4 Απριλίου 2016

εγώ δεν είμαι ρατσιστής αλλά...


Και να πεις πως δεν τους πόναγα? Και φαγητά τους έδωσα και πόσα ρούχα. Αλλά αυτοί δεν έχουν το θεό τους. Ήρθαν στη χώρα μας και τα κατέστρεψαν όλα, όπου πας τους βλέπεις, στους δρόμους, στα παγκάκια, στα σουπερμάρκετ, στις στάσεις των λεωφορείων που περιμένω τόση ώρα το δρομολόγιο. Μα που είναι κι αυτό το 036; Με τις μπούρκες και τα τσαντόρ και τα κουτσούβελα που σέρνουν...

Ένα ξέμπαρκο μποφώρ φύσηξε για μερικά δευτερόλεπτα και η ομιλούσα γυναίκα επικεντρώθηκε στην περιποίηση της γοτθικής της κόμμωσης· ο αλά Siouxsie υψηλός κυματισμός στη κορυφή του κεφαλιού της έγειρε στυλιστικά επικίνδυνα πάνω στον κοντοκουρεμένο αριστερό της κρόταφο. Το ίδιο και το διχτυωτό μπολερό της. Έσαξε επιμελώς τα κρόσσια του πάνω στο δερμάτινο παντελόνι της και συνέχισε απτόητη από την εχθρική μου ματιά.

… και μας ληστεύουν, και μας κλέβουν, και κουβαλούν ένα σωρό αρρώστιες, και πιάνουν και τις θέσεις στη στάση και δεν σηκώνονται με τα κωλοπράγματά τους. Κι αυτοί κι οι μαύροι κι οι άλλοι οι Αλβανοί, που δήθεν είναι από τα Γιάννενα, και εμείς πρέπει να τους μιλάμε με το σεις και με το σας να μην μας πούνε ρατσιστές. Ρατσίστρια δεν ήμουν ποτέ, αυτοί με έκαναν από την ώρα που πάτησαν το πόδι τους στη χώρα. Τη δική μας χώρα... 

Όταν συνειδητοποίησα πως μια ματιά, όσο εχθρική κι αν είναι ή ένας οργισμένος ξερόβηχας δε φέρνουν κανένα αποτέλεσμα ανέλαβα δράση ενεργό. 

Επιτυχώς. 

Από μια ντουζίνα Έλληνες που περίμεναν στη στάση δίπλα της δεν βρέθηκε κάποιος μέχρι εκείνη την ώρα να της διακόψει τον εμπρηστικό ειρμό. Δεν την επικρότησε κανείς αλλά μήτε ένας δεν υπερασπίστηκε και τη Σύρια που με κατεβασμένα μάτια δίπλα στην κόρη της έκανε πως κοιτάζει τα μπαγκάζια που περικύκλωναν τα πόδια τους στο παγκάκι της στάσης. Μια Αλβανίδα μόνο σηκώθηκε και πρόσφερε τη θέση της στη φωνασκούσα. «Κουρασμένοι άνθρωποι είναι κι αυτοί», της είπε. 

Ανέβηκα στο λεωφορείο και κοίταξα έξω. Μια κοπέλα μου χαμογέλασε και με σφιγμένη γροθιά ύψωσε προς τα μένα τον αντίχειρά της. 

Οι Αλβανοί είναι ξαδέλφια μας, στην ίδια γειτονιά του κόσμου δε μεγαλώσαμε; σκέφτηκε φωναχτά ένας παππούς από τη δίπλα θέση, Τι τους πιάνει μερικούς; 

Κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή κι αυτός ίσως πρέπει να είμαι εγώ ή εσύ. Κυριακή 3 Απριλίου στο δρόμο για το σπίτι μου, που πλέον απέχει κάπου 400 μέτρα από τον ξενώνα φιλοξενίας προσφύγων που μόλις άνοιξε.


υγ. Πίσω στο σπίτι, θμήθηκα κι αυτό το βιντεάκι της ActionAid, με ένα κοινωνιολογικό πείραμα όχι πολύ διαφορετικού σεναρίου από το παραπάνω γεγονός.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts with Thumbnails