Στο παραδιπλανό κρεβάτι του θαλάμου, γιατί στο διπλανό κοιμάται ένας ετοιμοθάνατος φαρμακοποιός, όπως μπαίνεις αριστερά, είναι ξαπλωμένος ο κύριος Θανάσης. Κάτι σαν ξαφνική άνοια τον χτύπησε μόλις πριν από δυο μέρες και το μυαλό του γύρισε 6 ολόκληρες δεκαετίες προς τα πίσω. Δυο αποδείξεις της εφορίας που έχασε, αυτές για το λάδι, η αιτία. Συγχύστηκε κι ανέβασε πίεση, έτσι πληροφορεί τον καθέναν που έχει λόγο να βρίσκεται σε αυτόν το θάλαμο η κοντόχοντρη γυναίκα του με τα παχιά τοξοτά φρύδια. Το λέει κρατώντας σα να ντρέπεται χαμηλά τον τόνο της φωνής της.
Ο κυρ Θανάσης, κοντούλης μα μικροφτιαγμένος αυτός, ηρεμία δεν έχει. Θέλει να βγει να παίξει έξω στα πεύκα με τα άλλα παιδιά, να φάει το καλαμποκόψωμό του πατώντας τις κάμπιες που σχηματίζουν ατέλειωτες γραμμές κάτω από τα δέντρα - η μια γλύφοντας τα πισινά της άλλης -, να ρίξει μια ματιά πριν κοιμηθεί στα σχολικά διαβάσματα, να πιει το κατσικίσιο γάλα του να μεγαλώσει, να πάει στο στρατό, να δουλέψει στο χωράφι μαζί με τον πατέρα του στην αρχή κι έπειτα βοηθός στο μηχανουργείο της Ελαΐδος, να συνηθίσει πριν λατρέψει τη γεύση του κρασιού, να γνωρίσει την κοντόχοντρη γυναίκα που θα παντρευτεί και να περάσει σαρανταπέντε χρόνια στο πλάι της. Να κάνει κι έναν γιο εντωμεταξύ.
Για να τα προλάβει όλα αυτά όμως πρέπει να σηκωθεί από το κρεβάτι τώρα αμέσως, δεν του πρέπει να χρονοτριβεί. Έτσι, παρ όλη την καλή κι υπάκουη ανατροφή που του δώσαν οι δικοί του, χτυπιέται και μουγκρίζει σαν κακομαθημένο εννιάχρονο παιδί καθώς προσπαθεί να ανακαθίσει στο πολυκαιρισμένο στρώμα. Τα πόδια του - δυο καλάμια που σκίζουν τον αέρα - ψάχνουν ήδη να φορέσουν τις πλαστικές τους παντόφλες.
- Είσαι κακό παιδί, θα σε μαλώσω και θα κλαις μετά, του κάνει η μάνα-γυναίκα του ενώ ταυτόχρονα του σκουπίζει με μια βρεγμένη πετσέτα τα αίματα.
Η βελόνα του ορού έχει σκίσει όσο περισσότερο δέρμα μπορεί από το χέρι του έξαλλου Θανασάκη αλλά αυτός δε μοιάζει να πτοείται. Σε αντίθεση η σύζυγος αγωνιά και πότε τον καλοπιάνει και του χαϊδεύει τα μαλλιά και πότε τον κοπανάει μητρικότατα αλλά δυνατά στα χέρια και τα πόδια. Που και που τον φοβερίζει:
- Άμα δεν κάτσεις καλά Θανάση, τον αγριεύει θα φωνάξω την αστυνομία. Θα ‘ρθει ο αστυνόμος και θα σε πιάσει του λέει. Να!
- Νάτος, ο αστυνόμος ! συνεχίζει και με προτεταμένο το δείκτη του αριστερού της χεριού του δείχνει εμένα. Ο γερασμένος πιτσιρικάς έχει βάλει τώρα όλη τη δύναμη κι όλο το νεύρο του να πεταχτεί από τα σκεπάσματα. Έλα εδώ κυρ Αστυνόμε σε παρακαλώ που δεν μπορώ να τον κάνω καλά. Με κοιτάζει μούσκεμα στον ιδρώτα και καταλαβαίνω πως το εννοεί.
- Τι έχουμε εδώ; λέω πλησιάζοντας με αβέβαιο βήμα κι ακούγομαι σα χωροφύλακας ή σαν ενωμοτάρχης του 50. Φρόνιμος κύριε Θανάση, σε θέλω φρόνιμο, του λέω κι εκείνος πείθεται και ξαναξαπλώνει.
Για τρία ολόκληρα λεπτά.
Στο παραδιπλανό κρεβάτι ο πατέρας μου, σαν εξαϋλωμένη ζωγραφιά του Ελ Γκρέκο, μ’ εκλιπαρεί να αγοράσω τις αγαπημένες του μετοχές ενώ από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα του θαλάμου μπαίνει η φωνή κάποιας Ρουμάνας αποκλειστικής που τραγουδάει το “A casa d’ Irene” .
σημ. ο τίτλος της ανάρτησης είναι ο πρώτος στίχος του "A casa d' Irene"
Εύχομαι πραγματικά να είναι περαστικά όλα και σύντομα να είσαστε στα σπίτια σας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά φίλε mahler. Είθε!
Διαγραφή