"Σε μία-μιάμιση ώρα κύριε, ξαναπεράστε"
Βγήκα έξω και σκέφτηκα τι δουλειές είχα να κάνω στην περιοχή. Κατ’ αρχάς στο ταχυδρομείο. Μπήκα χαρούμενος, με το ειδοποιητήριο ανά χείρας να παραλάβω τα νέα βινύλια των Belle & Sebastian και του Antony & the Johnsons. Λίγη ώρα μετά εξερχόμουν με το ειδοποιητήριο ακόμη ανά χείρας και μια ευγενέστατη υπόδειξη για παραλαβή του δέματος από τους διανομείς των κεντρικών καθώς εκ παραδρομής δεν το είχαν ακόμη στα δικά τους χέρια. Έχοντας χρόνο για «ξόδεμα» κατευθύνθηκα με το ειδοποιητήριο στα λεγόμενα κεντρικά της Μεσογείων. Χωρίς να δώσω σημασία σε μια γκαντεμουπάλληλο, απευθύνθηκα στους εξυπηρετικότατους - παρά το καφκικό περιβάλλον εργασίας τους - διαχωριστές αλληλογραφίας. Δέκα λεπτά αργότερα ήμουν ξανά στο δρόμο, με το ειδοποιητήριο πάλι ανά χείρας, καθώς εξίσου ευγενέστατα είχα ενημερωθεί ότι ο σάκος, που ατυχώς περιείχε και τους δίσκους μου, αρχικά αγνοείτο μα εντέλει είχε βρεθεί σε κάποιο μακρινό άσχετο ταχυδρομείο.
Περιπλανήθηκα προσπαθώντας να γεμίσω τον υπόλοιπο κενό χρόνο. Φωτογράφησα κάμποσες αστικές στιγμές, μίλησα – μα για ελάχιστο - με κάποια γειτόνισσα που με είδε και συνέχισα να περπατώ, μα είναι γεγονός πως κουράζομαι ευκολότερα τελευταία. Κρύωνα κι όλας κι έτσι χωρίς να το πολυσκεφτώ, χώθηκα μέσα στις ανοιχτές πόρτες μιας παρακείμενης εκκλησίας. Είχα πολλά χρόνια να το κάνω αυτό.
Έχοντας ξεσυνηθίσει τις προσευχές μου φάνηκε αρκετά δύσκολο να συγκεντρώσω τη σκέψη μου, ούτε καν τη ματιά μου στις τοιχογραφίες δεν κατάφερα. Ήταν που ένοιωσα ξένος στο σκοτεινό περιβάλλον; Δε ξέρω. Ίσως έφταιξαν και οι διάλογοι του περίγυρου, ομολογουμένως καθόλου διακριτικοί, που έφταναν αδιάκοποι στα αυτιά μου. Απέρριψα γρήγορα την ιδέα ενός παρατεταμένου «σσσσς», από αυτά που συνηθίζω στους κινηματογράφους, και παρ’ όλο που ξαναπροσπάθησα να εστιάσω σε κάποιο συναίσθημα, η διπλανή συνομιλία με απορρόφησε ολοκληρωτικά.
"Πως είπαμε ότι σας λένε; Μαρίκα, Ααα όμορφο όνομα σαν της πεθεράς μου." "Ήταν μεγάλη μου χαρά που σας ξαναβρήκα". "Ναι, και δική μου που σας θυμήθηκα τελικά". "Κλείστε το γιακά σας παραπάνω, θα κρυώσετε". "Γαλλικά που μάθατε τόσο καλά;" "Απόγονος του Ζαν Μορεάς είπατε;" "Το τηλέφωνό σας, ποιό είναι; Θα θέλατε και το δικό μου;" " Τι λέτε; να τηλεφωνηθούμε το απόγευμα;" " Γιατί όχι αν δε το πάει σε βροχή!!!", "Θέλετε και τη διεύθυνση μου, σας παρακαλώ σημειώστε την.", "Θα μου επιτρέψετε να αποχωρήσω, θα τηλεφωνεί ο δεύτερος μου γιος...", "Αχ, εγώ θα είμαι μόνη μου στο σπίτι.", "...θα ανησυχεί, του είπα ότι θα πάω μονάχα στο γιατρό", "Μαρίκα είπατε; Σαν την πεθερά μου!", Όσο μας κρατάνε τα πόδια μας, κυρία Μαρίκα, πρέπει να τη ζούμε τη ζωή"
Σηκώθηκαν. Της ακούμπησε τα κατακόκκινα μαλλιά, τη χάιδεψε, τον βοήθησε να πιάσει την ομπρέλα του, που είχε κυλήσει, του την έβαλε σφιχτά στην παλάμη του.
Παρέμεινα για λίγο στη θέση μου, και όταν ένοιωσα ότι θα είχαν απομακρυνθεί, κίνησα να φύγω κι εγώ. Τους ξαναείδα στα σκαλιά της εκκλησίας, να κατεβαίνουν αγκαζέ και μόνο προσπερνώντας τους, μηχανικά γύρισα να τους ξαναδώ. Στα 80 τους, λάμποντας σα μικροί θεοί, στηριγμένοι στα μπαστούνια τους να φλέρταρουν σαν παιδαρέλια. Άνθρωποι.
όμορφη ιστορία :)
ΑπάντησηΔιαγραφήlove is in the air,all you need is love,love is all around me κ.λ.π. κ.λ.π.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ καρδιά δεν έχει ηλικία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ τρυφερό κείμενο.
Διηγείσαι πολύ όμορφα.
Τελικά, τους πήρες τους δίσκους;
@ E.K.: ναι! ήταν πολύ γλυκά καθησυχαστικό να τους παρατηρείς.
ΑπάντησηΔιαγραφή@ Ανώνυμος : Love is in the church :)
@ Teteel : Να σου πω την αλήθεια "ζήλεψα" την ευθύτητα και την αμεσότητα με την οπία επικοινώνησαν.