
Ο ήλιος ανατέλλει 5 ώρες αφότου ξυπνάμε. Η μικρή κοινωνία της μονής κινείται εντωμεταξύ σε συνθήκες έλλειψης φωτός και εγώ δεν ανάβω το μικρό φακό μου. Προσαρμόζομαι εύκολα. Προσπαθώ να νιώσω τη θρησκευτικότητα του χώρου, των ανθρώπων, των κτισμάτων. Όχι ιδιαίτερα επιτυχημένα ομολογώ. Αναρωτιέμαι μήπως η πίστη είναι το απαραίτητο συστατικό επιτυχίας του παραπάνω εγχειρήματος.
Εντυπωσιάζομαι όμως από την ανάγκη των ανθρώπων γύρω μου να φτάσουν σε κάτι βαθύτερο, σε μια αλλαγή ή ακόμα και σε μια αποτοξίνωση με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Μερικοί πιστεύω πως πλησιάζουν τους στόχους τους αν δεν τους έχουν ήδη καταφέρει, το βλέπω στα μάτια τους. Ίσως να το δοκιμάσω κι εγώ κάποτε, σκέφτομαι, αν δε μπορέσω να κόψω το κάπνισμα αλλιώς.
Ένας γέροντας μοναχός με σταματά: «Τι γίνεται με τη Λιβύη;» με ρωτάει.
Στα εκθεσιακά μικρομάγαζα των μοναστηριών πέρα από τα αναμενόμενα βιβλία και εικόνες, υπάρχουν αντικείμενα (βραχιόλια, μπουκάλια, ποτήρια και κονκάρδες) διακοσμημένα με αγιογραφίες. Μια ολόκληρη ποπ κουλτούρα για τους εκατοντάδες λάτρεις του θρησκευτικού τουρισμού.
Περπατάμε πολύ, διασχίζουμε αμπελώνες και παίρνουμε μονοπάτια που σε βγάζουν σε σκήτες, ασκηταριά, πύργους. Το τοπίο είναι υποβλητικό. Δυσκολεύομαι μόνο να καταλάβω γιατί υπάρχουν τόσα σκουπίδια. Προσπερνώ τα αντιαισθητικά υπολείμματα τροφών στη θάλασσα, μα νευριάζω με τα πλαστικά, τα γυαλιά, και διάφορες συσκευασίες κατά μήκος οχθών, δρόμων, βουνών και παραλιών.
Ζητώ να καθαρίσω εθελοντικά κάποια κομμάτια γης, τελικά όμως βρίσκομαι να καθαρίζω κρεμμύδια. Άπειρα κρεμμύδια. Ικανά όπως αποδείχτηκε να μεταμορφωθούν σε σαλάτα, κρεμμυδόσουπα και σουπιές στιφάδο που θα θρέψουν αργότερα περισσότερους από 150 νοματαίους, δεν υπερβάλλω. Κι όλα αυτά χωρίς να χύσω ούτε ένα δάκρυ.
Καπνίζω ένα τσιγάρο εκτός των τειχών του μοναστηριού όταν συναντώ τον υπεύθυνο κήπου. Του μιλώ για την κομποστοποίηση, εκείνη την κατεργασία των οργανικών υπολειμμάτων που τα μετατρέπει σε λίπασμα. Δείχνει ενδιαφέρον και δεσμεύομαι να το μελετήσω και να του στείλω την απαραίτητη τεχνογνωσία.
Παραβολές, κηρύγματα και ευαγγέλια άκουσα πολλά. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ -κυρίως τις ώρες του εκκλησιασμού – επιχειρώ να αποκωδικοποιήσω κάποια αποσπάσματα, να τα φέρω στο ύψος μου μήπως τα καταλάβω. Όταν δε σκέφτομαι αποκοιμάμαι.
Ξυπνάω από πύρινους λόγους και δοξασίες που με κάνουν κι απορώ. Διηγήσεις λαϊκών κυρίως και προσκυνητών, με τρομάζει ο φανατισμός και ο ρατσισμός των περισσοτέρων καθώς φτάνουν σε προαποφασισμένα συμπεράσματα παρερμηνεύοντας τα λόγια των ιερών (με ή χωρίς εισαγωγικά) βιβλίων. Η αλήθεια είναι πως δε θ’ ανοίξω το στόμα μου. Ούτε από έκπληξη (αυτό θέλει προσπάθεια), ούτε για να ανταπαντήσω. Πώς να επιχειρηματολογήσω άλλωστε απέναντι σε κάποιον που πιστεύει ότι ο Νώε είναι ιστορικό πρόσωπο.
Απ' τις ιστορίες που ακούω με σκιάζουν αυτές για τα δαιμόνια, και απ’ αυτές περισσότερο οι φαινομενικά λιγότερο τρομαχτικές. Ο πάτερ Γοργόνιος μίλησε για το δαιμόνιο της αμέλειας. Γαντζωμένο κατά τις περιγραφές αυτοπτών, με την μορφή ενός προσώπου που ξεπροβάλλει μέσα από τους μυς, στο γόνατο κάποιου μοναχού, τον εμπόδιζε στην τήρηση προσευχών και κανόνων. Ασυναίσθητα έτριψα το πόδι μου και σα να καθάριζα το παντελόνι μου χτυπώντας το με την παλάμη μου, σηκώθηκα. Δεν έκατσα στις επόμενες διηγήσεις, δεν τις άκουσα ολόκληρες.
Αναρωτιέμαι απλοϊκά μήπως εντέλει δέχομαι την ύπαρξη του Καλού εφόσον με φοβίζει το κακό. Κατευθύνομαι να βοηθήσω ξανά στα μαγειρεία.
Θα ‘θελα να μιλήσω για κάμποσους ανθρώπους που γνώρισα μέσα. Μοναχούς, λαϊκούς, δόκιμους, αποκομμένους, επιλέγω να μη το κάνω μιας κι η ιστορία του καθενός εκουσίως κρύφτηκε σ’ αυτή τη γωνιά της γης.
Στο καράβι της επιστροφής κάποιος νεαρός παρηγορεί την κοπέλα του στο τηλέφωνο. Με ένα χθεσινό του –για χαβαλέ όπως εξηγούσε στον αδελφό του - sms της ανακοίνωνε τον επικείμενη απόσυρση του από τα εγκόσμια. Τώρα παρηγορούσε το κλάμα της σκασμένος στα γέλια και σκεπάζοντας το μικρόφωνο του κινητού του με το χέρι του.
Στο λιμάνι το νεκρό κουτάβι ξεραίνεται τώρα στον ήλιο. Από μακριά μοιάζει σα να κοιμάται.