Στα παρακάτω, ενώ θα μιλάει η Μητέρα, η Κόρη φέρνει
τραπεζομάντηλο, πιατικά κλπ. Τη βοηθάει ο Μικρός μπαινοβγαίνοντας μαζί της.
Απλώνουν το τραπεζομάντηλο πάνω στο φέρετρο. Εκεί πάνω θα βάλουν όλα τα σχετικά
με το δείπνο. Μεταχειρίζονται το φέρετρο για τραπέζι.
Απάνω η Μητέρα. Φωτισμένη.
Μητέρα:
Ρόλος. Ρόλος ήταν. και πέρασε. Τυχαία μου τον αναθέσανε. Όχι
πως με διαλέξανε. Μπορούσα να έχω παίξει και αλλού ρόλο. Ένα ρόλο με …κύματα. Όχι
ρε παιδιά. Μπορούσαν να μου έχουν αναθέσει το ρόλο του (δείχνει) …πως τον λένε
αυτόν που παίζει το μεγάλο μου γιο; Αυτός αγαπήθηκε πολύ.
Τυχαία μοιραστήκανε οι ρόλοι, κανένας λόγος να είμαστε
χολιασμένοι με αυτούς κάτω, του θιάσου. Μπορούμε πλέον να είμαστε… σχεδόν
φίλοι, τώρα οι ρόλοι ξεβάψανε… ένα ρούχο ήτανε… το ‘βγαλα από πάνω μου… όπως ξύναμε
το σοβά από τοίχο… άλλο πρόσωπο φάνηκε κάτω από το σοβά… το ίδιο πρόσωπο σε
όλους μας…
Προς Ελευσίνα,
θεατρικό έργο, (1992)
#
Ο κύριος Τηλέμαχος, ενενήντα ενός ετών, καλωσόριζε την
καινούρια τους οικιακή βοηθό. Ενενήντα ενός ετών και ελαχίστων μηνών. Όσο και ο
αδελφός του. Δίδυμα. Ακριβώς της αυτής ηλικίας, βγήκαν ταυτοχρόνως από την
κοιλιά της μητέρας τους. Χωρίς να την προειδοποιήσουν, σπρώχνουν μαζί αδυσώπητα,
και αδυσώπητα εκβάλλουν συντροφιά στον καθ’ ημάς κόσμο. Και με τον διαγκωνισμό τους
για τα πρωτεία εσκότωσαν τη μητέρα τους δύο στιγμές πριν την έξοδό τους, την αιφνιδίασαν
με τη ζαβολιά, πέθανε αιφνιδιασμένη, με οργή, δεν πρόλαβε να καταραστεί.
Μύρτος (2004)
#
Κοίτα τη! Τι το χρειάζεται τόσο πολύ κορμί; Θα με βλέπει
λες, έχουνε μάτια αυτά τα πλάσματα; Πώς να τα ονομάζουν αυτά τα πλάσματα; Μονολόγησε
ο σπουργίτης. Γιατί είναι σε τέτοιο μέγεθος, τι της χρησιμεύει τόσοσς όγκος
σώματος; Επιπλέον υποψιάζομαι ότι δεν έχει φτερά, είναι ημιτελές αυτό το
πλάσμα, θα είναι κάπου εξακόσιες ογδόντα φορές περισσότερη από το δικό μου
κορμί – άχρηστα πράματα. Όχι σαν εμάς. Αυτό το πλάσμα όταν πεθάνει θα έχει
τεράστιο πρόβλημα ταφής, πού θα βρεθεί τόσος χώρος περισσευούμενος, ποιος θα
χαραμίσει τόσο οικόπεδο; Εκτός βέβαια αν είναι αθάνατη, δεν έχω δει ποτέ κανένα
απ’ αυτά τα πλάσματα να πεθαίνει, πάντα αυτοί βλέπουν εμάς να πεθαίνουμε. Βέβαια,
θα δημιουργήσει πολύ ογκώδες πρόβλημα ενταφιασμού. Εδώ εγώ με το δικό μου
εκτόπισμα και θα είμαι πρόβλημα, στην ώρα μου.
Όμως πρόβλημα δεν έγινε ο σπουργίτης όταν πέθανε. Δύο μικρά
λευκά σβέλτα τρωκτικά τον έκαναν τροφή τους. Τρωκτικά με πρόθυμα δόντια και
μάτια κόκκινα, δε γνώριζαν τον ύπνο αυτά.
Κι έτσι ο σπουργίτης έγινε χρήσιμος. Πολύ θα καμάρωνε αν το
ήξερε όσο ζούσε, πως θα γινόταν χρήσιμο υλικό.
Και μόλις τον έφαγαν, τα πούπουλα του τινάχτηκαν ψηλά στον
αέρα με μια έξαψη, ελεύθερα τώρα μετά από τόσων χρόνων υποχρεωτική αγγαρεία να
σκεπάζουν σώμα, ανέβηκαν στον αέρα και φώναζαν επιτέλους επιτέλους.
Σκοτεινός Οδηγός (2002)
#
Στις 18 Δεκεμβρίου μηνός, ημέρα που χιόνιζε απαλά σε όλο το
Έθνος και έκανε άγριο κρύο, εκδηλώθηκε στην Κρατική Βουλή του Έθνους μια
θανατηφόρος μεταδοτική ασθένεια και πέθαναν διαδοχικά όλοι οι κάτοικοι της Βουλής
σε ημέρα απαρτίας, υπουργοί, κυβερνήτες, βουλευτές, σερβιτόροι, καθαρίστριες της
Εθνικής Τουαλέτας, οι λοιποί υπάλληλοι, καθώς και οι τριακόσιοι φρουροί των
τριακοσίων πατέρων του Έθνους. Ομοίως κόλλησαν ακαριαία και πέθαναν, με δόσεις,
και με εφ’ όπλου λόγχη, οι διακόσιοι εξήντα χωροφύλακες. Ομοίως οι οδηγοί, όλοι
τους χωρίς σειρά προτεραιότητας, ούτε αναλόγως με βαθμό και επετηρίδα.
Ο θάνατος ολοκληρώθηκε σε τρεις ή τέσσερις ημέρες.
-
Τσαγάκι ή καφέ να σας σερβίρω, σύντροφε πρόεδρε,
ρώτησε η αρχιτρίκλινος του βουλευτικού καφενείου, κορυφαία αριστερή σερβιτόρα,
έναν βουλευτή, έξι λεπτά προτού τη συλλάβει ο θάνατος, βουλευτή της Εθνικόφρωνος
Αριστεράς – Καλέ! Κραύγασε αμέσως η αρχιτρίκλινος, ο σύντροφος πεθαίνει!
Ο σύντροφος είχε πεθάνει, εγκαινίασε την ασθένεια.
(Graffito 2009)
#
Πάντως και η κυρία Κανέλλω της το είχε συμβουλεύσει της μάνας
μου να μη μαυροφορέσει. Άλλο αγνοούμενος, Ασημίνα, της είπε, άλλο νεκρός. Άσε
το πένθος μωρή, γιατί να μαυρίσεις την καρδούλα των παιδιών σου; Χώρια το
έξοδο!
Διότι τότε το πένθος ήταν έξοδο, όχι ένα μαύρο φουστανάκι
και τέλος. Βάναμε μαύρη κορδέλλα στα κουρτινάκια των παραθύρων, μαύρη κορδέλλα
διαγων΄΄ιως στο τραπεζομάντηλο, σκεπάζαμε τονν καθρέφτη, είτε του βάζαμε
μπορντούρα από μαύρο τούλιεπί δύο έτη συναπτά. Άσε τα κόλλυβα κάθε τόσο. Αν και
επί Κατοχής, αυτή η μόδα, τα κόλλυβα, τηρήθηκε μόνο από την άνω κοινωνία, εμείς
που να βρούμε στάρι!
Κι έτσι το πήρε απόφαση η μητέρα μας να μην πενθήσει. Έξαλλον,
επί Κατοχής, που λεφτά για μαύρο ύφασμα, εδώ τη σημαία και την κάναμε σώβρακα.
Η Μητέρα του
σκύλου (1990)
Κι όλα αυτά την ώρα που η Αθανασία ή Νάνσι Καμπύλη – αδελφή Μελανίας
ή Μέλυς Καμπύλη – πρωταγωνίστρια του Πάντα Καλά (1998), εσαεί παρθένα βασιλικιά και παρατημένη
από το φίλο της προσπαθεί για πολλοστή φορά μα πάλι ανεπιτυχώς να αυτοκτονήσει,
βάζοντας το κεφάλι στο φούρνο από τον οποίο έχει μόλις βγει το κεφαλάκι του
αρνιού.
Δυστυχώς δεν κατάφερα να εντοπίσω το «Πάντα Καλά» στη
βιβλιοθήκη μου προκειμένου να παραθέσω κάποιο απολαυστικής γραφής απόσπασμα. Το ίδιο συνέβη και με
τα Αλδεβαράν (1993) και Ο παλαιός των ημερών (1994).
Όποιος τα έχει «δανειστεί» παρακαλείται
δια την άμεσο επιστροφή τους.
Εγώ τη μητέρα του σκύλου έχω που μου το είχες χαρίσει όμως.
ΑπάντησηΔιαγραφήΉξερες ότι είχε γράψει τους στίχους του κουρσάρου; θα ταίριαζαν στο post σου οι στίχοι του.
Ν.
Η "μητέρ" ήταν δώρο, το θυμάμαι, ήμασταν πιτσιρίκια τότε, ε;
ΔιαγραφήΕίχα στο νου ένα β μερος του ποστ με κανα δυο άλλα τραγούδια σε στίχους του Π.Μ. αμφότερα από εφηβικά ακούσματα αλλά τον κουρσάρο μάλλον θα τον ξέχναγα.
Κι εδώ:
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://www.youtube.com/watch?v=u_4NQaHPZ6s
αν και δεν θα ταίριαζαν στο ποστ σου, σίγουρα.
Ευχαριστώ Εrva, μόλις ετοιμαζλομουν να σου στείλω και εγώ αυτό για το Α.Π.:
Διαγραφήhttp://www.youtube.com/watch?v=_Utdl3QoCy4
Φυλακαί Κερκύρας - 1987
Στίχοι:
Παύλος Μάτεσης
Μουσική:
Λάκης Παπαδόπουλος
1. Λάκης Παπαδόπουλος
Στη φυλακή ο Νάσος πουλάει ξυραφάκια και χασίσι,
παίρνει από το φύλακα ωωω μπαξίσι,
το Σταύρο ξέρει, δε θα λησμονήσει,
που του στέλνει τη μαύρη να πουλήσει και να καπνίσει.
Στη φυλακή ο Νάσος πόσα χρόνια έχει μέσα δεν τον νοιάζει
πόσο θα μείνει ακόμη μέσα δεν τον σκιάζει,
και ποια χρονιά θ’ απολυθεί το `χει ξεχάσει,
μόνο τις νύχτες λιγάκι τρομάζει,
που του Σταύρου πια τα μάτια δεν καλοθυμάται
και δεν κοιμάται, και δεν κοιμάται.
Στη φυλακή ο Νάσος χρόνια εμπορεύεται το μαύρο,
ξεχνάει αν τον λέγανε Παύλο ή Σταύρο
αυτόνα που κοιμότανε μαζί του τρία χρόνια
και πλασάρανε μαζί χασίσι.
Τώρα κοιμάται μ’ όποιονε του το ζητήσει
έπαψε να ρωτά πότε θ’ απολυθεί,
από τη φυλακή ο Νάσος αυτόνα που του στέλνει χρόνια χασίσι
του παραγγέλνει, Παύλο, Παύλο είτε Σταύρο, όποιος είσαι
δε σε θυμάμαι, ξέχνα με και ζήσε,
δεν θυμάμαι η ζωή μας αν ήταν καλή ή κακή,
εγώ συνήθισα εδώ στη φυλακή,
εγώ συνήθισα εδώ στη φυλακή.
Δεν έχω διαβάσει κανένα έργο του..
ΑπάντησηΔιαγραφήχμμμ, ξεκίνα επειγόντως Ηφ. θα πρότεινα τη "Μητέρα του σκύλου" για αρχή.
Διαγραφή