Την ώρα του φαγητού συνήθως δεν ακούγεται κιχ. Οι κουβεντούλες και τα συχνά ακατάληπτα μουρμουρητά σιγούν, και τα τραγούδια σταματούν μάλλον απότομα. Είναι οι αδέξιες κινήσεις των χεριών καθώς χρησιμοποιούν τα μαχαιροπήρουνα που απαιτούν εξ ολοκλήρου την προσοχή όλων, απερίσπαστα συγκεντρωμένη, σε αυτές. Κανείς και καμιά τους δεν θέλει αναποδογυρισμένο το πιάτο του και λεκέδες στα καθαρά του ρούχα.
Τις προάλλες όμως αυτή η συνήθεια, ο νόμος της μεσημεριανής ησυχίας καταπατήθηκε βιαίως. Σαν μικρά παιδιά επαναστάτησαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες του γηροκομείου. Μα φαγητό είναι αυτό; έκανε πρώτος ο ημίτυφλος κύριος από την αναπηρική του καρέκλα για να τον επικροτήσουν αμέσως οι δύο ηλικιωμένες κυρίες στο απέναντι τραπέζι· η συμπαθέστατη κοντή με τα αθλητικά παπούτσια και η ψηλότερη φίλη της με το περιποιημένο ταγέρ και τα σκουλαρίκια. Κι από εκεί ξεκίνησε αναταραχή μεγάλη. Η κάθε άρνηση σίτισης ξεσήκωνε αμέσως άλλες δύο. Και μέσα σε όλα ένας μουστακαλής παππούς να ωρύεται:
- Εγώ θέλω ρεβύθια! Τι πάει να πει ότι έχω τη χολή μου και πρέπει να φάω κοτόπουλο με πατάτες; Εγώ θέλω ρεβύθια.
Είδα τη γυναίκα που προ εβδομάδος μου τσιμπολογούσε το μάγουλο (με εκείνον τον τρόπο που θα απολάμβανε ένας μεσήλικας το τρυφερό μάγουλο ενός μωρού) να τρώει ατάραχη το φαγητό της αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα στο χώρο. Κοντά σε αυτήν, ελάχιστοι ήταν όσοι έφαγαν τα ρεβύθια τους αδιαμαρτύρητα· ακόμα λιγότεροι όσοι τα ευχαριστήθηκαν. Οι περισσότεροι την έβγαλαν με αυγό και ψωμοτύρι προσδοκώντας σε ένα καλύτερο δείπνο.
Εμένα μια χαρά μου φάνηκαν πάντως τα ρεβύθια όμως εγώ ήξερα πως αργότερα θα γυρνούσα σπίτι μου.
είναι μεγάλο πράγμα η επιστροφή στο σπίτι...
ΑπάντησηΔιαγραφή