1 Οκτωβρίου 2012

το μουσταρδί σκόντα και άλλες ιστορίες


"Παναγία μου, τι κάνει το μαλακισμένο;",  φώναξε μια ωραία πρωία λίγο μετά τα μισά της δεκαετίας του 70, μέσα στο μουσταρδί του skoda, μια μόνο στιγμή αφότου έστριψε δεξιά όχι πολλούς δρόμους πριν βγει στην κεντρική λεωφόρο και κατ' επέκταση στο γραφείο του. Κλάσματα του δευτερολέπτου αργότερα πάτησε με όλη του τη δύναμη το φρένο, αλλά ….αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.



Το πρωί

Το πρωί ξύπνησε από συνήθειο όπως πάντα στις 6:30 αλλά δε σηκώθηκε αμέσως από το κρεβάτι. Έβαλε αργά αργά τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του – η γυναίκα του κοιμόταν ακόμα – και εστίασε στα αυλάκια του σοβά στο ταβάνι. Δυο χρόνια τώρα με το καινούριο αμάξι όχι μόνο δε χρειαζόταν να περιμένει καταχείμωνο στη στάση το λεωφορείο, αλλά κέρδιζε και μισή επιπλέον ώρα ύπνου, άσχετο αν αυτός εξακολουθούσε να ξυπνάει πριν το ξυπνητήρι. Χουζούρευε μέχρι τις 7 που το άκουγε να χτυπάει.
Τότε σηκωνόταν κι ακολουθούσε την πρωινή ιεροτελεστία, κατούρημα, δόντια, ξύρισμα, καφές. Τα ίδια ακριβώς έκανε και σήμερα. Έπειτα, ντύθηκε το γκρι του κουστούμι, κουδούνισε τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο αριστερό του χέρι και βγήκε από το σπίτι.
Το γραφείο ήταν στο κέντρο, κι αυτός συνετός όπως σε όλα του, είχε μάθει τη διαδρομή που τον συνέφερε: έτσι δε χρειαζόταν ούτε να τρέχει ούτε να αγωνιά μήπως πέσει σε κάνα ξεγυρισμένο μποτιλιάρισμα. Έστριψε όπως κάθε μέρα δεξιά, εγκαταλείποντας τον περιφερειακό και κινήθηκε προς τ’ αριστερά στα δεύτερα φανάρια, έπειτα θα έκανε δεξιά.

Δεν πρόλαβε να στρίψει καλά καλά. Ένα παιδί – θα ‘ταν - δε θα ‘ταν στα έξι – ντυμένο σα μπόγος και με μια τεράστια σάκα περασμένη στους ώμους, πετάχτηκε από το πουθενά μπροστά του. Ούτε να κόψει το τιμόνι προλάβαινε ούτε τίποτα περισσότερο από το να προσπαθήσει να κοκαλώσει το αμάξι. Κοίταξε μόνο κλεφτά στον καθρέφτη - δεν ερχόταν άλλο αυτοκίνητο πίσω του –, ορκίστηκε πως άλλη φορά θα φοράει τη ζώνη ασφαλείας, και σφήνωσε με όλη του τη δύναμη το πόδι του στο φρένο πριν νιώσει το γδούπο.
"Παναγία μου, τι κάνει το μαλακισμένο;" φώναξε κι ύστερα είδε το μικρό μπόγο να κουτρουβαλάει από το καπώ του αυτοκινήτου του στο δρόμο, ακριβώς μπροστά από τις ρόδες του, να σηκώνεται, να ξεσκονίζεται και με το κεφάλι σκυφτό να διασχίζει αργά το υπόλοιπο του δρόμου μέχρι να φτάσει απέναντι.

Στο γραφείο δεν κουβέντιασε τίποτα στους συναδέλφους του. Μόνο με τον εαυτό του. «Να δεις που θα ‘ναι στο νοσοκομείο, αλλά το είδα να σηκώνεται και να τρέχει, ρε γαμώτο που έμπλεξα, τι το 'θελα να αφήσω τα στοιχεία μου;, να πεις ότι δεν είχα πιεί καφέ, όχι δε θα πάω να το δω, σιγά μη με θυμούνται, όχι θα πάω να το δω, ρε το ηλίθιο, το καημένο το παιδάκι, κι η γιαγιά του πως δεν έπαθε συγκοπή, αλλά κι εγώ δεν έτρεχα, έτρεχα; όχι δε θα πάω να το δω.», ήταν οι σκέψεις που δεν τον άφησαν να συγκεντρωθεί λεπτό ολόκληρη τη μέρα.

Λίγο πριν φύγει από τη δουλειά, τηλεφώνησε στη γυναίκα του «Θα αργήσω λίγο, κάτι έτυχε όχι μην ανησυχείς θα σου πω όταν γυρίσω» της είπε, κατέβηκε τους δυο ορόφους με τα πόδια, χτύπησε βιαστικά την κάρτα, και κίνησε τρέχοντας για το αμάξι του. Το ωχ, του βάραινε από το πρωί το στήθος, τώρα όμως είχε γίνει ασήκωτο.


Το μεσημέρι

- " Ήρθα να δω τι κάνει το παιδί που χτύπησα με το αμάξι το πρωί", είπε στον απορημένο άντρα με τις πυτζάμες που του άνοιξε την πόρτα. Κοίταξε προς το εσωτερικό του σπιτιού, είδε πρώτα το κεφάλι κι έπειτα ολόκληρο το σώμα μιας γυναίκας να ξεπροβάλλει από το διάδρομο.

- "Λάθος κάνετε" του είπε ο πυτζαμοφόρος κύριος,
- "Τι συμβαίνει Τάκη;", ρώτησε η σύζυγος - υπέθεσε - και αναγκάστηκε να περιγράψει με το νι και με το σίγμα το πρωινό ατύχημα, «Δεν έτρεχα καθόλου, ο μικρός πετάχτηκε μπροστά μου σας το ορκίζομαι», πρόσθεσε στο τέλος της διήγησης.

- "Λεμονοστφτηηηή! Έλα γρήγορα εδώ" φώναξε ο κύριος Τάκης με τις πυτζάμες - που τύγχανε πατέρας μου -,  κι εγώ παράτησα το φαγητό μου στη μέση και βημάτισα αργά και με το κεφάλι σκυμμένο μέχρι το σαλόνι.

- " Καλά είμαι, είπα, δεν έπαθα τίποτα."

Γύρισα στην κουζίνα καταρρακωμένος που το σχέδιο αποσιώπησης του περιστατικού που είχα καταστρώσει με τη γιαγιά ναυάγησε άδοξα κι ενώ οι μεγάλοι στο σαλόνι μακάριζαν πότε το Θεό και πότε ο ένας τον άλλον για την καλή τους τύχη, η αδελφή μου με κοίταξε και μου ‘πε:
- "την έβαψες τώρα", αλλά πέρα από κάθε αναμενόμενη αντίδραση έγινα μόνο δέκτης συμβουλών, παραινέσεων και το κυριότερο, κλείστηκε ένα ραντεβού με τον πατέρα μου για το ίδιο απόγευμα προκειμένου να μου μάθει να περνάω το δρόμο με ασφάλεια.


                                                                  Το απόγευμα

- "Λοιπόν, κοιτάμε πρώτα αριστερά, βεβαιωνόμαστε ότι δεν βλέπουμε, ούτε ακούμε αυτοκίνητο να έρχεται, κοιτάμε δεξιά και ξεκινάμε τη διάσχιση του δρόμου. Δεν τρέχουμε, στα μισά κοντοστεκόμαστε και βεβαιωνόμαστε ότι είμαστε ασφαλείς και από τη δεξιά μας μεριά. Τότε και μόνο τότε ολοκληρώνουμε τη διάσχιση. Κατάλαβες;"

- Κατάλαβα, είπα και με έπιασε από το χέρι, περάσαμε το δρόμο απέναντι ενώ επαναλάμβανε το τεράστιο μάντρα του.

Κάπου στη δέκατη διάσχιση, κι ενώ εγώ είχα σκυλοβαρεθεί από τη δεύτερη κιόλας, ο πυτζαμοφόρος πατέρας γύρισε και μου είπε. «Καλό μου παιδί, εγώ τώρα κλείνω τα μάτια μου κι εσύ πιάσε με από το χέρι και πέρασέ με απέναντι».

«Καλέ μου πατέρα, μήπως να άνοιγες τα μάτια σου να θαυμάσεις τον κόσμο για τελευταία φορά» πρόλαβα να αστειευτώ κι ύστερα έφαγα τρελό ξύλο.

Ειλικρινά, δεν ήμουν το σπασικλάκι (παρ’ όλο που φορούσα ήδη γυαλιά και είχα χωρίστρα στα  σγουρά μου μαλλιά - ας όψεται η αισθητική της γιαγιάς που με ετοίμαζε για το σχολείο -) που τρέχει ευτυχισμένο προς το σχολικό καλωσορίζοντας μια ακόμα μέρα σχολείου.
Μάλλον ένα συνηθισμένο, ταλαίπωρο και αγουροξυπνημένο αγόρι ήμουν, που το μόνιμο άγχος του μη χάσει το σχολικό, δεν το εγκατέλειψε ποτέ και τον στέλνει ακόμα - μεσήλικα πια - ώρες νωρίτερα σε αεροδρόμια, σταθμούς τρένων και αφετηρίες λεωφορείων.


26   36 χρόνια μετά

Αφορμή να ξεθάψω το επεισόδιο αυτό είναι το άσπρο αμάξι που παραλίγο να με σκοτώσει την προηγούμενη εβδομάδα. Κι όχι τίποτα άλλο, έφταιγα πάλι. Αφηρημένος τελείως, κατέβηκα το κράσπεδο του πεζοδρομίου, πέρασα ανάμεσα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και ξεχύθηκα στο δρόμο χωρίς να …κοιτάμε πρώτα αριστερά, βεβαιωνόμαστε ότι δεν βλέπουμε, ούτε ακούμε αυτοκίνητο να έρχεται , κοιτάμε δεξιά και ξεκινάμε τη διάσχιση του δρόμου. Δεν τρέχουμε, στα μισά κοντοστεκόμαστε και βεβαιωνόμαστε ότι είμαστε ασφαλείς και από τη δεξιά μας μεριά. Τότε και μόνο τότε ολοκληρώνουμε τη διάσχιση.

Ναι, σωματική επαφή με το αυτοκίνητο υπήρξε, τα πόδια μου σώθηκαν από καθαρή τύχη, και ζήτησα συγγνώμη υψώνοντας τα χέρια σε σχήμα Ψ (σα να παραδίνομαι ένα πράγμα) αλλά ο οδηγός δεν πρέπει να με είδε γιατί μόλις ένιωσε το γδούπο γκάζωσε κι έφυγε μαλλιοκούβαρα.

8 σχόλια:

  1. Από τις αναμνήσεις που δεν σ' εγκαταλείπουν ποτέ! Κάνε όμως κάτι για την αφηρημάδα...
    Ξενούδης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δε ξέρω πως την έπαθα ρε Ξενούδη. Μέχρι τώρα πίστευα πως ήμουν ένας 100% προσεκτικός πεζός αλλά μάλλον ήμουν στο 99%. Κι αυτό το 1% είναι αρκετό εαν τα αμάξια σου την έχουν ...στημένη.

      Διαγραφή
  2. Διασκεδαστικότατη διήγηση και με σασπένς! Μου ζωγράφισε ένα χαμόγελο μέχρι πριν την τελευταία πρόταση..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μόλις μου ρθε στο μυαλό εκείνο το επεισόδιο του Ροζ Πάνθηρα που προσπαθεί να περάσει το δρόμο. Ρίξε μια ματιά αν δε το χεις δει: Think Before You Pink

      http://www.youtube.com/watch?v=-lJil0m4e5A

      Τέλος καλό όλα καλά Γιώργο, τι άλλο να πω

      Διαγραφή
    2. δεν το είχα δει ;) βλέπεις άμα είσαι γκαντέμης :P

      Διαγραφή
  3. Έφυγε; Τι βλάκας!
    Βρε τόσες φορές σε πέρασεο πατέρας σου και ακόμη αφηρημένος περνάς δρόμους;;;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μου θύμισες μία από τις ιστορίες στα υπεραγαπημένα Στιγμιότυπα του Ρόμπερτ Όλτμαν, αλλά ευτυχώς το φινάλε εδώ ήταν αίσιο. :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts with Thumbnails