Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιο Όρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιο Όρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

30 Μαρτίου 2011

ο Νώε, τα δαιμόνια και η επιστροφή

συνέχεια από το προηγούμενο

Ο ήλιος ανατέλλει 5 ώρες αφότου ξυπνάμε. Η μικρή κοινωνία της μονής κινείται εντωμεταξύ σε συνθήκες έλλειψης φωτός και εγώ δεν ανάβω το μικρό φακό μου. Προσαρμόζομαι εύκολα. Προσπαθώ να νιώσω τη θρησκευτικότητα του χώρου, των ανθρώπων, των κτισμάτων. Όχι ιδιαίτερα επιτυχημένα ομολογώ. Αναρωτιέμαι μήπως η πίστη είναι το απαραίτητο συστατικό επιτυχίας του παραπάνω εγχειρήματος.
Εντυπωσιάζομαι όμως από την ανάγκη των ανθρώπων γύρω μου να φτάσουν σε κάτι βαθύτερο, σε μια αλλαγή ή ακόμα και σε μια αποτοξίνωση με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Μερικοί πιστεύω πως πλησιάζουν τους στόχους τους αν δεν τους έχουν ήδη καταφέρει, το βλέπω στα μάτια τους. Ίσως να το δοκιμάσω κι εγώ κάποτε, σκέφτομαι, αν δε μπορέσω να κόψω το κάπνισμα αλλιώς.
Ένας γέροντας μοναχός με σταματά: «Τι γίνεται με τη Λιβύη;» με ρωτάει.
Στα εκθεσιακά μικρομάγαζα των μοναστηριών πέρα από τα αναμενόμενα βιβλία και εικόνες, υπάρχουν αντικείμενα (βραχιόλια, μπουκάλια, ποτήρια και κονκάρδες) διακοσμημένα με αγιογραφίες. Μια ολόκληρη ποπ κουλτούρα για τους εκατοντάδες λάτρεις του θρησκευτικού τουρισμού.
Περπατάμε πολύ, διασχίζουμε αμπελώνες και παίρνουμε μονοπάτια που σε βγάζουν σε σκήτες, ασκηταριά, πύργους. Το τοπίο είναι υποβλητικό. Δυσκολεύομαι μόνο να καταλάβω γιατί υπάρχουν τόσα σκουπίδια. Προσπερνώ τα αντιαισθητικά υπολείμματα τροφών στη θάλασσα, μα νευριάζω με τα πλαστικά, τα γυαλιά, και διάφορες συσκευασίες κατά μήκος οχθών, δρόμων, βουνών και παραλιών.
Ζητώ να καθαρίσω εθελοντικά κάποια κομμάτια γης, τελικά όμως βρίσκομαι να καθαρίζω κρεμμύδια. Άπειρα κρεμμύδια. Ικανά όπως αποδείχτηκε να μεταμορφωθούν σε σαλάτα, κρεμμυδόσουπα και σουπιές στιφάδο που θα θρέψουν αργότερα περισσότερους από 150 νοματαίους, δεν υπερβάλλω. Κι όλα αυτά χωρίς να χύσω ούτε ένα δάκρυ.
Καπνίζω ένα τσιγάρο εκτός των τειχών του μοναστηριού όταν συναντώ τον υπεύθυνο κήπου. Του μιλώ για την κομποστοποίηση, εκείνη την κατεργασία των οργανικών υπολειμμάτων που τα μετατρέπει σε λίπασμα. Δείχνει ενδιαφέρον και δεσμεύομαι να το μελετήσω και να του στείλω την απαραίτητη τεχνογνωσία.
Παραβολές, κηρύγματα και ευαγγέλια άκουσα πολλά. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ -κυρίως τις ώρες του εκκλησιασμού – επιχειρώ να αποκωδικοποιήσω κάποια αποσπάσματα, να τα φέρω στο ύψος μου μήπως τα καταλάβω. Όταν δε σκέφτομαι αποκοιμάμαι.
Ξυπνάω από πύρινους λόγους και δοξασίες που με κάνουν κι απορώ. Διηγήσεις λαϊκών κυρίως και προσκυνητών, με τρομάζει ο φανατισμός και ο ρατσισμός των περισσοτέρων καθώς φτάνουν σε προαποφασισμένα συμπεράσματα παρερμηνεύοντας τα λόγια των ιερών (με ή χωρίς εισαγωγικά) βιβλίων. Η αλήθεια είναι πως δε θ’ ανοίξω το στόμα μου. Ούτε από έκπληξη (αυτό θέλει προσπάθεια), ούτε για να ανταπαντήσω. Πώς να επιχειρηματολογήσω άλλωστε απέναντι σε κάποιον που πιστεύει ότι ο Νώε είναι ιστορικό πρόσωπο.
Απ' τις ιστορίες που ακούω με σκιάζουν αυτές για τα δαιμόνια, και απ’ αυτές περισσότερο οι φαινομενικά λιγότερο τρομαχτικές. Ο πάτερ Γοργόνιος μίλησε για το δαιμόνιο της αμέλειας. Γαντζωμένο κατά τις περιγραφές αυτοπτών, με την μορφή ενός προσώπου που ξεπροβάλλει μέσα από τους μυς, στο γόνατο κάποιου μοναχού, τον εμπόδιζε στην τήρηση προσευχών και κανόνων. Ασυναίσθητα έτριψα το πόδι μου και σα να καθάριζα το παντελόνι μου χτυπώντας το με την παλάμη μου, σηκώθηκα. Δεν έκατσα στις επόμενες διηγήσεις, δεν τις άκουσα ολόκληρες.
Αναρωτιέμαι απλοϊκά μήπως εντέλει δέχομαι την ύπαρξη του Καλού εφόσον με φοβίζει το κακό. Κατευθύνομαι να βοηθήσω ξανά στα μαγειρεία.
Θα ‘θελα να μιλήσω για κάμποσους ανθρώπους που γνώρισα μέσα. Μοναχούς, λαϊκούς, δόκιμους, αποκομμένους, επιλέγω να μη το κάνω μιας κι η ιστορία του καθενός εκουσίως κρύφτηκε σ’ αυτή τη γωνιά της γης.
Στο καράβι της επιστροφής κάποιος νεαρός παρηγορεί την κοπέλα του στο τηλέφωνο. Με ένα χθεσινό του –για χαβαλέ όπως εξηγούσε στον αδελφό του - sms της ανακοίνωνε τον επικείμενη απόσυρση του από τα εγκόσμια. Τώρα παρηγορούσε το κλάμα της σκασμένος στα γέλια και σκεπάζοντας το μικρόφωνο του κινητού του με το χέρι του.
Στο λιμάνι το νεκρό κουτάβι ξεραίνεται τώρα στον ήλιο. Από μακριά μοιάζει σα να κοιμάται.



28 Μαρτίου 2011

με το που περνάς τα σύνορα

Σαν σε road movie χαρακτήρων που δε γνωρίζονται εντελώς (ίσως και καθόλου) μεταξύ τους, παρά μόνο κατευθύνονται για διαφορετικούς λόγους στον ίδιο προορισμό, ξεκίνησε το ταξίδι προς βορρά στις 10 το βράδυ.
Ατέλειωτες ώρες στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, με μια περίεργη κατάσταση ναρκοληψίας να με έχει καταβάλλει. Αδυνατώ να καταλάβω πότε είμαι ξύπνιος και πότε ονειρεύομαι, είναι 2 το πρωί και δεν έχουμε ακόμα φτάσει στα μισά. Κατεβαίνω τρεκλίζοντας σε στάσεις παραπλεύρως της εθνικής, άλλοτε σε «καθωσπρέπει» μαγαζιά, άλλοτε έχοντας παρέα μόνο ξενυχτισμένους νταλικέρηδες. Η βενζίνη στο 1,795 το λίτρο.
Αξημέρωτα φτάνουμε στο λιμάνι, αφήνουμε το αμάξι εκεί, φαίνεται να είμαστε οι πρώτοι. Μόνο αγέλες αδέσποτων σκυλιών περιφέρονται γύρω μας , μακρύτερα κάποια απ’ αυτά ξεσκίζουν ένα νεογέννητο κουτάβι, δεν προλαβαίνουμε να το σώσουμε.
Καθώς πλησιάζει η ώρα της αναχώρησης, οι κύκλοι των ανθρώπων που σχηματίζουν παρέες μεγαλώνουν. Οι περισσότεροι συναντούν γνωστούς - εγώ δε ξέρω κανέναν – μόνο παρατηρώ φάτσες και τις εντάσσω - όχι πάντα αναίτια - σε απίθανα σενάρια, εμπνευσμένα από κινηματογραφικές ταινίες. Με συστήνουν σε μερικούς ενώ πίνω έναν καφέ ακόμα, μιλάνε για μια διαδήλωση.
Το ειδικό διαβατήριο και η αστυνομική ταυτότητα στο χέρι, η επιβίβαση στο πλοίο με το οποίο θα περάσουμε οσονούπω τα "σύνορα" και ένας αναπάντεχος αστυνομικός έλεγχος κατά(?) τα πρότυπα της συνθήκης Σένγκεν.
Κοιτάζω τους συνεπιβαίνοντες που φτάνουν τελευταία στιγμή και γεμίζουν τις κενές θέσεις, έχουμε όλοι εκείνη την “υπηκοότητα” – άσχετο που εγώ δεν την αισθάνομαι – που μας επιτρέπει να περάσουμε τα σύνορα. Στο Άγιο Όρος. Πως και γιατί μη το ρωτάς, πες ότι ήταν ένα παλιό τάμα. Ξεκινάμε με το ταχύπλοο.
Μόλις μια ώρα αργότερα και χωρίς ίχνος jet lag γυρίζω τους δείκτες του ρολογιού μου να δείχνουν 6 ώρες μπροστά και δεκατρείς μέρες πίσω. Ο ήλιος δεν έχει ανέβει ακόμα στα ψηλότερά του και ήδη εδώ είναι αργά το απόγευμα. Βάζω ένα μπλοκάκι και ένα στυλό στην τσέπη μου.
"Πρώτη φορά στους ταλιμπάν δηλαδή..." μου ‘πε ο αρχοντάρης. Είχα εντωμεταξύ αρνηθεί πολλάκις οποιαδήποτε πρωτύτερη παρουσία μου εκεί. Παρ’ όλο που αρκετοί “αναγνώρισαν” στο πρόσωπό μου παλαιότερες αφίξεις. Θα φταίνε πιθανότατα τα μούσια μου που με μπερδεύουν με άλλον, σκέφτομαι προκειμένου να χρεωθώ τη λιγότερο απόκοσμη εξήγηση.
Στο μοναστήρι δεν έχει ηλεκτρισμό. Η μεγάλη εκκλησία φωτίζεται μόνο από μερικά κεριά. Οι κόρες των ματιών αυξάνουν περίμετρο και τα αυτιά αναλαμβάνουν τον πρώτο ρόλο. Θροίσματα ράσων ακούγονται μαζί με το σύρσιμο των ποδιών όσων εξερευνούν μέσα στο σκοτάδι τα λίγα ή πολλά εκατοστά που τους χωρίζουν από το κοντινότερο στασίδι. Κάνω κι εγώ το ίδιο. Παρακολουθώ απανωτές πολύωρες λειτουργίες θαυμάζοντας το μυστικισμό του τελετουργικού Κάπου κάπου αποκοιμάμαι.
Στο κελί ζεσταινόμαστε με ξυλόσομπα. Σβήνω τη λάμπα πετρελαίου να απολαύσω τα αστέρια στον ουρανό. Έχω πολλά χρόνια να δω το στερέωμα σε πλήρη απαρτία. Η σόμπα από ευθύνη μας δυσλειτουργεί και καπνίζει. Ξυπνάμε πνιγμένοι από την καπνιά γελώντας που είμαστε ζωντανοί. Ανοίγουμε τα παραθυρόφυλλα και μας παίρνει ο ύπνος με τον κρύο αέρα πάνω στις διπλές μας κουβέρτες να σβήνει τα ροχαλητά των συγκατοίκων και τους μυστηριώδεις ήχους που έρχονται από τα στομάχια μας.
Related Posts with Thumbnails