Παρασκευή βράδυ δέχτηκα το τηλεφώνημα: Θέλεις να πας αύριο στους Bevis Frond του κ. Nick Saloman; Κάτι που οι δικοί μου άνθρωποι (sic) έλειπαν για ΠΣΚΔΤΤ…., κάτι που δεν είχα κανονίσει τίποτα για το Σάββατο, δέχτηκα.
Πρότεινα σε κάνα δύο φίλους να με συνοδέψουν, λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων αμφότεροι αρνήθηκαν, σκέφτηκα έπειτα κάνα δυο ακόμη όμως δεν τους το πρότεινα καν, φαντάστηκα από πριν την απάντηση κι έτσι το πήρα απόφαση να ξεκινήσω μόνος. Κανένα πρόβλημα, τα πάω περίφημα μαζί μου τελευταία, κι έτσι το κουσούρι του να μην αντέχω το τρίπτυχο νύχτα-μόνος-έξω δε με πτόησε μία. Αντιθέτως. Απόδειξη πως δεν κάπνισα κιόλας όσα – δηλαδή πολλά - τσιγάρα αμηχανίας περίμενα να καπνίσω.
Φτάνοντας στο 6 D.O.G.S. είπα το όνομα μου,” Ω! ο λεμονοστίφτης” αναφώνησαν και με άφησαν να περάσω. Όχι πολύ αργότερα άρχισαν να παίζουν οι δικοί μας The Liarbirds, πολύ καλοί, είχα ακούσει μόνο κάνα δυο κομμάτια τους (άκου εδώ το Estuary In Me), διασκέδασα αλλά δεν έβγαλα κάμερα ή φωτογραφική να σας δείξω στιγμιότυπα, τους δίνει credits o άγγλος (αν κατάλαβα καλά) τραγουδιστής τους, σε μάλλον αναβιωτικούς mod – άλλοτε με την ευρεία έννοια κι άλλοτε όχι - ρυθμούς. Έκπληξη ο μπασίστας τους, παλιός γνωστός, κινούμασταν (και κινούμαστε απ’ ότι φάνηκε αργότερα που μιλήσαμε) σε εφαπτόμενους κύκλους παρεών από εικοσαετίας, τότε θυμάμαι έπαιζε στους Pillow.
Κι εκεί που με καμάρωνα για την παρθενική μου «μοναχική» νυχτερινή
έξοδο – οι Τετάρτες στο μπαράκι που μαζεύονται οι παραγωγοί του σταθμού και
κατεβαίνω καμιά φορά μόνος, δε μετράνε γιατί ξέρω πως εκεί θα βρω παρέα – άρχισε
μια απίθανη σκυταλοδρομία συνάντησης γνωστών, ημιγνωστών και φίλων.
Είδα περιφερόμενο κάμποσες φορές ένα φίλο που στα νιάτα του
(μας), έμοιαζε εμφανισιακά του Cave και ψυχολογικά του Waits, τώρα και στα δύο είναι
φτυστός ο Waits – ο Tom φυσικά
– είχαμε να ειδωθούμε χρόνια, μα δεν είπαμε πολλά, πόσα να πεις με τον πάντα φευγάτο Tom.
Στη συνέχεια κάποιος τύπος κάπως μεγαλύτερός μου υποστήριξε μεγαλόφωνα
στο αυτί μου πως με ήξερε φατσικά, πιθανότατα υπέθετε από παλαιότερα live στο Λυκαβηττό, εγώ
πάντως δεν τον θυμόμουν, δεν τον αμφισβήτησα όμως, κι έτσι κουβεντιάσαμε λίγο για αγαπημένες
συναυλίες του παρελθόντος.
Από το παρελθόν πάλι φάτσα κάρτα μπροστά μου η Ι, είχα να τη
δω από τη συναυλία των () προ πενταετίας και βάλε. Στην Ι άρεσα πολύ κάποτε,
θυμάμαι τη νύχτα που μου “εξέφρασε τα συναισθήματά της” (sic) για μένα κάπου στην πλατεία Μαβίλη,
ουδέν μεμπτόν θα μου πεις πριν σου πω ότι αυτό έγινε ενώ τα είχε με τον αδελφό ενός
καλού φίλου, ο οποίος αδελφός από τότε δε μου ξαναμίλησε ποτέ, ή μπορεί και να
μου ‘πε κάνα γεια στραβώνοντας τη μούρη μια φορά που είχαμε συναντηθεί κατά
τύχη, λες και ήμουν εγώ η αιτία που χώρισαν την επόμενη κιόλας μέρα. Με την Κ. ήπιαμε μια μπύρα, είπαμε δυο τρία νέα και τέσσερις πέντε
αμπελοφιλοσοφίες.
Εντωμεταξύ δίπλα μου χόρευαν το χορό του εκκρεμούς 2-3
μοντάδες, φίλοι φίλου, είχαν χορέψει κάποτε τις μουσικές μου σε ένα πάρτυ, με
θυμόνταν, με χαιρέτησαν, αντιγύρισα γνέφοντας την καλησπέρα μου.
Μετά βρήκα τον Γ. Καλό παιδί από τους λίγους «παίχτες» της αγοράς
Κυριακάτικων δίσκων στο Μοναστηράκι με τον οποίο τρέφουμε αμοιβαία – νομίζω – εκτίμηση
κι ο οποίος ακόμα μνημονεύει την παλιά Rough Trade τσάντα μου που ήταν και η αιτία να
μου πρωτομιλήσει προ δεκαετίας. Αφού τον έκραξα λίγο που τελευταία συγχρωτίζεται
τα φοβιστικά κοράκια δίσκων του παζαριού (δισκάδες και εμπόρους), τα ‘παμε για
λίγο, στα φωναχτά και κόντρα στην ένταση του ήχου, δεν τον ακολούθησα στις πρώτες
σειρές που χώθηκε για να βλέπει καλύτερα. Χαιρέτησα όμως έναν παλιό συμφαντάρο μου.
Έπειτα ξαναμιλήσαμε λίγο με τον Σ, τον φανατικότερο ακροατή
του indieground, τον
είχα πρωτοδεί κατά την είσοδό μου στο χώρο και από εκείνη τη δεύτερη μας συνάντηση και μετά του χρωστάω μια μπύρα
αντικέρασμα.
Οι Bevis Frond έπαιξαν καλά, είπαν όσοι τους είχαν ξαναδεί και όσοι τους λατρεύουν
και δεν είναι λίγοι αυτοί. Προσωπικά τους περίμενα περισσότερο ψυχεδελικούς και
λιγότερο γήινους και «κλάσσικ ροκ», δε μετάνιωσα όμως επ’ ουδενί για τη βραδιά κι ας επιβεβαιώθηκε
απόλυτα ο Noise που με προειδοποιούσε πως τα σόλα τους είθισται να είναι
(χρονικά) τεράστια. Ελλιπέστατη η
κριτική – το ξέρω - για αυτή την συναυλιακή μου ανταπόκριση, αλλά εγώ έτσι τα
έζησα τα πράγματα.
υγ. Στο τέλος έφαγα και βρώμικο (καλά, σουβλάκι ήταν) περπατώντας
από το μετρό μέχρι το σπίτι.
η ιστορια περνα απο μπροστα...
ΑπάντησηΔιαγραφήladies & gentlemen...mr. Nick Saloman.
ζηλευω θα ηθελα να τον δω ξανα
Δε μου έγραψε στο μυαλό η εμφάνισή του, παρόλο που δεν τον είχα ξαναδεί, και δε μπορείς να φανταστείς πόσο θα θελα να γράφω εγώ ότι έγραψες εσύ.
Διαγραφή