Κι έτσι ο καιρός περνούσε μέσα στη σιωπή χωρίς οι δείκτες να προχωράνε: χρόνος αδιαίρετος και απροσμέτρητος. Μόλις έχασε τα σημεία στήριξής του, ο χρόνος έπαψε να είναι μια συνεχής γραμμή κι έγινε κάτι σαν άμορφο ρευστό που διαστελλόταν και συστελλόταν κατά βούληση. Μέσα σ' αυτό το είδος του χρόνου κοιμόμουν και ξυπνούσα, και σιγά σιγά συνήθιζα όλο και περισσότερο στη ζωή χωρίς τα δικά μου ρολόγια. Εκπαίδευσα το σώμα μου ώστε να καταλαβαίνει πως δε χρειάζομαι πια το χρόνο. Όμως πολύ σύντομα ένιωσα ένα τρομερό άγχος.
Ειν' η αλήθεια πως είχα απελευθερωθεί από την αγχωτική συνήθεια να ελέγχω το ρολόι μου κάθε πέντε λεπτά, αλλά μόλις το πλαίσο του χρόνου εξαφανίστηκε εντελώς, οι κραυγές του κουρδιστού πουλιού μέσα από τις ρωγμές από όπου κρυφάκουγα τη δική μου πραγματικότητα άρχισαν να αραιώνουν. Τότε ήταν που άρχισα να νιώθω την πείνα μου να γίνεται πολύ πιο έντονη. Όχι σαν το γνωστό αίσθημα απουσίας αλλά περισσότερο σα σωματικό πόνο - εντελώς σωματικό κι εντελώς άμεσο - την κατάλαβα την πείνα. Σαν να σε έχουν μαχαιρώσει με λόγχη φτιαγμένη από αλάτι ο πόνος, ασυνεπής, ανέβαινε ξαφνικά φέρνοντας δάκρυα στα μάτια κι όταν δεν υποχωρούσε άμεσα έφτανα σε σημείο να λιποθυμήσω. Χωρίς όνειρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου