[Φλασμπακ]
Βεβαιώθηκαν πως τον είχαν στριμώξει για τα καλά – δυο ώρες τον κυνηγούσαν – και με τα σκουπόξυλα στα χέρια δεν του άφηναν κανένα περιθώριο διαφυγής πριν εκτοξεύσουν πίσω από το έπιπλο με τα πιάτα, τα ποτήρια και τα’ άλλα κουζινικά, το καυτό νερό που έβραζε από ώρα στο κόκκινο κατσαρολάκι. Το θύμα σφάδαξε πριν ξεψυχήσει τουμπανιασμένο κι αυτοί κατά πως τους υπαγόρευε η μέχρι ώρας επιτυχής εκπλήρωση του σχεδίου έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση εισβολής αρουραίου στο σπίτι σήμαναν με ζητωκραυγές τη λήξη του κόκκινου συναγερμού. Γεγονός που χαιρετίστηκε από τα κάτω των 8 ετών μέλη της οικογένειας με την ταυτόχρονη κάθοδό από τα κρεβάτια τους.
Το πτώμα δε μας άφησαν να το δούμε, δεν είχα και καμιά φοβερή πρεμούρα είναι η αλήθεια να επιμείνω στο αντίθετο, το τύλιξαν με πολλά διαδοχικά στρώματα σακουλών και έτσι φασκιωμένο στο πλαστικό του σάβανο το κρέμασαν στην άκρη του ενός σκουπόξυλου.
Το πρωί της επόμενης μέρας κι αφού τα νέα για το ολονύκτιο κυνηγητό είχαν διαδοθεί στη μικρή γειτονιά, ο φρικτός θάνατος του εισβολέα έγινε το βασικό θέμα συζήτησης στους κόλπους των ανηλίκων τέκνων των παραθερίζοντων δημοσίων υπαλλήλων.
Τηρών το εθιμοτυπικό ο φονεύς, με το βαρυφορτωμένο σκουπόξυλο στον ώμο, σέρνει την πομπή της ταφής, περήφανος ως γιος του εγώ, ακολουθώ με το ένα από τα δύο σκαλιστήρια της παρέας στο χέρι, και πίσω μου η συνομήλικη λοιπή μαρίδα της καλοκαιρινής γειτονιάς. Ψαρωμένη και αμίλητη. Δυο ανηφόρες και έναν λόφο αργότερα, στη στροφή του δρόμου που οριοθετούσε τις απογευματινές μας βόλτες, το φασκιωμένο πτώμα αποτίθεται στα χωμάτινα πρανή της πευκόφυτης έκτασης και «Αιωνία του η μνήμη», παραχώνεται σιωπηλά κάτω από σωρό από χώματα, πέτρες και δυο κλαδιά που σχηματίζουν έναν σταυρό.
Για όλους τους συμμετέχοντες, η περιοχή αποκτά έκτοτε το προσωνύμιο «Ο Τάφος του Ποντικού» κι εγώ ακόμα και τώρα κοντά σαράντα χρόνια αργότερα ψάχνω τα ίχνη εκείνης της μέρας κάθε που περνάω από εκεί.
Τη θυμήθηκα την ιστορία σήμερα όταν περπατώντας κύμα-κύμα, τέσσερα ή πέντε κολπάκια πριν φτάσω στην παραλία «μου» συνάντησα το μνήμα της παραπάνω φωτογραφίας. Στην τοποθεσία η οποία πλέον θα ονομάζεται «Ο Τάφος της Χελώνας».
υγ. Βγαίνοντας από τη θάλασσα συνειδητοποιώ πως έχω ξεχάσει να φέρω μαζί μου βιβλίο. Κατεβάζω τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και βυθίζομαι στον κόσμο του μέσω της μικρής οθόνης του αρχαίου πλέον κινητού μου.
υγ. Βγαίνοντας από τη θάλασσα συνειδητοποιώ πως έχω ξεχάσει να φέρω μαζί μου βιβλίο. Κατεβάζω τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη και βυθίζομαι στον κόσμο του μέσω της μικρής οθόνης του αρχαίου πλέον κινητού μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου