13 Ιουνίου 2011

φυσικό επακόλουθο



Όταν πηγαίνω σε κηδείες κλαίω. Κι αυτό συμβαίνει ακόμη κι αν δε με ενώνουν ισχυροί δεσμοί με τον θανόντα ή τη θανούσα. Κάθε φορά λέω θα συγκρατηθώ μα ποτέ δε τα καταφέρνω. Το νευρικό γέλιο που αρκετοί λένε ότι τους πιάνει στα κοιμητήρια εμένα δε με επισκέπτεται. Αντιθέτως, αυτό που έρχεται πάντα είναι ένας κόμπος στο λαιμό. Και όταν αρχίσω να καταπίνω με δυσκολία, τότε το ξέρω, πως τα δάκρυα έχουν πάρει το δρόμο τους. Και περιμένοντάς τα από λεπτό σε λεπτό ρουφάω συνεχώς τη μύτη μου.

Συνήθως στέκομαι μακρύτερα από τους πενθούντες, αισιοδοξώντας μάταια πως αυτός είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος να μη με πάρουν τα ζουμιά. Ορίζω μια θέση, τη θέση μου, φτιάχνω ένα νοητό κύκλο ακτίνας 1-2 μέτρων και προσπαθώ να ταμπουρωθώ μέσα του.

Παρακολουθώ από εκεί το πλήθος, συγγενείς, φίλους, γνωστούς, και νομίζω ότι μαντεύω τι υπήρξε ο εκλιπόντας για καθέναν από αυτούς. Πότε ειδώθηκαν για τελευταία φορά, αν μίλησαν, τι σκέφτονταν, αν αγγίχτηκαν. Φτιάχνω μικροσενάρια στο μυαλό μου και ανατριχιάζω σύγκορμος παρ’ όλο τον ήλιο – στα νεκροταφεία έχει σχεδόν πάντα ήλιο – και με έναν περίεργο τρόπο αισθάνομαι την απώλεια περισσότερο δική μου, δεν έχει πλέον σημασία αν ο νεκρός είναι όντως δικός. Ο κόμπος στο λαιμό είναι ο ίδιος.

Όταν δε, σχηματίζεται η πομπή προς την ανοιχτή γη, βαδίζω βουρκωμένος πάντοτε στα άκρα της. Προσηλώνομαι στους σταυρούς και τα γραφόμενά τους. Κάνω προσθαφαιρέσεις υπολογίζοντας τα βιωμένα χρόνια άγνωστων ανθρώπων. Που και που, απ’ ανάμεσα στους σταυρούς, βλέμματα γυναικών συνήθως που καθαρίζουν τα μάρμαρα των προσφιλών τους, ανασηκώνονται και διασταυρώνονται με τη ματιά μου. Νομίζω πως ακούω τότε σ’ αυτά λόγια ερωτηματικά, που δεν ψάχνουν παρηγοριά μα κατανόηση. Κάτι σαν: «Τώρα με καταλαβαίνεις γιατί είμαι εγώ εδώ, έτσι δεν είναι;»

Ναι! καταλαβαίνω, και συμπάσχω και κατανοώ το δράμα σου, απαντάω με τα μάτια, δε ξέρω όμως αν με καταλαβαίνουνε αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίζω: «θα ήθελα να κάνω κάτι για σένα, δεν ξέρω τι, νιώθω πως αντέχω να σηκώσω ένα κομμάτι πόνου από πάνω σου μόλο που δε σε ξέρω».

Όταν τέλος οι ματιές χάσουν την όποια σύνδεσή - φανταστική ή πραγματική -, ξεκινάω να μουρμουρίζω το Motorway to Roswell των Pixies. Έχοντας – πιθανότατα - παρερμηνεύσει τους στίχους του, θεωρώ ότι είναι το λυτρωτικότερο ρέκβιεμ που έχω ακούσει.


Στα νεκροταφεία δεν πηγαίνω εύκολα. Δεν επισκέπτομαι ούτε τους δικούς μου νεκρούς. Προτιμάω να τους σκέφτομαι ζωντανούς, ότι ζουν κάπου αλλού, σε κάποιο μακρινό χωριό ή κάπου στο εξωτερικό και κάποια στιγμή κάπου θα τους ξαναδώ ή έστω θα με πάρουν τηλέφωνο.

2 σχόλια:

  1. Τα περισσότερα από αυτά που γράφεις τα κάνω και τα νιώθω κι εγώ...
    Ο κόμπος στο λαιμό, τα δάκρυα, τα σενάρια για τις σχέσεις του νεκρού με τους ανθρώπους γύρω μου, άλλα σενάρια από τις φωτογραφίες και τα ονόματα πάνω στους τάφους... τα βλέμματα με τους ανθρώπους -συνήθως γυναίκες - που φροντίζουν τους τάφους των δικών τους...
    Μόνο που εγώ σαν παιδι πήγαινα συνέχεια στο νεκροταφείο.
    Χάνοντας τον πατέρα μου στα 8 μου, κάθε Σ/Κ, η έξοδος μας ήταν στο νεκροταφείο!
    Χρόνια ολόκληρα... εγώ, η αδελφή μου και η μαμά,βόλτα στο νεκροταφείο!
    Μετά η μαμά μας πήγαινε για σουβλάκια!
    Το θέμα είναι οτι ακόμα δεν έχω συμφιλιωθεί
    με την ιδέα του θανάτου...
    Αυτη η απουσία, η απώλεια, το "χάσιμο" των ανθρώπων, δεν μπορώ να το χωνέψω...
    Πίστευα για χρόνια, οτι ο μπαμπάς είχε φύγει για κάπου μακριά... και σίγουρα θα γύρναγε κάποια στιγμή...
    Ξέρω τωρα οτι δεν θα γυρίσει, αλλά το συναίσθημα
    το νιώθω κάθε φορά για όλους όσους φεύγουν.
    Και νομίζω ότι όσο και να μεγαλώνω αυτό δεν θα αλλάξει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @ Teteel : Το σχόλιό σου με μια του μόνο πρόταση ("Χρόνια ολόκληρα...") μακράν ανώτερο της ίδιας της ανάρτησης. Με "στείχειωσε" στο λέω ειλικρινά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts with Thumbnails