Aνεβάζω το φερμουάρ μου, πλένω τα χέρια μου και ανεβαίνω την απότομη σκάλα. Βγαίνω από τα έγκατα της γης, και να ‘μαι ξανά στην καρδιά του Φλάουερ, με την τεταρτη μπυρα μου – ή το κονιάκ μου και μια μαύρη σοκολάτα από το περίπτερο - να με περιμένει δίπλα στους φίλους μου, τους βλέπω να χειρονομούν κουβεντιάζοντας.
Μπορεί να ‘ταν οποιαδήποτε μέρα, μα το πιο πιθανό είναι να ‘ταν Τετάρτη. Είναι η μέρα που σπάει τη βδομάδα στα δύο, το ‘χαμε συμφωνημένο να βρισκόμαστε Τετάρτες, δε χρειαζόταν κανένα τηλεφώνημα πριν ξεκινήσει ο καθένας, άλλος απ’ το σπίτι άλλος απ’ τη δουλειά. Αν είχε καλό καιρό θα βρισκόμασταν στην πλατεία - στις μουριές -, αν ήταν χειμώνας, μέσα.
Μου λείπουν τα άτυπα εβδομαδιαία ραντεβού με τους φίλους, οι γενναίες μερίδες ποτού, η αίσθηση του οικείου σε ένα μπαρ στο κέντρο της πόλης στις 11 το βράδυ ή στις 3 το πρωί. Μου λείπει το Flower, το παλιό, στη Μαβίλη με τη μεγάλη ξύλινη μπάρα που διέτρεχε τους τοίχους από άκρη σε άκρη και τους γάντζους με τα πανωφόρια κρεμασμένα από κάτω της.
"Εγώ θα το ανακαίνιζα, θα το ‘κανα πιο ποπ»" είχε πει η Α. μια μέρα και με είχε βγάλει από τα ρούχα μου. "Μα γιατί; Υπάρχουν όλα τα άλλα, σ’ αυτό το στυλ, όποιος θέλει μπορεί να πάει εκεί…" είχα εναντιωθεί μα δεν ξέρω ποιος άνεμος πήρε τα λόγια της κατ’ ευθείαν στα αυτιά των ιδιοκτητών. Μόνο λίγους μήνες μετά και υπό την ίδια διεύθυνση, άνοιξε παραδίπλα ένα συνονόματο μεγαλύτερο και με αντιφατική διακόσμηση μαγαζί.
Από απόσταση 5 μόλις μέτρων κατάπιε τα λίγα τετραγωνικά εκείνων που είτε με t-shirt και βερμούδες, είτε με κουστούμια και γραβάτες γλίτωναν από την ομοιομορφία, ακούγοντας μουσικές που δύσκολα ηχούν πλέον σε μπαρ κι ας ήταν από γραμμένες κασέτες φίλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου