Μέρος πρώτον: Αιεν Υψικρατειν
Βρισκόταν 8 μίλια ψηλότερα από όπου συνηθίζει ένας
φυσιολογικός άνθρωπος να περνάει ένα
καθημερινό απόγευμα, - όσο καθημερινό μπορεί βέβαια να λέγεται ένα απόγευμα στο
στρατό –όταν μια ριπή παγωμένου αέρα τον έκανε να ανοίξει τα μάτια του και να κοιτάξει
γύρω του.
Χωρίς καμιά έκπληξη
να σχηματίζεται στις θολές σήμερα - μα πάντα καστανές - κόρες των ματιών
του, είδε να ίπτανται δίπλα του δυο τρεις άντρες με μπλε στολές αγγαρείας,
ίδιες του φάνηκαν – στοίχημα δεν έβαζε –
με αυτή που φορούσε κι εκείνος. Δυο τρία λεπτά – που του φάνηκαν αιώνια –
αργότερα κατάφερε να ταυτοποιήσει στις μούρες τους, τους τύπους που σπατάλαγαν
μαζί όλες τις μέρες των τελευταίων μηνών στο στρατόπεδο που παρεμπιπτόντως - κι
αν αυτό ενδιαφέρει κανέναν -, κείτονταν ακριβώς οκτώ μίλια κάτω από τις κοιλιές
τους. Αλήθεια, πως στα κομμάτια είχαν βρεθεί εκεί πάνω?
Έκανε να τους χαμογελάσει μα συνειδητοποίησε πως με το
παραμικρό τράβηγμα των χειλιών του έκλειναν τα μάτια του σα να μην έφτανε το
τσιτωμένο δέρμα για δυο ταυτόχρονες συσπάσεις των μυών του προσώπου. Απτόητος επιχείρησε ένα φωναχτό «γεια τι
γίνεται; Τι κάνετε κι εσείς εδώ πάνω;» , το στόμα του ανοιγόκλεισε μα ούτε ο
ίδιος δεν άκουσε τη φωνή του κι εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια επικοινωνίας με τα
φίλια ανθρωποσκάφη. Συγκεντρώθηκε στο τοπίο που τους περιέβαλλε: συννεφιασμένος
και βαρύς ο χειμωνιάτικος ουρανός, ίχνος αστεριού όσο έπαιρνε το βλέμμα του, μόνο
ο βαρύς ουρανός και μια μαύρη θάλασσα, κατράμι, τριακόσιες εξήντα μοίρες γύρω
του.
Τσέκαρε τον εαυτό του, υψοφοβία: όχι – περίεργο σκέφτηκε -
, πανικός: μηδέν, κορδόνια: δεμένα, όλα
καλά σκέφτηκε κι έφερε μια ευτυχισμένη τούμπα κάνοντας το ναδίρ ζενίθ και
τούμπαλιν. Έπειτα έκανε άλλη μία, κι άλλη μία και άλλη μία κι όταν βαρέθηκε να
ζαλίζεται άσκοπα ολοκλήρωσε επιτυχώς κάτι απίστευτα εναέρια ακροβατικά που ούτε
στο όνειρό του δεν είχε φανταστεί ότι μπορούσε να κάνει. Όταν τελικά ισορρόπησε άκουσε (ή καλύτερα
ένιωσε) το πρώτο μουγκρητό, δεν ανησύχησε όμως , θυμήθηκε πως είχε φάει λίγο
βαριά πριν την πτήση. Ούτε στο δεύτερο
ανησύχησε.
Στο τρίτο γγχρχγρμφγχρμχγγγρρ που βγήκε από τα σπλάχνα
του αποφάσισε να επιχειρήσει αναγκαστική
προσγείωση. Έφερε τα χέρια από την έκταση στην ανάταση, έδωσε στο σώμα του μια
ελαφριά αρνητική κλίση και βούτηξε μανιασμένα, σα κακοσχηαματισμένο βέλος, προς
το έδαφος. Στα έξι μίλια, γύρισε να δει τους φίλους του, τον χαιρετούσαν και οι
τρεις κουνώντας τα χέρια τους διακινδυνεύοντας οι βλάκες την ισορροπημένη τους
αεροπλεύση. Στα τρία μίλια έφερε τα χέρια ξανά σε έκταση για να έχει
περισσότερη κόντρα στον παγωμένο αέρα, επιβράδυνε στα 2 g και με μια μόλις
- γεμάτη μαεστρία - μανούβρα στο απόλυτο σκοτάδι προσγειώθηκε ασφαλής. Έδωσε hi five στον
εαυτό του και έπιασε το ξεχαρβαλωμένο πόμολο.
Μέρος δεύτερο: Ψηλά στο βουνό
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Πίσσα σκοτάδι. Κι ένα αναθεματισμένο
χιονόνερο να του μαστιγώνει το πρόσωπο. Περιμένοντας να διασταλούν ακόμα λίγο οι κόρες των ματιών
του χτύπησε τα πόδια του στο βραχώδες έδαφος για να πάρει θάρρος. Μάταια
κοπανιέμαι σκέφτηκε και ξεκίνησε ανοιγοκλείνοντας τις παλάμες του μέσα στις
τσέπες του και σιγοτραγουδώντας το FAME, βέβαιος πια πως ο στομαχόπονος είχε κόψει την ιστορία σε
δυο χωριστές πραγματικότητες. Κι αυτή η δεύτερη πραγματικότητα, όποια κι αν
ήταν, περιλάμβανε στο πρόγραμμα της περπάτημα. Γεγονός που τον βασάνισε από το
πρώτο κιόλας βήμα, καθώς το να περπατάς στη λάσπη είναι εξίσου δύσκολο με το
βάδην με βατραχοπέδιλα στα ρηχά της θάλασσας. Πόσο μάλλον όταν στο βυθό της
λάσπης κρύβονται κοτρώνες που το κύριο μέλημά τους είναι να στραμπουλήξουν
όποιον αστράγαλο βρεθεί στην ακτίνα δράσης τους.
Παρόλα αυτά όμως – αν και σε μια νέα εκτίμηση της
κατάστασης, έκρινε πως δεν ήταν τόσο η βροχή και η λάσπη που επιδείνωναν τη
θέση του τώρα, όσο οι σουβλιές που του ‘χωναν οι 4 βαθμοί Κελσίου κάνοντας τους
πόνους στο στομάχι δυσβάσταχτους και τους μυς του όλο και πιο ανυπάκουους -
ακολούθησε από καθαρά αταβιστικούς λόγους τα μουσκεμένα του πόδια. Υπολόγισε –
δεν είχε άλλωστε εναλλακτική, το σκοτάδι ήταν πίσσα κι αυτός δεν είχε ούτε φακό
ούτε αναπτήρα μαζί του - στην πίστη, στη μνήμη και την αντοχή τους.
Τα πόδια του έκαναν το καθήκον τους, δεν τον απογοήτευσαν,
με το που άφησε πίσω του το κινούμενο έδαφος και πάτησε στο στέρεο έδαφος, ανασήκωσε
το κεφάλι του και διέκρινε μπροστά του - σκοτεινότερο απ’ το σκοτάδι που τον
κύκλωνε - το περίγραμμα του κάστρου κτιρίου. Ήταν η στιγμή που
χαμογέλασε αισιόδοξα, για πρώτη φορά εδώ και ώρα, αλλά δεν υπήρχε κανένας γύρω να τον καμαρώσει. Κινήθηκε με φόρα προς τον τσιμεντένιο όγκο. «Χα,
τώρα τι, μόνο μια ευθεία, λίγες δεκάδες μέτρα με χωρίζουν μέχρι…» μίλησε
μεγαλόφωνα στον κανένα, αλλά η φράση του κόπηκε απότομα στη μέση (στα τρία
τέταρτα για να είμαστε ακριβείς). Τα γόνατα του και ο ένας του αγκώνας πόνεσαν
ταυτόχρονα από το πέσιμο.
Τι στα κομμάτια συνέβη; Από πού ξεφύτρωσε ετούτο το βουνό;
μουρμούρισε την ώρα που σηκωνόταν. Ακριβώς
εμπρός του τώρα υψωνόταν ένα κακοτράχαλο βουνό, όχι τεράστιο είναι η αλήθεια,
κανένας χάρτης δεν θα ρίσκαρε το υψομετρικό του καφέ χρώμα στα μέρη του, το
οποίο ήταν σίγουρος πως δεν του θύμιζε τίποτα, ούτε αυτού ούτε των ποδιών του. Άλλο πάλι και τούτο είπε κοιτώντας την αόρατη
κάμερα στα δεξιά του και βάλθηκε πεισμωμένος να σκαρφαλώνει την άχαρη πλαγιά. Προσπέρασε μια κοτρώνα, μετά άλλη μία, δυο
σιδερόβεργες, ένα στρατό τσιμεντόλιθων σε υποχώρηση, πολλούς περισσότερους
τσιμεντένιους μονόλιθους, ένα καδρόνι, δεύτερο, ένα λιπόθυμο μαύρο καλόγηρο με κρεμάστρες (!)
όταν συνειδητοποίησε πως το ανηφορικό έδαφος άρχισε να κινείται σε αντίθετη της
δικής του φορά.
Ταυτόχρονα το ένιωθε να τρέμει κάτω από το βάρος του και κάθε βήμα τώρα
διαρκούσε περισσότερο. Είπε να υποχωρήσει. Γγχρχγρμφγχρμχγγγρρ διαφώνησε το μέσα του κι ο
κρύος ιδρώτας που τον έλουσε, ζέστανε
λίγο το του μέτωπο πριν οι σταγόνες του ανακατευτούν με εκείνες της
χιονοθύελλας. Τώρα οι κοτρώνες κατρακυλούσαν στο πέρασμά του, χιονισμένα έπιπλα
και φωριαμοί δυσκόλευαν τις κινήσεις του - αν την έβγαζε καθαρή σήμερα θα άναβε
κερί στον Άγιο κάθε χρόνο τέτοια μέρα -. Κοτρώνες σιδερόβεργες πάλι, ένα
γραφείο και μια πολυθρόνα και μετά πάλι κοτρώνες, μια αδέσποτη ντουλάπα και δύο
χάρτες πέρασαν δίπλα του. Περίεργο, μόλις τώρα αντιλαμβανόταν πως το βουνό συνέχιζε
την ύπαρξη του και μάλιστα με όλο και μεγαλύτερη κλίση μέσα στο κτίριο.
Βρισκόταν πάνω στο νεογέννητο βουνό και ταυτόχρονα μέσα στο
κτίριο. Αδύνατον είπε με το μυαλό του κι η σκέψη του έφτιαξε συννεφένια
σιντριβάνια στον ακίνητο αέρα γύρω από τα αυτιά του. Ανηφόρησε μέχρι την κεντρική αίθουσα, πορτρέτα
στρατιωτικών κρέμονταν παντού στους κάποτε σιέλ τοίχους – αυτά τα θυμόταν –, σε
μια κρεμάστρα δίπλα τους ένα αμπέχονο, το μεγάλο γραφείο στεκόταν σπρωγμένο από
θεία δύναμη κάμποσα μέτρα από τη θέση του, το ίδιο και οι τρείς από τις πέντε
μεταλλικές καρέκλες με την μπορντώ φθαρμένη δερματίνη που το τριγύριζαν από
χρόνια, μα όταν κοίταξε ψηλά, το ταβάνι
σα να μην είχε υπάρξει ποτέ, είδε μόνο τον ουρανό. Ξαστεριά. Τα σύννεφα είχαν τώρα τραβηχτεί,
έτσι εξηγούνταν το κρύο - γγχρχγρμφγχρμχγγγρρ - που ξάφνου έγινε πιο κοφτερό,
λίγο καθαρό φεγγάρι όμως άρχισε να φανερώνεται πίσω τους και να αποκαλύπτει
σιγά σιγά τον περιβάλλοντα χώρο.
Στη
μέση ακριβώς της αίθουσας είδε να υψώνονται τα τελευταία μέτρα και η κορυφή ενός
βουνού που κανονικά δε θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Το μόνο που δεν κατάφερε να
αποκρυπτογραφήσει με την πρώτη ματιά από το σημείο που βρισκόταν ήταν η
παράξενη λάμψη που στεφάνωνε τη μύτη του ακάλεστου ορεινού όγκου. Τι ήταν άραγε αυτό που άστραφτε στο
φεγγαρόφωτο; ποιες γλυκές καμπύλες αντανακλούσαν στο νυχτωμένο σύμπαν τη
λευκότητά τους;
Αν είχε φτάσει στην άκρη του ουράνιου τόξου, αν είχε
κερδίσει τον πρώτο αριθμό του λαχείου ή αν αναπάντεχα άρχιζαν να του αρέσουν οι αγκινάρες
γιαχνί, λιγότερη θα ήταν η έκπληξή του.
Πλησίασε το «ιδανικό πρότυπο», το σκούντησε λίγο με το πόδι
του να βεβαιωθεί πως είναι αληθινό και το κρυστάλλινο γκντουπ που ακούστηκε
διέλυσε την παραμικρή αμφιβολία περί ακυρότητας της στιγμής.
Γέλασε χωρίς να κλείσει τα μάτια του αυτή τη φορά, κατέβασε
το παντελόνι του, τρία γγχρχγρμφγχρμχγγγρρ γγχρχγρμφγχρμχγγγρρ
γγχρχγρμφγχρμχγγγρρ αντήχησαν και έμεινε να αγναντεύει το πέλαγος μέχρι που - όχι
πολύ αργότερα - οι πρώτες ακτίνες του ήλιου ξεπρόβαλλαν από εκεί που ενώνεται ο
ουρανός και η θάλασσα.
Επίλογος
Κάτω από τον καυτό πρωινό ήλιο, λίγες ώρες αργότερα, έξαλλος μέσα στην επίσημη στολή με
τα παράσημα, ένας κοντός άντρας με φαλάκρα γούρλωνε τα μάτια έξω από το
ανακαινιζόμενο γραφείο του και ούρλιαξε με όλη τη δύναμη των πνευμονιών του: «Θα
τον βρω δε θα τον βρω αυτόν που έχεσε έξω από το γραφείο μου;»
Στοιχισμένοι κάπου τριάντα νοματαίοι, κοιτούσαμε
ένα λόφο από μπάζα να ξεπροβάλλει μέσα από τους βορεινούς κατεδαφισμένους
τοίχους του κτιρίου που αποκαλούσαμε διοικητήριο. Δαγκώσαμε τα χείλια μην τύχει
και ακουστεί το γέλιο μας. Στις επόμενες ώρες (και μέρες) το θέμα μονοπώλησε συζητήσεις επί συζητήσεων,
«ανακρίσεις», αναφορές κ.ο.κ..
Όμως ποτέ κανείς μας δεν έμαθε ποιος ήταν ο ένοχος. Γγχρχγρμφγχρμχγγγρ.
OMG! Δεν μπορούσα να υποψιαστώ την κατάληξη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια στιγμή σκέφτηκα ότι περιγράφεις εμπύρετο ενύπνιο λόγω γαστρεντερίτιδας ή τροφικής δηλητηρίασης.
ΔιαγραφήRemember what the doormouse said: "Οποιαδήποτε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα ή γεγονότα είναι τελείως συμπτωματική".
Χμμμ, πάλι τα μπέρδεψα μου φαίνεται, άλλο είχε πει.
*)
Χάθηκε με τη μορφή διηγήματος! Δεν έβγαλα και άκρη μη σου πω! Όλο κάπου έφτανε, χωρίς να φτάσει τελικά.. και ο επίλογος; Πονεμένος!
ΑπάντησηΔιαγραφήμερικά ιστορικά γεγονότα τελικά, ίσως είναι καλύτερο να αποδίδονται στην κανονική βάρβαρη εκδοχή τους.
ΔιαγραφήEight miles high
ΑπάντησηΔιαγραφήAnd when you touch down
You'll find that it's
Stranger than known
THE BYRDS - EIGHT MILES HIGH
Κάπως έτσι δηλαδή...