Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ύδρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ύδρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Φεβρουαρίου 2013

ύδρα 13



Την προηγούμενη φορά που είχα πάει στην Ύδρα, πάνε δυο χρόνια, η θαλασσοταραχή ήταν τέτοια που σ’ έκανε να αναρωτιέσαι αν θα ‘πρεπε να προσεύχεσαι (ή στην περίπτωση ενός απευκταίου ναυαγίου να είσαι η Μόνικα) για να σωθείς. 
Αντιθέτως προχθές, παρότι μεσοχείμωνο, τα νερά ήταν όσο ήρεμα χρειαζόταν για να σε μεταφέρουν γαλήνιο στο νησί και να σ’ αφήσουν να διώξεις μονάχος σου κάθε ταλαίπωρη σκέψη των τελευταίων ημερών. Πράγμα που τουλάχιστον εγώ - για τους υπόλοιπους της παρέας δεν θα μιλήσω - το κατάφερα σε μεγάλο βαθμό, κάπου 89%.

Οι φωτογραφίες που τράβηξα δεν ήταν τόσο arty (farty?) όσο της προηγούμενης φοράς (οι 3 και 12 είναι του Ν.), αλλά το προσπάθησα και αναρτώ μερικές επιλέγοντας να τους αφαιρέσω τα χαρακτηριστικά χρώματα του νησιού για να αποφύγω τη σύγκριση με τις παλιές:



 


και μία ακόμα από το ταξίδι της επιστροφής.


καλή βδομάδα να έχουμε

2 Σεπτεμβρίου 2011

ήταν ένα μικρό καράβι, ωε, ωε, ωε, ωε

 (το ταξίδι είναι που μετράει)


 κεφάλαιο 1
η στιγμή που πήγε να αναποδογυρίσει η βάρκα, ο ηλικιωμένος άντρας, έχοντας μόλις εγκαταλείψει στην πρύμνη, ολομόναχη τη μονάκριβή του εγγονή, στεκόταν όρθιος. Ζαλισμένος από τη θαλασσοταραχή, κατευθυνόταν προς το εσωτερικό του σκάφους, όταν το ξαφνικό κύμα χτύπησε ύπουλα τη βάρκα στα πλευρά. Το μπαστούνι έπεσε από το χέρι του, προσγειώθηκε χωρίς θόρυβο πίσω από ένα σακίδιο αφημένο καταμεσής του διαδρόμου και κάπου εκεί ήταν που προσπάθησα να σηκωθώ να τον στηρίξω πριν προσφέρει εαυτόν στα νερά του αφηνιασμένου Σαρωνικού. 
Μάταια όμως, καθώς τόσο το άνευρο σώμα του εκ δεξιών ζαλισμένου συνταξιδιώτη μου στηριζόταν εξ’ ολοκλήρου στο δικό μου - με το κεφάλι μάλιστα σφηνωμένο στον ώμο μου – όσο και η παλάμη του εξ ευωνύμων, σφιχτή σα μέγγενη γύρω από τον αριστερό μου καρπό με εμπόδισαν να κάνω οποιαδήποτε κίνηση χρειαζόταν περισσότερα από 2 εκατοστά χώρου. 

 κεφάλαιο 2
υτυχώς πρόλαβε και τον συγκράτησε λίγο πριν χαραμιστεί - είτε στο μεταλλικό κατάστρωμα, είτε στα ελληνικά νερά - ο πάτερ της νήσου που επέβαινε στο ίδιο ταλαίπωρο σκαρί με μας. Όρθιος, με τα ράσα να ανεμίζουν, τον κράτησε απ’ τη μασχάλη μέχρι να μπουν κι οι δύο στην καμπίνα – θα ‘ταν 2 βήματα απόσταση – κι έπειτα ίσιωσε τα μακριά μαλλιά και τα μούσια  του, εκμεταλλευόμενος δε, την ολιγόλεπτη παρουσία του στο εσωτερικό του σκάφους, έδωσε στο μικρότερο εκ των γιων του – αυτόν που καθόταν στα γόνατα της ξερακιανής παπαδιάς με τους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια  - το καλυμμαύχι του, μην τύχει και το παρασύρει κάνας άνεμος στο βυθό. 
Εξερχόμενος αντιλήφθηκε την οικογένεια με τα χαβανέζικα πουκάμισα που βιντεοσκοπούσε τα πάντα, χαμογέλασε για λίγο στο φακό και γύρισε αργά-αργά στη θέση του.  Η οικογένεια των ελληνοαμερικάνων συνέχιζε απτόητη να καταγράφει ότι και όποιον κινείται και να  ξελαρυγγιάζεται κάνοντας παρατεταμένα γουάααου και χχόοοοουπ ακόμα και τη στιγμή που το σκάφος είχε πάρει κλίση 40 μοιρών από τον κάθετο του άξονα.

 κεφάλαιο 3
νήσυχο στην αγκαλιά της μητέρας του, το μικρότερο παπαδοπαίδι, πέταξε το ιερατικό καπέλο του πατρός του στον αέρα και αφού το ξανάπιασε γύρισε και κοίταξε τον αδελφό του ο οποίος, καθισμένος σε ξένα μπούτια αυτός, πότε σκάλιζε τη μύτη του, πότε έπλεκε κόμπους τα δάχτυλα του για να περάσει η ώρα. 
Μια υποψία καυχησιάρικου χαμόγελου παραμόρφωσε στιγμιαία το στόμα του μα η σκουντιά του μεγαλύτερου τον επανέφερε στην πρότερη ανησυχία. Ο μεγάλος αδελφός που δε θα ‘ταν πάνω από 5-6 χρονών, με έκδηλη τη βαρεμάρα στα μάτια απέκρουε σιωπώντας και στραβομουτσουνιάζοντας τα "Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις, παπάς κι εσύ;" και "Πως τη λένε τη δασκάλα σου;" που του απεύθυνε ο ευγενικός ξενιστής του με την ταραντίνεια (stuck in the middle with you) φάτσα.

 κεφάλαιο 4
αφνιάστηκα. Η υστερική κραυγή που με έκανε και έστρεψα το βλέμμα μου ερχόταν από την πρύμνη. Η παχουλή εγγονή του αρχικά διασωθέντος παππού, με μουσκεμένο τώρα το μπλε φορεματάκι από ένα κύμα που έσκασε πάνω στην αριστερή πλευρά του σκάφους, άρα και πάνω της, εγκατέλειψε έντρομη τη θέση της και βάλθηκε να κινείται προς το εσωτερικό «σαλόνι». Βλέποντας την να κινείται δίχως να κρατιέται από πουθενά, χέρια επιβατών υψώνονταν στο πέρασμα της, δεν είμαι σίγουρος όμως αν ήταν από αλληλεγγύη προς το μικρό κορίτσι ή από εκείνο το ένστικτο αυτοσυντήρησης που σου υπαγορεύει να αποφεύγεις πάντα την πρόσκρουση ογκωδών αντικειμένων στην μούρη σου.
 Τα τελευταία χέρια που υψώθηκαν, άρπαξαν βίαια το κορίτσι, το κάθισαν με το ζόρι μεταξύ μουσκεμένων μπαγκαζιών και βρεγμένης λαμαρίνας και αφού το ασφάλισαν από οποιοδήποτε κίνδυνο πτώσης, ξεκίνησαν να το βαράνε ανελέητα.
Τότε αναφιλητά και δάκρυα ανακατεμένα με "μη ρε θεία" και "θέλω τη μαμά μου" αντήχησαν παντού και έκαναν το κεφάλι του «καπετάνιου» - που απολάμβανε(;) ξαπλωμένος στο ταρατσάκι της μικρής καμπίνας ένα βρεγμένο τσιγάρο - να ξεπροβάλλει ανάποδα από το σπασμένο μπροστινό φιλιστρίνι.

 κεφάλαιο 5
ι φράσεις που ξεστόμισε το στόμα του ναυτικού ήταν ευγενικές μα θα 'πρεπε να 'σουν αργόστροφος για να μην καταλάβεις από τον τόνο της φωνής του ότι έβριζε. Πέρα από κάθε πρόβλεψη όμως τα γουρλωμένα του μάτια δε σημάδευαν το δαρμένο κορίτσι, τουναντίον είχαν για στόχο κάποιον γεροπαλληκαρά με νησιώτικη 10ποντη μουστάκα, που αψηφώντας τους νόμους της βαρύτητας είχε σηκωθεί και επιχειρούσε ένα είδος θαλάσσιου σκέητμπορντ, έχοντας για σανίδα την κλυδωνιζόμενη βάρκα, παρότι φορτωμένος με σακούλες σουπερμάρκετ. 
Ταπεινωμένος μόλις αντιλήφθηκε ότι οι φωνές αφορούσαν αυτόν, έσκυψε το κεφάλι θυμωμένος και αναζήτησε καταφύγιο στην αρχική του θέση, που είχε όμως ήδη καταληφθεί από το σα σε ταινία του 60 αταίριαστο διπλανό του ζευγάρι. 

κεφάλαιο 6
οίταξα τη γυναίκα του νεανίζοντος μεσήλικου ζεύγους, πίσω από τα τεράστια γυαλιά ηλίου έκλαιγε, από δίπλα ο σύντροφός της με τη σένια καλοκαιρινή εμφάνιση την κοιτούσε παρηγορητικά.
"ΑΝ φτάσουμε, θα δεις τι έχεις να πάθεις" του είπε κι εκείνος κατακίτρινος, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα σωθικά του που παλινδρομούσαν, προσπάθησε ανεπιτυχώς να βάλει το χέρι του πάνω στο δικό της που τραβήχτηκε απότομα. Ο άντρας τώρα δυσκολευόταν να βολέψει το χέρι του, ακούμπησε τελικά την παλάμη πάνω στο κεφάλι του, τα δάχτυλά του ακολούθησαν μηχανικά τα αυλάκια που σχημάτιζαν τα κοκαλωμένα σαν από λακ (;) μαλλιά του και γυρνώντας για μια στιγμή προς το μέρος μου, με είδε να χαμογελάω.

"Τη σκούνα λεν Μαρίτσα, τη βάρκα Παντελή", έπιασα να σιγοτραγουδώ και συνέχισα να χαμογελώ, όπως έκανα άλλωστε καθ' όλα τα τριαντατόσα λεπτά που κράτησε αυτό το περιπετειώδες ταξίδι χαρακτήρων. 

τέλος


Ήταν ένα μικρό καράβι

 + Παράρτημα

Cast
Εγώ, οι φίλοι Ν και Α, μια τετραμελής (τυπική) οικογένεια ελληνοαμερικάνων, ο καπετάνιος, ο παππούς η εγγονή και η θεία, ένα κυριλέ αταίριαστο ζευγάρι, ο παπάς η παπαδιά και τα δύο τους τέκνα,  ένας υδραίος μουστάκιας, και δυο ακόμα συνταξιδιώτες: ένας τύπος που κοιμόταν και γι αυτό δεν τον ανέφερα όπως και κάποιος άλλος που σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού έβλεπα μόνο τα παπούτσια του και όταν (επιτέλους) φτάσαμε, σαν άλλος Αίαντας βγήκε στη στεριά πρώτος και χάθηκε ανάμεσα στον κόσμο με ευτυχέστερη ελπίζω τύχη.  

Χωροθέτηση επιβατών
Ταράτσα:  Καπετάνιος

Καμπίνα σαλόνι αριστερή πλευρά:   
Παπαδια, τα πιτσιρίκια του παπά, ο τυπος που κοιμόταν, ο ταραντίνειος ξενιστής, οι ελληνοαμερικάνοι γονείς και ο παραλίγο πνιγμένος παππούς.

Καμπίνα σαλόνι δεξιά μεριά:  
Εγώ, οι Ν και Α καθήμενοι εκατέρωθεν μου, ένα δαρμένο κοριτσάκι, η θεία του , τα 2  ελληνοαμερικανάκια.

Εξωτερικό σαλόνι αριστερή πλευρά:  
Υδραίος μουστακαλής, κυριλέ τσακωμένο ζευγάρι.

Εξωτερικό σαλόνι δεξιά μεριά:   
Παπάς, άγνωστος Αίαντας.


29 Αυγούστου 2011

η μηχανή μου πήρε φωτιά

στην Ύδρα.

Παρθενική μου επίσκεψη στο νησί, ενθουσιασμένος (μετά από καιρό) με το τοπίο που συνάντησα, εστίασα σε λεπτομέρειες που μου έφτιαξαν τη διάθεση και τράβηξα εκατοντάδες φωτογραφίες. Αξιολάτρευτο και το περιπετειώδες ταξίδι προς τη νήσο, το οποίο δεσμεύομαι να μνημονεύσω ξεκούραστος, σε κάποια από τις επόμενες αναρτήσεις.


τίνος είσαι εσύ;


  


  


τρρρρρρρρρ!




21 Δεκεμβρίου 2010

οι σπάνιες ημέρες

Ενας τόπος, ο κάθε τόπος, φαντάζει τόσο διαφορετικός όταν τον κοιτάζεις με τα μάτια ενός ξένου. Εκτιμάς κάθε τι όμορφο, που μέσα στην απλότητα του (ή και λόγω αυτής) προσπερνιέται ως δεδομένο από τον εκάστοτε ντόπιο. Κατακτημένο, συνηθισμένο και τελικά αόρατο. Ίσως να είναι το ίδιο που συμβαίνει και με τους ανθρώπους.
Στην Ύδρα ο Leonard Cohen έζησε για μήνες και αγόρασε το σπίτι του στα τέλη της δεκαετίας του 60. Εκεί γνώρισε και τραγούδησε τη Marianne, εκεί ξεκίνησε να γράφει το Bird on The Wire, εκεί έγραψε και τα παρακάτω κάπου 25 χρόνια αργότερα:

Days of Kindness

Greece is a good place
To look at the moon, isn´t it

You can read by moonlight

You can read on the terrace

You can see a face
As you saw it when you were young

There was good light then

Oil lamps and candles

And those little flames

That floated on a cork in olive oil

What I loved in my old life

I haven´t forgotten

It lives in my spine

Marianne and the child

The days of kindness

It rises in my spine

And it manifests as tears
I pray that a loving memory

Exists for them too

The precious ones I overthrew

For an education in the world

υγ. Ο Leonard Cohen, το πούλησε το σπίτι στο νησί. Έφυγε απ’ τη ζωή και ο καρδιακός του Υδραίος φίλος που το συντηρούσε. Από ανακοπή, μεθυσμένος και χτυπημένος από χέρι αστυνομικού (δυστυχώς, δε μπόρεσα να εντοπίσω το σχετικό link).







Related Posts with Thumbnails