαγραφήΕφιαλτικο ακουγεται σημερα. Ναι ήταν πολύ περίεργες εκείνες οι ημέρες. Είχαμε κ εκείνη την ψευτοασφαλεια ότι τα γεγονότα απέχουν πολύ από εμας.
Διαγραφή