" Σε αυτούς που βάζουν τα στήθη τους μπροστά για όλους μας. Σε αυτούς θα είμαστε πάντα αλληλέγγυοι."
Διασκευή των Electric Litany στο "Νύχτωσε Χωρίς Φεγγάρι" του Απόστολου Καλδάρα, με τους αυθεντικούς, προ-λογοκρισίας στίχους ως κίνηση αλληλεγγύης στον φυλακισμένο αναρχικό Τάσο Θεοφίλου.
Το κομμάτι μπορείτε να το αποκτήσετε χωρίς αντίτιμο, αλλά με ελεύθερη οικονομική συνεισφορά μέσω PayPal: jim-07@windowslive.com.
Όλα τα έσοδα θα διατεθούν για να καλύψουν τα δικαστικά έξοδα της υπόθεσης.
Στο παραδιπλανό κρεβάτι του θαλάμου, γιατί στο διπλανό κοιμάται ένας ετοιμοθάνατος φαρμακοποιός, όπως μπαίνεις αριστερά, είναι ξαπλωμένος ο κύριος Θανάσης. Κάτι σαν ξαφνική άνοια τον χτύπησε μόλις πριν από δυο μέρες και το μυαλό του γύρισε 6 ολόκληρες δεκαετίες προς τα πίσω. Δυο αποδείξεις της εφορίας που έχασε, αυτές για το λάδι, η αιτία. Συγχύστηκε κι ανέβασε πίεση, έτσι πληροφορεί τον καθέναν που έχει λόγο να βρίσκεται σε αυτόν το θάλαμο η κοντόχοντρη γυναίκα του με τα παχιά τοξοτά φρύδια. Το λέει κρατώντας σα να ντρέπεται χαμηλά τον τόνο της φωνής της.
Ο κυρ Θανάσης, κοντούλης μα μικροφτιαγμένος αυτός, ηρεμία δεν έχει. Θέλει να βγει να παίξει έξω στα πεύκα με τα άλλα παιδιά, να φάει το καλαμποκόψωμό του πατώντας τις κάμπιες που σχηματίζουν ατέλειωτες γραμμές κάτω από τα δέντρα - η μια γλύφοντας τα πισινά της άλλης -, να ρίξει μια ματιά πριν κοιμηθεί στα σχολικά διαβάσματα, να πιει το κατσικίσιο γάλα του να μεγαλώσει, να πάει στο στρατό, να δουλέψει στο χωράφι μαζί με τον πατέρα του στην αρχή κι έπειτα βοηθός στο μηχανουργείο της Ελαΐδος, να συνηθίσει πριν λατρέψει τη γεύση του κρασιού, να γνωρίσει την κοντόχοντρη γυναίκα που θα παντρευτεί και να περάσει σαρανταπέντε χρόνια στο πλάι της. Να κάνει κι έναν γιο εντωμεταξύ.
Για να τα προλάβει όλα αυτά όμως πρέπει να σηκωθεί από το κρεβάτι τώρα αμέσως, δεν του πρέπει να χρονοτριβεί. Έτσι, παρ όλη την καλή κι υπάκουη ανατροφή που του δώσαν οι δικοί του, χτυπιέται και μουγκρίζει σαν κακομαθημένο εννιάχρονο παιδί καθώς προσπαθεί να ανακαθίσει στο πολυκαιρισμένο στρώμα. Τα πόδια του - δυο καλάμια που σκίζουν τον αέρα - ψάχνουν ήδη να φορέσουν τις πλαστικές τους παντόφλες.
- Είσαι κακό παιδί, θα σε μαλώσω και θα κλαις μετά, του κάνει η μάνα-γυναίκα του ενώ ταυτόχρονα του σκουπίζει με μια βρεγμένη πετσέτα τα αίματα.
Η βελόνα του ορού έχει σκίσει όσο περισσότερο δέρμα μπορεί από το χέρι του έξαλλου Θανασάκη αλλά αυτός δε μοιάζει να πτοείται. Σε αντίθεση η σύζυγος αγωνιά και πότε τον καλοπιάνει και του χαϊδεύει τα μαλλιά και πότε τον κοπανάει μητρικότατα αλλά δυνατά στα χέρια και τα πόδια. Που και που τον φοβερίζει:
- Άμα δεν κάτσεις καλά Θανάση, τον αγριεύει θα φωνάξω την αστυνομία. Θα ‘ρθει ο αστυνόμος και θα σε πιάσει του λέει. Να!
- Νάτος, ο αστυνόμος ! συνεχίζει και με προτεταμένο το δείκτη του αριστερού της χεριού του δείχνει εμένα. Ο γερασμένος πιτσιρικάς έχει βάλει τώρα όλη τη δύναμη κι όλο το νεύρο του να πεταχτεί από τα σκεπάσματα. Έλα εδώ κυρ Αστυνόμε σε παρακαλώ που δεν μπορώ να τον κάνω καλά. Με κοιτάζει μούσκεμα στον ιδρώτα και καταλαβαίνω πως το εννοεί.
- Τι έχουμε εδώ; λέω πλησιάζοντας με αβέβαιο βήμα κι ακούγομαι σα χωροφύλακας ή σαν ενωμοτάρχης του 50. Φρόνιμος κύριε Θανάση, σε θέλω φρόνιμο, του λέω κι εκείνος πείθεται και ξαναξαπλώνει.
Για τρία ολόκληρα λεπτά.
Οι γκρίζες μέρες είναι μακριοί ήσυχοι δρόμοι μιας έρημης χώρας χωρίς παράδεισο
Στο παραδιπλανό κρεβάτι ο πατέρας μου, σαν εξαϋλωμένη ζωγραφιά του Ελ Γκρέκο, μ’ εκλιπαρεί να αγοράσω τις αγαπημένες του μετοχές ενώ από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα του θαλάμου μπαίνει η φωνή κάποιας Ρουμάνας αποκλειστικής που τραγουδάει το “A casa d’ Irene” .
σημ. ο τίτλος της ανάρτησης είναι ο πρώτος στίχος του "A casa d' Irene"
Διάσημοι ήρωες των
απανταχού μουσικόφιλων και όχι μόνο, πασίγνωστες περσόνες που στοιχειώνουν στο πέρασμα των δεκαετιών, άλλοτε με τις δραματικές και άλλοτε (σπανιότερα) με τις αστείες τους ιστορίες, δισεκατομμύρια εγκεφαλικά κύτταρα από εκείνα που αποκωδικοποιούν τον ήχο.
Ο λόγος για τα πολυτραγουδισμένα ονοματεπώνυμα των πρωταγωνιστών και των πρωταγωνιστριών που δε μπήκαν στη ζωή μας μέσα από σελίδες βιβλίων ή μικρές και μεγάλες οθόνες αλλά γνωριστήκαμε και τους κάναμε δικούς μας ανθρώπους σε δίσκους βινυλίου, σε γεμισμένες τραγούδι το τραγούδι κασέτες και σε ipods.
Από τη μια, χαρακτήρες πραγματικοί, τυχαίοι θα έλεγες άνθρωποι
που έζησαν σε διαφορετικές εποχές και – άθελα τους - κατάφεραν να ξεφύγουν από
τη συλλογική λήθη στην οποία καταλήγουν οι εκπρόσωποι του ανθρώπινου είδους που
φεύγουν δίχως να μεγαλουργήσουν.
Κι από την άλλη πάλι, χαρακτήρες της φαντασίας, γόνιμη σπορά των μουσών στις κεραίες εμπνευσμένων καλλιτεχνών που τους έδωσαν
υπόσταση πριν τους χαρίσουν κι αυτοί με τη σειρά τους είτε στα αυτιά μας είτε στα
χείλη των πιο καλλίφωνων εξ ημών.
Είναι ο Bobby McGee και η Eleanor Rigby. Είναι η Janie Jones και τόσοι άλλοι των οποίων τα ονόματα έγιναν αθάνατα συνθήματα και συναισθήματα, πλεγμένα σε τίτλους και στίχους τραγουδιών.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με τον αξιότιμο κ Spencer ο οποίος καθαυτός φαίνεται να
μην υπήρξε ποτέ. Στη σχεδόν ντοκυμαντερίστικη του στιχουργική o David McWilliams προσωποποιεί στο συναρπαστικό αυτό anthem της δεκαετίας του 60 τις περιπέτειες των κατατρεγμένων από τα βάσανα ανθρώπων, των βουτηγμένων στο φθηνό αλκοόλ, όσων έπαιξαν και έχασαν στο παιγχνίδι της ζωής, όσων ζουν στη σκοτεινή πλευρά μιας αμερικάνικης κωμόπολης, της Ballymena στο
πρόσωπο του ανύπαρκτου κ. PearlySpencer.
Παρόλα αυτά δε λείπει η άποψη των κοντινών στον συνθέτη ανθρώπων που υποστηρίζουν πως ο McWilliams στο τραγούδι αυτό περιγράφει δυο υπαρκτά πρόσωπα. Πως 'φορτώνει' καμουφλαρισμένα στον πρωταγωνιστή του, τους βίους δυο γυναικών που έζησαν με
αντίστοιχο τρόπο τις ζωές τους στη γενέτειρά του.
Όπως και να έχει όμως η αληθινή πηγή έμπνευσης το τραγούδι δεν παύει να είναι ένα ψυχεδελικό κομψοτέχνημα (σε όποια διακευή κι αν το ακούσεις, είτε των Vietnam Veterans, του Marc Almond ή της Caterina Caselli) που χάρισε - ποιος το περίμενε; - την αθανασία στον άμοιρο Pearly Spencer.
Ίσως η πιο διάσημη έστω και μετά θάνατον γυναίκα που δεν
υπήρξε ποτέ. Γέννημα κυρίως του ταλέντου του PaulMcCartneyη μοναχική Eleanorγια την
οποία αρχικά είχε επιλεχθεί το ονοματεπώνυμο Daisy Hawkins. «Ξαναβαφτίστηκε» όμως
κατά τέτοιο τρόπο ώστε το ονοματεπώνυμό της να ακούγεται τυχαίο και φυσικό.
Δανείστηκε,
λέει ο Paul, το επώνυμο από τα καταστήματα «RigbyandEvensLtdWineandSpiritShippers» ενώ με το μικρό της
όνομα τίμησε την ηθοποιό EleanorBron.
Άλλαξε επίσης και το όνομα του
δευτεραγωνιστή του τραγουδιού σε "FatherMackenzie" από το πρωτότυπο "FatherMcCartney" για να μην έχει μπελάδες με τον …πατέρα του.
Αυτή ήταν η επικρατούσα θεωρία για το πασίγνωστο τραγούδι
των Beatles, τουλάχιστον
μέχρι την αποκάλυψη της εύρεσης του τάφου της πραγματικής Ελεονόρας. Γεννημένη
το 1895 η πραγματική Eleanor(Whitfield
το επώνυμό της), σύζυγος του ThomasWoods,
έζησε μια ζωή που δεν απείχε από εκείνη
που περιγράφεται στο τραγούδι, παντρεύτηκε - μεγαλοκοπέλα για την εποχή εκείνη - στα 35 της
τον σιδηροδρομικό Thomas Woods και πέθανε άκληρη σε ηλικία μόλις 44 χρόνων.
Ο
εκ της μητρός παππούς της, JohnRigby,
επέμενε – και εισακούστηκε ως συνηθιζόταν - μετά το θάνατό της να λάβει το Rigbyως
εκείνο το επώνυμο που θα της επέτρεπε να ταφεί στον οικογενειακό τάφο. Έναν τάφο
που βρίσκεται στον αυλόγυρο της εκκλησίας του Αγ. Πέτρου στο Λίβερπουλ, και το
περίεργο είναι πως σε αυτήν την εκκλησία πρωτοσυναντήθηκαν πιτσορικάδες ο JohnLennonμε
τον PaulMcCartney.
3. Van Morrison - Linden Arden Stole the Highlights
Ο περίεργος Ιρλανδικός μύθος που θέλει τον εκπατρισμένο LindenArden, τον άντρα που αγαπούσε
τον πρωινό ήλιο και στις φλέβες του έτρεχε ουίσκι, στοίχειωσε το μυαλό του συντοπίτη
του VanMorrisonσα φάντασμα.
Κι έτσι ο Vanτο 1974 στιχουργεί και προβάλλει τη
συλλογική μνήμη του Ιρλανδικού μεταναστευτικού ρεύματος στις ΗΠΑ στην
ψυχοσύνθεση εκείνου του μυθιστορηματικού χαρακτήρα που τ’ άρεσε να πίνει τα
κέρατά του, να πηγαίνει στην εκκλησία και …να κόβει με το τσεκούρι του τα κεφάλια
όσων έχωναν τη μύτη τους στο παρελθόν του. Όλα αυτά στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο.
Φελλινικός όσο κι αν αυτό φαίνεται περίεργο καθώς πηγή
έμπνευσης σύμφωνα με τον συνθέτη του, τον Kris Kristofferson υπήρξε το LaStrada του Ιταλού σκηνοθέτη ο BobbyMcGee. Ένας χαρακτήρας θεωρητικά ανύπαρκτος (;), ένας ρόλος που
γράφτηκε κατά παραγγελία και ίσως γι αυτό και συγκεντρώνει σε ένα μόνο πρόσωπο καθολικά
την έννοια της λέξης εραστής (ή ερωμένη). Αυτός/η με τον/την οποίο/α μοιράζεται
ζωή, σώμα και ψυχή, αυτός/η που σου κρατά το χέρι, που σε νοιάζεται, που δε θα
θελήσεις ποτέ – μα ποτέ - να χάσεις και κυρίως αυτός/ή που θα ταξιδέψετε
τραγουδώντας παρέα προς την ελευθερία. Ιδίως όταν δεν θα έχετε πια τι άλλο
να χάσετε.
Το δισυπόστατο του φύλου στην παραπάνω παράγραφο δεν
οφείλεται μόνο στο ότι αρχικά ο Bobby
ήταν η Bobby αλλά
κυρίως στο ότι επιλέχτηκε το όνομα αυτό γιατί μπορεί να το φέρει τόσο ένας
άντρας όσο και μια γυναίκα δίνοντας (εμπορικό τρικ αυτό) τη δυνατότητα στο άσμα
να τραγουδιέται από φωνές ανεξαρτήτως του φύλου του/της κατόχου.
Το δε όνοματεπώνυμο ανήκει σε μια γραμματέα
της δισκογραφικής που στέγαζε μουσικά τον Kristofferson, την Bobbi McKee!
5. Tom Waits - Tom Traumbert's Blues (Four
Sheets To The Wind In Copenhagen)
Ποιος ήταν αλήθεια ο TomTraubert; Κάποιος φίλος, φίλου, φίλου του TomWaits (λένε οι θρύλοι που
διαχέονται μεταξύ των μουσικόφιλων), που πέθανε στη φυλακή. Κάποιος φίλος,
φίλου, φίλου που ξόδεψε όλη την προηγούμενη, πληγιασμένη ζωή του περιφερόμενος
στις φτωχογειτονιές των άρρωστων και των απόκληρων. Σε δρόμους που τριγύρισε και ο ίδιος ο Waitsμεθώντας
και ξερνώντας για να γνωρίσει από πρώτο χέρι τις αντανακλάσεις του κ. Traubertπριν
γράψει τους κινηματογραφικά συναρπαστικούς στίχους του υπέροχου και εμβληματικού αυτού
τραγουδιού.
Κι αν θέλουμε να εξετάσουμε την καταγωγή του Tom Traubert,
θα εικάσουμε πως είναι μάλλον Αυστραλός μιας και το ρεφραίν του τραγουδιού στηρίζεται στον
ανεπίσημο εθνικό ύμνο της χώρας των καγκουρό το Waltzing Matilda.
Πάμε στην περίπτωση της LucyJordan τώρα. Μιας γυναίακας που θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε από τις χιλιάδες νοικοκυρές
που μέχρι την ημέρα που ανέβηκε στη στέγη του σπιτιού της σπέρνοντας φωνές και
κατάρες στους περαστικούς δεν διέφερε σε τίποτε από οποιαδήποτε άλλη μεσοαστή:
Ο σύζυγος στη δουλειά, τα παιδιά στο σχολείο, η τηλεόραση, τα λουλούδια στο
βάζο, το φαγητό στο φούρνο και όλα τα νεανικά της όνειρα ματαιωμένα.
Λίγο πριν όλα αρχίζουν να στροβιλλίζονται και χαθούν σε ένα
πορτοκαλί fadeout
στο κρεβάτι του τοπικού ψυχιατρείου, η Lucy απολαμβάνει – δεμένη στην καρότσα του ασθενοφόρου - την
κούρσα που πάντα ονειρευόταν στους δρόμους …του Παρισιού.
Κατά την προσωπική μου άποψη δεν είναι απίθανο ο Shel
Silverstein, ο συνθέτης του τραγουδιού να εμπνεύστηκε από τα παρεμφερούς
θεματολογίας «Ημερολόγια της Ήντιθ» της Πατρίσια Highsmith πριν το παραδώσει στην μία και
μοναδική Marianne που
κυριολεκτικά ενσάρκωσε τη Lucy.
Τυπική περίπτωση πετυχημένου από τα γεννοφάσκια του τύπου ο David
Watts. Γοητευτικός, αθλητικός, με ηγετικά προσόντα και «κάτοχος» μιας άνετης,
ανέμελης και ευχάριστης ζωής. Και προπάντων υπαρκτός. Όλα όσα συνετέλεσαν και
δικαιολόγησαν δηλαδή την εκδήλωση κατάφορης ζήλειας προς το πρόσωπό του που
ένιωσε το ασχημομούρικο εργατόπαιδο του διπλανού θρανίου, ο συμμαθητής του (ο
μεγάλος και τρανός κατ’ εμέ) RayDavis.
Μια ζήλια που οι πηγές της ενίοτε
αναζητούνται και σε έναν υποβόσκοντα ερωτισμό. Γεγονός που δεν το λεν οι ‘κακές
γλώσσες’ μόνο αφού ο κ. DavidWatts
συχνά εξεδήλωνε ένα κάποιο ρομαντικό ενδιαφέρον προς τον αδελφό (και έτερο
μέλος των Kinks), τον
δηλωμένα αμφισεξουαλικό Dave.
Πάμε τώρα στον καλό άνθρωπο, τον AlbertBrown τον ήρωα των Dukes Of
Stratosphear που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από κάποιο τραγούδι των Kinks τόσο ο ίδιος όσο και η
μουσική που πλαισιώνει την ωδή σε αυτόν.
Ο μεθυσμένος κ. Albert
με το κοινότατο επώνυμο που κάποτε πολέμησε στον πόλεμο, εκεί που
χρειάστηκε να σκοτώσει κι αυτός μερικούς ανθρώπους, τώρα κερνάει, πεσμένος στα
πατώματα, άλλη μια γύρα τους θαμώνες του μπαρ. Ο καλός κ. Albert είναι η ενσάρκωση ενός – δύσκολα θα τον
έλεγες αξιοπρεπή – ξεπεσμού με το αλκοόλ να είναι τόπος εξορίας του συνταξιούχου,
που κρύβουμε (σχεδόν) όλοι μέσα μας, ηλικιακά, εργασιακά ή πνευματικά.
Εμπνευσμένος σύμφωνα με τους συνθέτες του από ένα διήγημα
του Φραντς Κάφκα (In The Penal Colony), ο με τον τρόπο του ψυχεδελικός αυτός χαρακτήρας όμως είναι κατά
το ήμισυ μόνο φανταστικός. Με το όνομα Albert Brown υπήρχε ένας Αμερικανός βετεράνος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (1905 –2011) ο οποίος μάλιστα ήταν
από τους τελευταίους εναπομείναντες επιζώντες της διαβόητης πορείας θανάτουτου Bataan που υπέβαλε ο αυτοκρατορικός
στρατός της Ιαπωνίας δεκάδες χιλιάδες αιχμαλώτους.
Ίσως επίση ο τίτλος να είναι μια παράφραση της βασισμένης
στους χαρακτήρες του Peanuts του κομίστα Charles
M. Schulz, «You're a Good Man, Charlie Brown» του 1967 .
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και στην κατηγορία των υπαρκτών προσώπων ανήκει ο ψυχεδελικός σουρεαλιστικός και μυστηριώδης κ. ArnoldLayne.
Ο διαβόητος κατά Floydκ Layne που έκανε την αγάπη του για cross-dressingχόμπι, κλέβοντας για ίδια χρήση
σουτιέν και γυναικεία εσώρουχα από τις απλωμένες μπουγάδες των γειτονισσών του
(των μανάδων του SydBarrettκαι του RogerWaters
συμπεριλαμβανομένων - .
Τουλάχιστον στη διαδραματιζόμενη μέσα στο τραγούδι υπόθεση ο Arnold την πατάει και συλλαμβάνεται, στην πραγματικότητα κανείς δε γνωρίζει την τύχη του όμως.
Όλα αυτά στα πέριξ
της ευρύτερης περιοχής του Cambridge,
10. The Allman Brothers Band - In Memory of Elizabeth Reed
Υπαρκτό πρόσωπο. Χειραφετημένη και σπουδαγμένη καλλονή, αγρότισσα, σύζυγος του ομοσπονδιακού λοχαγού BriggsNapier και μητέρα 12 παιδιών ηElisabethReed.
Με το σύζυγό της, τον πρώην ομοσπονδιακό λοχαγό Briggs Napier λειτούργησαν μάλιστα μια pub στις αρχές του 1900. Σύμφωνα με τα αρχεία των ΗΠΑ, γεννήθηκε τον 19ο αιώνα (1845) και πεθαίνοντας πλήρης ημερών το 1935, τάφηκε στο νεκροταφείο του Rose Hill. Εκεί που μαζεύονταν οι AllmanBrothersκαι εκμεταλλευόμενοι την απόλυτη ησυχία του εμπνέονταν και συνέθεταν τις μουσικές τους.
Ο κιθαρίστας της μπάντας DickeyBettsεπέλεξε τυχαία το όνομα της Elisabeth Reed από τα εκατοντάδες μνήματα για να τιτλοφορήσει την επτάλεπτη αυτή ορχηστρική του σύνθεση μη θέλοντας να αποκαλύψει το όνομα του ανθρώπου που πραγματικά τιμούσε συνθέτοντάς το.
Για την ιστορία, όχι μακριά από τον τάφο της Elisabeth Reed, βρίσκονται πλέον θαμμένοι οι Berry
Εδώ, ο JohnJoe, ο ήρωας του τραγουδιού των Dexysυπήρξε πραγματικά. Μόνο που ήταν κορίτσι και πιθανότατα να ήταν μόνο λόγω ποιητικής αδείας που ο αμφισεξουαλικός KevinRowlandτου άλλαξε το φύλο.
Η Johanna λοιπόν, την οποία συνάντησε κάποτε στη Σουηδία – άγνωστο αν είναι Σουηδή - έπειτα από μια σύντομη μόλις γνωριμία πήρε το θάρρος και του έστειλε ένα μήνυμα ρωτώντας τον ένα απλό ερώτημα: «Πιστεύεις στην αγάπη;»
Όντως πιστεύω στην αγάπη, της απάντησε, παρότι δεν ξέρω τίποτα για αυτή. Ξέρω μόνο πως είναι να εξαρτάσαι από τους ανθρώπους. Την αμέσως επόμενη στιγμή το ίδιο αυτό το απαντητικό του γράμμα το μελοποίησε και το έβαλε στο δίσκο με τον οποίο επέστρεψαν στη δισκογραφία πολλά χρόνια μετά το τελευταίο τους πόνημα οι αγαπημένοι μου Dexys.
Εδώ μπορείς να ακούσεις την πρώτη version του τραγουδιού. το εξίσου συγκινητικό "It's ok Johanna".
12. Συνθετικοί – Σταύρος Κοσμά Πέτρης
Ο καταραμένος αυτόχειρας, ο ξαναβαφτισμένος για ευνόητους λόγους Σταύρος Πέτρης του Κοσμά, και η παλιά και τραγική του ιστορία έρχεται να συμπληρώσει τέλος τούτη τη
λίστα. O νησιώτης που ήθελε να τον λένε 'Άνεμο' έζησε 103 χρόνια πριν εξουθενωμένος από τα οσα κακά του συνέβαιναν.
Το μόνο παραπάνω στοιχείο που κατάφερα να σταχυολογήσω μέσα από τα απέραντα χάη
του διαδικτύου είναι πως το "Σταύρος Κοσμά Πετρής” βγήκε απο μία
πραγματική συζήτηση που είχαν κάποιοι ηλικιωμένοι θαμώνες σε ένα καφενείο στην Δραπετσώνα και στο οποίο έτυχε να βρίσκεται λαθρακουστής ο Αποστόλης Λοβέρδος, ο στιχουργός του συγκεκριμένου τραγουδιου,ο οποίος και την κοινώνησε προς τα έξω.
Ρώτησα για περισσότερες πληροφορίες για το 'Σταύρο Πέτρη του Κοσμά', τον έτερο Συνθετικό, τον Διονύση Αυγερινό και αυτός μου επιβεβαίωσε την ιστορία. Παραθέτω την απάντησή του:
" Το ονομα Σταυρος (του) Κοσμα Πετρης ειναι συμβολικο. Ειναι μια ιστορια που ειχαμε ακουσει σε ενα καφενειο στην Δραπετσωνα και αναφεροταν σε εναν πολυ ευαισθητο και απροσαρμοστο ανθρωπο σε ολες τις κοινωνικες προσταγες. Σαν φυση ηταν πολυ ελευθερος και πολυ ανατρεπτικος. Το αποτελεσμα ηταν να απομονωθει απ ολους και ολα και καποια στιγμη δεν αντεξε και αυτοκτονησε με μαχαιρι. Ολα αυτα συνεβησαν 80 χρονια πριν τοτε που ακουσαμε την ιστορια του. ηταν το 1992"
Πλέον έχω δυστυχώς τη σιγουριά πως ο 'Σταύρος' και η τραγική του ιστορία είναι αμφότερα αληθινά μέχρι το κόκκαλο.
#
Ποιούς μπορεί να έχω ξεχάσει; Κάθε υπενθύμιση κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτη!
υγ. Η λίστα αρχικά ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη, αποφάσισα όμως να αφήσω εκτός όλες εκείνες τις καταγραφές που αφορούσαν πρόσωπα τα οποία μπορεί εγώ να μην γνώριζα (όπως αποδείχτηκε) μεν, παρόλο που υπήρξαν ιστορικά και κάποια πό αυτά διάσημα (ακτιβιστές, καλλιτέχνες. δολοφόνοι, παρουσιαστές κλπ), δε.
Σου είπαν «Βγάλε τα γυαλιά» και σε χαστούκισαν, γιατί ζήλευαν την εφηβεία σου
Μας πήραν τα παιχνίδια μας και τα κατέστρεψαν, γιατί φοβούνταν τα όνειρα μας...
Μας μίσησαν, γιατί μυρίζαμε αγάπη... Μας φόρεσαν το στέμμα τελικά οι εραστές του απόλυτου τίποτα.
Με δίκασαν, γιατί έβλεπα, ενώ αυτοί ήταν τυφλοί Με μία κάμερα στο σπίτι σου σε διέσυραν, γιατί ζήλευαν τους έρωτες σου
Μας έδειξαν τα όπλα τους και μας απείλησαν, γιατί τους τρόμαζε η σιωπή μας...
Μας σταύρωσαν, γιατί μιλούσαμε για ειρήνη Μας έκαναν θεούς τους τελικά οι εραστές του απόλυτου τίποτα.
Έτσι οργανωμένες τριγυρνούσαν οι παραπάνω λέξεις μεταξύ του δεξιού μου εγκεφαλικού λοβού και των χειλιών μου μέχρι και τις τελευταίες στιγμές που νόμιζα (ή καλύτερα ήλπιζα) πως θα τα καταφέρναμε - 11 παρά τέταρτο, δυο μέρες πριν -.
Τις Κυριακές στα παζάρια της Ιεράς Οδού δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν τεράστια ηχοσυστήματα – απ΄αυτά με τα πολλά λεντάκια - συνδεδεμένα σε γεννήτριες ή ξηλωμένες μπαταρίες αυτοκινήτων και παίζουν μουσική. Το σκυλάδικο πάει σύννεφο. Στη διαπασών ώστε να αντηχούν ακόμη και 80 μέτρα μακρύτερα καθώς απομακρύνεσαι από αυτά.
Ήταν πριν μερικές εβδομάδες που παραδόξως η μουσική δε με ενοχλούσε αλλά αντιθέτως με έπιασα να σταματάω τη δική μου μουρμούρα και να σιγοτραγουδάω κι εγώ. Κάποιος – ο Θεός να τον έχει καλά – είχε βάλει το ‘Βρέχει στη φτωχογειτονιά’ και η δωρική φωνή του Μπιθικώτση σκέπαζε τα πάντα. Εκείνη η στιγμή νομίζω ήταν το ερέθισμα και η αφορμή για αυτήν την ανάρτηση.
Ζηλεύοντας προς στιγμήν κάθε λέξη την οποία θα έγραφε (ή μάλλον θα ένιωθε) κάποιος βυθισμένος στη λαική μουσική επιχειρώ τη δική μου λαϊκή αγορά.
Μια λίστα δηλαδή με λαϊκά τραγούδια που με το δικό του τρόπο το καθένα με εκφράζει και που τα περισσότερα τα ευχαριστιέμαι συχνά πυκνά, συνήθως όμως όταν είμαι μόνος μου. Κι αυτό είτε γιατί έτσι δε ντρέπομαι τις ενίοτε βουρκωμένες παραφωνίες μου, είτε γιατί οι 9 (για να μη σου πω οι 10) στους 10 φίλους μου δεν αντέχουν τα περισσότερα από όσα βρίσκονται σ’ αυτήν, (Κατά μία – ατεκμηρίωτη επιστημονικά - θεωρία μου, νομίζω ότι τους αρέσουν πάρα πολύ περισσότερο απ’ ότι δείχνουν αλλά ντρέπονται να το παραδεχτούν). Ίσως φταίω κι εγώ που βαριέμαι απίστευτα να κοντράρω λεκτικά την κατακραυγή τους που καιροφυλακτεί κάθε που ακούγονται αυτά από τα ηχεία μου.
Τραγούδια που με συγκινούν – κάποιες φορές αβάσταχτα – με στίχους που είτε τους χαρίζω τα καλύτερά μου ντεσιμπέλ στο αστικό μου ισόγειο είτε τους σιγομουρμουράω περπατώντας χιλιόμετρα μόνος, πότε-πότε και από κάποια θέση συνοδηγού με το χέρι να κρατάει το ίσο χτυπώντας ρυθμικά το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου.
Δε νομίζω ότι υπάρχει καλύτερη στιγμή για να τη "βγάλω" από πάνω μου αυτή τη λίστα από μια Κυριακή απόγευμα.
Για κάποιον …αδιευκρίνιστο λόγο με αυτό το τραγούδι με νανούριζαν όταν ήμουν μικρός μάνα και θειάδες οπότε όπως και να το δεις το άσμα το έχω στο DNA μου. Είναι επίσης σίγουρο πως ποτέ δεν μου τραγουδούσαν την τελευταία στροφή, εκεί που ο κυρ Αντώνης …απλά δεν ξύπνησε. Συγκινούμαι τα μέγιστα πάντα από τη στιγμή που το άκουσα ολόκληρο και κατάλαβα το νόημα του ριζικού του πρωταγωνιστη.
Κι αν κάποτε προσπαθούσα να αποκρυπτογραφήσω έναν προς έναν τους σχεδόν Ομηρικά κωδικοποιημένους στίχους του Άλκη Αλκαίου σήμερα μου φτάνει που βαθειά μέσα μου τους καταλαβαίνω χωρίς ίσως να μπορέσω ποτέ να τους εξηγήσω σε κάποιον που πιθανόν θα μου ζητούσε την ερμηνεία τους. Το μόνο που θα έλεγα είναι «Άκουσέ το» αφού είναι – και ως σύνθεση μα και στιχουργικά - ένα από τα ομορφότερα τραγούδια που έχω ακούσει ποτέ. Και είναι και η φωνή του Μητσιά – η μόνη που ανέκαθεν έστρεφε δέκα συναισθηματικά κλικ την ψυχολογία μου – που με παρασύρει ολόκληρο μέσα στην επική δραματουργία του τραγουδιού.
Ακούγεται μυθικά υπαρξιακό και ταυτόχρονα βαθιά ερωτικό αυτό το τραγούδι στα αυτιά μου. Και παραληρηματικά ζηλόφθονο, αφού η αρά (κατάρα) του έρωτα – ή μήπως στον έρωτα - είναι η πιο στέρεη βάση των στίχων ενός λαϊκού τραγουδιού. Η φωνή του Καζαντζίδη, η μάλλον εξορισμένη από τα σπιτικά ηχεία κατά την πρώτη δεκαετία της ζωής μου με έφτασε με το τραγούδι αυτό (και μερικά ακόμη) λίγο πριν από τα μισά της εφηβείας μου και δε χρειάστηκε η υπέροχα δαιμονισμένη εκτέλεση του Πουλικάκου και ο Δράκουλας των Εξαρχείων (το οποίο είδα αργότερα) για να το λατρέψω.
(Ακόμη κι αν ακούγεται κλισέ) από τα αρχετυπικά τραγούδια της ζωής μου ως ακροατής μουσικής το σωτήρια πένθιμο Ζεϊμπέκικο. Και μάλιστα πολύ πέρα από την αγάπη μου για το Σαββόπουλο ή την αρέσκειά μου στην επιμειξία των ειδών και την πασίγνωστη ιστορία της ηχογράφησης του. Είναι από εκείνα τα τραγούδια που - παρότι πολυακουσμένο - άπαξ και ξεκινήσουν οι πρώτες του νότες (ιδιαίτερα στην κοινή με τη Μπέλλου εκτέλεση από το ‘Δέκα χρόνια κομμάτια’), βρίσκεις εύκολα το λόγο να αναβάλλεις τα πάντα, ίσως ακόμη και το θάνατό σου, για να το ακούσεις μια φορά ακόμα.
Γυμνάσιο το πρωτοάκουσα και το πρωτοτραγούδησα. Σε ποδαρόδρομους, σε στάσεις λεωφορείων και εθνικές οδούς, να το έχω συντροφιά ανάμεσα στα δόντια μου ουκ ολίγα πρωινά - παγωμένα ή καυτά δεν έχει σημασία – και τους στίχους γραμμένους σε ένα χαρτί στην κωλότσεπη μην τυχόν και τους ξεχάσω. Στα διόδια με το χέρι τεντωμένο μερικά χρόνια αργότερα, η παλάμη γροθιά κι ο αντίχειρας όρθιος, κι εγώ να έχω τη χαρά να συγχαρώ το συνθέτη του προσωπικά καθώς συνταξιδεύαμε για Αθήνα.
Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό
στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο
κι εγώ σε ζητάω σαν πρωινό τσιγάρο
και σαν καφέ πικρό και σαν καφέ πικρό
Άδειοι οι δρόμοι δε φάνηκε ψυχή
και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη Δύση
και γω σε γυρεύω σαν μοιραία λύση
και σαν Ανατολή και σαν Ανατολή
Θεοδωράκης/Ελευθερίου Στο βάθος του μάλλον αστικού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσε η αφεντιά μου, η μουσική συγκίνηση δε βρισκόταν εύκολα στον ήχο του μπουζουκιού. Παρόλα αυτά κάμποσες ήταν οι εξαιρέσεις κι οι περισσότερες μάλλον οφείλονταν στην αγάπη προς συγκεκριμένους συνθέτες παρά στον ήχο. Θεοδωράκης λοιπόν εντός.
Ανατριχιαστική η πρώτη εκτέλεση της Μαρίας Δημητριάδη αλλά εκείνη του Μητσιά έχει για κάποιον όχι ανεξήγητο λόγο υπάρξει αιτία κι αφορμή ενεργοποίησης των δακρυϊκών μου αδένων. Και νομίζω πως εξακολουθεί να έχει την ίδια δυναμική πάνω μου.
Αυτή η νύχτα μένει – Δήμητρα Παπίου
συνθέτης/Σταμάτης Κραουνάκης
στιχουργός/ Σταμάτης Κραουνάκης
δίσκος/ 'ost-Αυτή η νύχτα μένει', 2000
Αριστούργημα κατά την ταπεινή μου επί του θέματος άποψη. Συγκινησιακά φορτισμένη η γνωριμία μαζί του, στα σκοτάδια κινηματογραφικής αίθουσας, soundtrack της ομώνυμης ταινίας. Από τις ομορφότερες καταγραφές της απογοήτευσης, της εγκατάλειψης και του έρωτα. Μόνο και μόνο γι αυτό το τραγούδι δεν εξοβελίζω τον Κραουνάκη στα τάρταρα του σύμπαντος της προσωπικής μου αισθητικής, αντιθέτως ακούω προσμένοντας τις δουλειές του. Την δε Παπίου την έχω δει live, αρχές 90 σε επαρχιακό κέντρο της εθνικής οδού Αθηνών-Πατρών και δεν είχα περάσει άσχημα.
Πέλαγο να ζήσω δε θα βρω
σε ψυχή ψαριού κορμί γατίσιο
κάθε βράδυ βγαίνω να πνιγώ
πότε άστρα πότε άκρη της αβύσσου
κάτι κυνηγώ σαν τον ναυαγό
τα χρόνια μου σεντόνια μου τσιγάρα να τα σβήσω
Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας - Μάνος Λοΐζος
συνθέτης/ Μάνος Λοΐζος στιχουργός/
δίσκος/ 'ost- Ευδοκία', 1971
Αριστουργηματικό το ορχηστρικό θέμα του Λοΐζου, το οποίο - δυστυχώς μα δικαίως – βρίσκεται συνυποψήφιο με μερικά άλλα τραγούδια για τον τίτλο του ‘Should I Stay or should I go’ της ελληνικής μουσικής. Που σημαίνει πως ενώ προσυπογράφω πως το έχω βαρεθεί - όπως οποιοσδήποτε εχέφρων που το έχει ακούσει (κι ενίοτε χορέψει) όλες εκείνες τις χιλιάδες φορές (κάμποσες εκ των οποίων άσκοπες) που κάποιο μπουζούκι ή μπαγλαμάς τυχαίνει να βρίσκεται σε ακτίνα 40-50 μέτρων από αυτόν – παρόλα αυτά αγαλλιάζω ακούγοντάς το. Τουλάχιστον στην πρωτότυπη εκτέλεσή του.
Δε λες κουβέντα – Σωτηρία Μπέλλου
συνθέτης/ Δήμος Μούτσης στιχουργός/ Κώστας Τριπολίτης
δίσκος/ 'Το φράγμα',1981
Απλά πράγματα εδώ: ‘κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα’ κι αυτό είναι ένα δικό μου συμβόλαιο: ένας απόλυτος προσωπικός κώδικας επιβίωσης. Ταυτόχρονα το ‘Φράγμα’ είναι ένα από τα καλύτερα – ίσως γιατί είναι και από τα πιο πολυακουσμένα – ελληνικά άλμπουμ της δισκοθήκης μου που δύσκολα θα χαρακτήριζα λαϊκό παρότι κατά το ήμισυ είναι. Στην περίπτωση του Μούτση δυσκολεύτηκα λίγο στην επιλογή καθώς ο ‘Άγιος Φεβρουάριος’ είναι έτερος πολυαγαπημένος του δίσκος από τη μέρα της πρώτης κυκλοφορίας του κι αυτός.
Από εκείνα τα τραγούδια που εγώ θεωρώ απόλυτα λαϊκά και δίχως ίχνος (της κακής εννοούμενης) εντεχνίλας. Η εναρμονισμένη στον ήχο αμεσότητα του παράπονου και της παράκλησης στα λόγια του τραγουδιού, αυτή που ξεπερνάει τον όποιο στομφώδη ποιητικοφανή στίχο με ταράζει συναισθηματικά όποτε το ακούω. Ακόμα και σήμερα η λούμπεν ενορχήστρωση με το αρμονιάκι ακούγεται χάρμα στα αυτιά μου.
Φίλια σύσταση το χρέωσε προ λίγων μόλις ετών ως την πλέον πρόσφατη είσοδο στη λίστα. Ένα τραγούδι που μέχρι πρότινος αγνοούσα.. Ίσως τον καιρό που μας έτρεχαν οι γονείς στις συναυλίες του συνθέτη (φαν της Μοσχολιού και φίλος του Σπανού η μάνα και ο πατέρας αντίστοιχα) να μην είχε ακόμα κυκλοφορήσει. Πάντως αδυνατώ να πιστέψω πως το ‘χα ακούσει ως ενήλικας και απλά το είχα προσπεράσει. Οι στίχοι με τον τρόπο του Μάνου Ελευθερίου συγκινητικότατοι. Από τότε που το έμαθα (και πήρα και το δίσκο), προσέχω ότι παίζεται συχνά στα ραδιόφωνα και το απολαμβάνω.
Το «Μην κλαις» στο βάθος του υποσυνείδητού μου υπήρχε παιδιόθεν, ηχητικό απόκομμα από το κρατικό ραδιόφωνο που ξαναβγήκε στην επιφάνεια λόγω καταστάσεων τον καιρό που έφτανε στα μέσα της η τρίτη δεκαετία της ζωής μου. Θυμάμαι να το τραγουδάμε με έναν καλό φίλο πιωμένοι κάποιο βράδυ, θυμάμαι ακόμα να αγοράζω το δίσκο μια Κυριακή και να γυρίζω σπίτι με τη χαρά εκείνου που μόλις έχει αποκτήσει κάτι σπουδαίο.
δίσκος/ 'Πολιτεία Α' & 'ost-Συνοικία το όνειρο',1961
Οικογενειακό σάουντρακ από τις αρχές της μνήμης μου. Αν και η πρώτη εγγραφή στο μυαλό μου είναι του Μπιθικώτση, η ακρόαση της εκτέλεσης της Φαραντούρη (της εθνικής τραγουδίστριας της οικογένειας) ήταν σχεδόν στην ημερήσια διάταξη. Το πράσινο αναδιπλούμενο τραπέζι της κουζίνας με το ραδιοκασετόφωνο πάνω του να αγκομαχάει με τις 120αρες Basf κασέτες που μας έγραφε ο θείος Α. Συνοικία το όνειρο. Μαμά τι πάει να πει ‘Ντουνιάς’;
Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου
Κάθε σπίτι στην Ελλάδα – τουλάχιστον μέχρι την προ-προηγούμενη δεκαετία εχει ένα δίσκο Νταλάρα. Ε, στο δικό μας υπήρχαν τα ‘Ψηλά τα παραθύρια’ σε μουσική Κουγιουμτζή. Σε κασέτα. Σε δίσκο αποκτήθηκε κληρονομικά αργότερα μαζί με κάνα δυο άλλους. Οι στίχοι του ‘Όλα καλά’ με συγκινούν από πιτσιρικάς. Τον καιρό όμως που απολύθηκα από τη δουλειά μου κατάλαβα πραγματικά το νόημα τους.
Έχω ψυχή δεν έχω βράχο
πάλι με άφησες μονάχο
και μια σημαία σ’ ένα μπαλκόνι
αλλάζει χρώματα και με σκοτώνει
Θα κλείσω τα μάτια – Γρ. Μπιθικώτσης, Χαρούλα Λαμπράκη
συνθέτης/ Άκης Πάνου στιχουργός/ Άκης Πάνου
δίσκος/ '45',1967
Κυριακή μεσημέρι, δεκαετία 70, τα τζάμια αχνισμένα από το φαγητό που σιγοβράζει στο φούρνο και το γνωστό ραδιοκασετόφωνο σε μεγάλη φόρμα λίγο πριν αρχίσει να μεταδίδει ζωντανά ποδόσφαιρο και αποτελέσματα του ΟΠΑΠ. Κι εγώ να μην έχω δικό μου δωμάτιο και να διαβάζω τα μαθήματα του δημοτικού από εδώ κι από κει. Κάποια τραγούδια για αυτές ακριβώς τις παραπάνω εικόνες τα μίσησα. Κάποια άλλα, ακριβώς το αντίθετο μολονότι ακόμη με κατακλύζουν γλυκιά αίσθηση της μιζέριας. Είναι ίσως που ασχολήθηκα μεγαλύτερος ξανά μαζί τους.
All time classic της οικογενείας. Το πρώτο της δεύτερης πλευράς στην κασετοσυλλογή με τα αγαπημένα τραγούδια της Μαρινέλλας της μάνας μου. Όχι ότι δε θα εκτιμούσα τούτο το ερωτικό μοιρολόι το ίδιο ή και περισσότερο άμα το μάθαινα μεγάλος. Κλασσικός Πλέσσας, ολίγον κινηματογραφικός όπως ταιριάζει άλλωστε στο δράμα των στίχων, με άλλην ενορχήστρωση θα μπορούσε να είναι ένα από τα υπέροχα σπαραξικάρδια garage τραγούδια του '60, σαν εκείνα τα μικροδιαμαντάκια που φιλοξενούνται στις συλλογες pebbles. Με αυτή τη σκέψη αγόρασα το δίσκο. Και η Diamanda Galas έχει την ίδια γνώμη.
Άκου βρε φίλε - Στράτος Διονυσίου
συνθέτης/ Τάκης Σούκας
στιχουργός/ Κώστας Κοφινιώτης
δίσκος/ 'Θυμήσου', 1982
Στη φωνή του Στράτου δε μυήθηκα ποτέ παρότι έγιναν συντονισμένες κι εντονότατες προσπάθειες από έτερους αγαπημένους θείους που τον είχαν για Θεό. Παρόλα αυτά – έτσι χωρίς πολλά λόγια κι επεξηγήσεις – το συγκεκριμένο τραγούδι μου έχει καρφωθεί.
Μάτια που κλαίνε μην τα πιστεύεις
είναι επικίνδυνα να τ’ αγαπάς
Θα σε γελάσουνε αν τα λατρεύεις
θα σε πληγώσουν και θα πονάς
Τρελό γλεντζέ με αυτά τα τραγούδια δε με λες ακριβώς, αλλά ετούτο το τραγούδι κάτι μου έκανε εξαρχής. Ίσως να τα έχω χορέψει κιόλας με πυρπολημένα οινοπνεύματα να με ακολουθούν στα πατώματα σε κάποιο ξέμπαρκο πάρτυ απ' αυτά που πηγαίνεις από υποχρέωση κι όχι γιατί το θελεις πραγματικά αλλά από κάποια στιγμή και μετά μιλάει μόνο το ουίσκι. Και λέει ότι περνάς καλά.
Μεγάλη μου συμπάθεια ο Πασχάλης (Τερζής) ως άνθρωπος. Και μεγάλη αγάπη τουλάχιστον το ρεφρέν του λαϊκο-ποπ (sic) Παλιόκαιρου, το οποίο μου ανεβαίνει στα χείλια μερικές φορές περπατώντας. Και αποτελεί μια από τις σπάνιες περιπτώσεις του μουσικού είδους που δεν αλλάζω αλαφιασμένος σταθμό ότα το παίζουν τα ραδιόφωνα. Η καλύτερη ακρόασή του δε, για εμένα, είναι εν κινήσει σε οποιαδήποτε εθνική οδό ή επαρχιακό δρόμο όταν τοπικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί το εντάσσουν υποχρεωτικά στο πρόγραμμα τους ανάμεσα στις αλλόκοτες διαφημίσεις τους. Τότε είναι που εγώ κρεμάω το χέρι έξω από το παράθυρο, στυλώνω τα μάτια αφιερωματικά στο άπειρο και τραγουδάω με όλη μου την ψυχή από μέσα μου.
Και επειδή όλοι έχουμε αδύνατες στιγμές (ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω) πάμε ένα ακόμα της ντροπής:
Στα 'δωσα όλα – Δέσποινα Βανδή
συνθέτης/ Φοίβος
στιχουργός/ Φοίβος
δίσκος/ 'Προφητείες', 1999
Εντάξει, αυτό παίζει να το πεις και λίγο ύβρη μόνο και μόνο που υπάρχει στη λίστα αλλά στην τελική δεν απολογούμαι. Το έχω ακούσει στο repeat δεκάδες φορές σε περίοδο χωρισμού (και μετά, όταν συνήθιζα την ξεφτίλα των πατωμάτων έβαζα Radiohead). Αυτά συνέβησαν όμως προ 12ετίας.
υγ. Κανονικά θα ήθελα να τα γράψω με αντίστροφη σειρά ώστε να ανεβαίνει η αγωνία μέχρι το νούμερο ένα αλλά επ΄ουδενί δεν ήθελα μια ανάρτηση να ξεκινάει με αυτό που είδες και άκουσες ίσως στο τέλος της λίστας.
Υπήρξε, πρόσφατα, μια Παρασκευή που έριξε χαλάζι, και που το
μεσημέρι της με βρήκε να βγάζω τα μουσκεμένα μου ρούχα και να κυλιέμαι με την
απόλαυση που σου δίνει η εξουθένωση στον καναπέ. Με το ανοιχτό ραδιόφωνο να παίζει
‘τραγούδια αγάπης και μίσους’ σε εκείνη την ένταση που ακούει μόνο το
υποσυνείδητο, ρίχνω μια κουβέρτα Ναούσης πάνω μου, να μην ξεπαγιάσω από την
απογευματινή υγρασία που κερδίζει κατά κράτος τη μάχη των εντός της οικίας μου
καιρικών φαινομένων, και σ’ ένα λεπτό ξανανοίγω τα μάτια μέσα σε κάποιο όνειρο.
Με καμία βεβαιότητα δε μπορώ να πω τι όνειρα έβλεπα αλλά θυμάμαι τον
απόλυτο τρόπο με τον οποίο τίναξαν τη γλυφή μυρωδιά του ύπνου από πάνω μου τα παρακάτω λόγια
Ακόμα δεν ετοιμαστήκατε; φωνάζω, Τι; Ο Μ. κοιμάται ακόμα; Άντε ρε παιδιά… Μήπως να είχα ξεκινήσει μόνος μου; Ναι, τα φρούτα τα έχω εγώ στην τσάντα μου. Και τα νερά. Καλά τώρα σου ήρθε να πας τουαλέτα; Κι εσύ, μήπως να έβαζες αντηλιακό στην παραλία; Τι λέτε; Θα ξεκινήσουμε καμιά ώρα; Όχι ρε γαμώτο, που να ξέρω που είναι το καπέλο σου; Σαββατοκύριακο είναι, θα γίνεται κόλαση! Οι άλλοι περιμένουν στο αμάξι κι εσύ ακόμα δεν έφαγες το πρωινό σου; Ω,χου!
Η πρωινή δικτατορική μου διάθεση δεν είναι επειδή κάποιοι με κυνηγούσαν να με σκοτώσουν στον ύπνο μου προκειμένου να μου αποσπάσουν κάποιους σπάνιους μα παράνομα αποκτημένους – λέει - δίσκους οι οποίοι είχαν – ένας Θεός ξέρει πως - φτάσει στα χέρια μου.
Η πρωινή μου μουρμούρα, η οποία το αναγνωρίζω πως σπάει νεύρα στην καλύτερη, οφείλεται στην πρεμούρα να προλάβω τα όποια σκιερά μέρη της παραλίας, να κρύβομαι όση ώρα δεν κολυμπάω από τον ήλιο, να διαβάζω τα βιβλία μου πίνοντας κρύο τσάι του βουνού, να τρώω τους γιαρμάδες μου, να απολαμβάνω κοινωνιολογικά την ανθρωπογεωγραφία αμμουδιάς τε και θαλάσσης και να τραβάω που και που καμιά φωτογραφία*, να εξορμώ ατσουρούφλιστος - κατά βούληση και όχι απ ανάγκη - για τις βουτιές μου, και να σιγοτραγουδάω κάποιο από τα λιγοστά τραγούδια που ξέρω όλους τους στίχους απ έξω χωρίς να χρειάζεται να προσθέτω δικούς μου
God knows how I adore life When the wind turns on the shore, lies another day I cannot ask for more
When the time bell blows my heart And I have scored a better day Well nobody made this war of mine
And the moments that I enjoy A place of love and mystery I'll be there anytime
Oh, mysteries of love Where war is no more I'll be there anytime
Ο φανταστικός ταγματάρχης, ο Major Tom με τις διασυμπαντικές περιπέτειες του μυαλού και του κορμιού του προσγειώθηκε κάτω από τα φώτα της δημοσιότητας το 1969. Έκτοτε ο μύθος του όχι μόνο δεν έσβησε αλλά γιγαντώθηκε και γαλούχησε στρατιές ολόκληρες μουσικών και μουσικόφιλων.
Και φυσικά αποτέλεσε την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον σχεδόν συνομήλικο του κανόνα, εκείνον των 15 λεπτών διασημότητας που πιθανώς του αναλογούσαν.
Ρίχνοντας λοιπόν μια ματιά στην ιστορία του πιθανολογώ αγαπητότερου αστροναύτη όλων των εποχών μαζεύω στοιχεία και τροφοδοτώ τα δεδομένα εδώ προς περαιτέρω αναζήτηση.
Το 1969 οπότε και η ιστορία που μας απασχολεί ξεκινά, ο άνθρωπος έχει ήδη πατήσει το φεγγάρι, η "Οδύσσεια του διαστήματος" του Κιούμπρικ προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες κι εμείς μέσα από το φανταστικό διάλογο του χίπη κοσμοναύτη με τον πύργο ελέγχου παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα τις προετοιμασίες για την έξοδο του πρωταγωνιστή από το διαστημόπλοιο, τον αστρικό του περίπατο και την αλλόκοτη απόφασή του να συνεχίσει αενάως την αστρική του βόλτα. Space Oddity. This is major Tom to ground control, I'm stepping through the door. lyrics
11 χρόνια αργότερα, ο δεύτερος τόμος των περιπετειών του ταγματάρχη Tom είναι γεγονός: Ashes To Ashes. 1980 και μέσα από έναν προσωπικό απολογισμό (I've never done good things, I've never done bad things, I never did anything out of the blue) του μασκαρεμένου David αποδεικνύεται σχεδόν απομυθοποιητικά πως ο Μ.Τ. δεν ήταν άλλο παρά ακόμα ένα junkie. lyrics
O David Bowie φορά ξανά τη διαστημική στολή και ενσαρκώνει για τρίτη φορά τον M.T. το 1995. Εξομολογείται τις προσωπικές μύχιες σκέψεις του, με εξομολόγους τους Pet Shop Boys. Το περίεργο είναι πως ενώ είχαμε τη βεβαιότητα πως ο Μ.Τ. ήταν junkie εδώ επανέρχεται ως ταλαίπωρος space traveler. lyrics
Εντωμεταξύ όμως, όπως όλοι οι μύθοι άλλωστε, έτσι κι αυτός, διαδόθηκε, παραφράστηκε σε μύριες διαφορετικές ηχητικές κουλτούρες και γιατί όχι εμπλουτίστηκε διαδιδόμενος από στόμα σε στόμα. Έτσι εν έτει 1983 ο γερμανός Peter Schilling αρνούμενος να δεχτεί το θάνατο/φυγή του ταγματάρχη, οραματίζεται την επιστροφή του στο "Major Tom (Coming Home)" κάτω από τις διαταγές του φωτός της μετενσάρκωσης. lyrics
Ο μουσικός (και εικαστικός) Kirby Ian Andersen (γνωστός ως Κ.Ι.Α) το 2002 κυκλοφορεί δια στόματος Larissa Gomes το "Mrs. Major Tom" (αργότερα το τραγούδησε και η Sheryl Crow) με την ιστορία καταγεγραμμένη μέσα απ’ τα μάτια της συζύγου του Major Tom η οποία καταρρέει από την απουσία του άντρα της, αρνούμενη να αρκεστεί δια παντός στην αγάπη που της είχε στείλει ο ταγματάρχης στο πρώτο κεφάλαιο. Floating
on sine waves in inner space, Awaiting
a signal of grace, From
ground control, to lost control. lyrics
Τέλος οι καναδοί The Tea Party, γήινοι παρατηρητές του δράματος, άνθρωποι σαν και μας, συμπυκνώνουν σε ένα ιδεατό ερωτηματολόγιο όλες τις απορίες τους για την υπόθεση, το οποίο και στέλνουν στον κοσμοναύτη Tom ευελπιστώντας σε απαντήσεις που θα φωτίσουν το μυστήριο της αγαπημένης αυτής περσόνας. Where do we belong? Could you help us Major Tom? Because nothing's making sense, i listen and lament. lyrcs
Διάχυτες αναφορές στην ποπ κουλτούρα υπάρχουν κι άλλες πολλές, δεκάδες, όπως για παράδειγμα στους βλακέντιους 5 Star όπου το πνεύμα του ΜΤ καταλαμβάνει τον τραγουδιστή (Robin Hood and Major Tom - all the super heroes rolled into one.) αλλά δε δίνω βάση.
Κλείνω την ανάρτηση με την περίπτωση του Commander Chris Hadfield, του αστροναύτη που πέρυσι τραγούδησε, ηχογράφησε και σκηνοθέτησε εντυπωσιακά το Space Oddity εκτός γης, όντας σε διαστημικό ταξίδι.
Υγ. Και εδώ η διασημότερη εκδοχή του Space Oddity από τον David Bowie φυσικά.
UPDATE 11/1/2016 Κοντά ένας χρόνος πέρασε μετά τη δημοσίευση της ανάρτησης αυτής όταν κυκλοφόρησε το Black Star, Η Διαστημική ελεγεία του ομότιτλου τραγουδιού, χωρίς ευθείς αναφορές στον ήρωα της μουσικής μας φαντασίας, δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί από τους λογής μουσικόφιλους και φαν ως ένα αποχαιρετισμός, ένα ρέκβιεμ όχι μόνο στον Ταγματάρχη Tom αλλά και του ίδιου του συνθέτη.