Δηλώνω
μέγας φαν των αυτοχρηματοδοτούμενων εκδόσεων και κάτοχος αρκετών
από αυτές. Αντιμετωπίζω δε με ισχυρές δόσεις τρυφερότητας όποιον προσπαθεί να κοινωνήσει μέσω του γραπτού λόγου - πετυχημένα ή όχι είναι άλλη
κουβέντα - τα όσα έχει στο κεφάλι του. Άλλωστε κατά κάποιο τρόπο το ίδιο
δεν κάνει και ο κάθε ιστολόγος;
Έτσι είτε
πρόκειται για ποιητικές συλλογές, είτε για αυτοβιογραφίες, για
διηγήματα ή "ιστορικές" ματιές (αυτές αφορούν συνήθως τον τόπο καταγωγής
του συγγραφέα), αφιερώνω κάποιο χρόνο στην ανάγνωση των πονημάτων που
φτάνουν - χαρισμένα τις περισσότερες φορές από ηλικιωμένους ανθρώπους - στα χέρια μου.
Σ'
ένα από αυτά, την ποιητική συλλογή της Ι. Μεταξά με τίτλο "Τα ποιήματά
μου" (Αθήνα 1992) υπάρχει η Ομηρική λαογραφία με τον τίτλο "Αξέχαστη Περιπέτεια" που μου
φτιάχνει πάντα το κέφι (παρόλο το σκοτεινό της υπόθεσης που παρεμπιπτόντως εκτυλίσσεται τέτοιες μέρες, τέλος Δεκέμβρη του '68) την οποία και
αναρτώ εδώ χωρίς να μέμφομαι το κριτήριό μου στην έμμετρη γραφή.
Μια αξέχαστη περιπέτεια
Ήταν ο χρόνος δίσεκτος του εξηνταοχτώ
κι ας ήταν να περάσουμε στο τέλος του κι αυτό.
Στην τελευταία μέρα του, ξημέρωμα της Τρίτης
μάθαμε πως εχάθηκε ο Γιάννης ο Πολίτης.
Πρωτοχρονιά στενάχωρη κάναμε οι Πορσάνοι
γιατί η σκέψη όλων μας ήτανε στον Γιάννη.
Μες’ την Αθήνα χάθηκε στο τέλος του Δεκέμβρη
κι η Φώτω η γυναίκα του ψάχνει για να τον εύρει.
Δεν ψάχνει η Φώτω μόνη της, ψάχνουν πολλοί μαζί της
ανήψια και ξαδέλφια της και όλοι οι συγγενείς της.
Πριν από μέρες δώδεκα, η Φώτω πήγε το Γιάννη
εις την Αθήνα στους γιατρούς, εξέταση να κάνει.
Κι από γιατρό σ’ άλλο γιατρό, πήγαν στον Άγιο Σάββα
και κει τον εξετάζανε, περίπου μια βδομάδα.
Εκεί του έκαναν πολλά και ακτικνοσκοπήσεις
κι ενέσεις ενδοφλέβιες του έκαναν επίσης.
Κι αφού η Φώτω ρώτησε, της όρισαν τη μέρα
πως ο Πολίτης θα ‘βγαινε σίγουρα τη Δευτέρα.
Κι αφού κοντά του έμεινε ακόμα μια βδομάδα
τον άφησε μεσ’ τους γιατρούς και ήρθε στη Λευκάδα.
Ήθελε το σπιτάκι της κάπως να συνεφέρει
και θα ξαναπήγαινε τον άντρα της να φέρει.
Όλα τα ταχτοποίησε και το Σαββάτο φεύγει
και με την Τούλα Κονιδάρη μαζί συνταξιδεύει.
Η Τούλα ήταν πρόθυμη να την ξυπηρετήσει
της έδωσε και αριθμό να της τηλεφωνήσει
και σαν εφτάσανε καλά εις την αφετηρία
την Φώτω την παρέλαβε του Γιώργου η Μαρία.
Την Κυριακή εις τις εννιά, κι ας έκανε και κρύο
οι δυο γυναίκες έφυγαν για το Νοσοκομείο.
Η Φώτω εξεκίνησε με την καλή Μαρία
που δεν υπολόγιζε καμία φασαρία.
Κι οι δυο τους βιάζονταν γρήγορα για να φτάσουν,
μα σαν έφθασαν δεν επέτρεπαν ακόμα να περάσουν.
Είδανε έναν ασθενή έξω που τριγυρνούσε
κι η Φώτω τον εφώναξε και τον παρακαλούσε,
να πάει να βρει το θάλαμο του Γιάννη του Πολίτη
και να του πει, η γυναίκα του εγύρισε απ’ το σπίτι.
Ο ασθενής ερώτησε, τα έφερε άνω κάτω
μα ο Πολίτης, του ‘λεγαν, έφυγε το Σαββάτο.
Λόγο η Φώτω άκουσε, θυμώνει, νευριάζει
κι αυτή η σιδερόπορτα, μόνη παραμεριάζει.
Προισταμένες και γιατρούς όλους τους ερωτούσαν,
«έφυγε για τα’ ανήψια του» όλοι τους απαντούσαν.
Πιστέψανε στα λόγια αυτά, απ’ τους γιατρούς εφύγαν
κατέβηκαν στον Πειραιά στ’ ανήψια δεν τον ηύραν,
φεύγουν από τον Πειραιά, όλοι μια συνοδεία
η Φώτω, ο Σπύρος Αρματάς και η κυρα Μαρία.
Και ξαναπάνε στους γιατρούς να τους ξαναρωτήσουν
και τη Σοφία έτυχε εκεί να συναντήσουν.
Στο νοσοκομείο επήγαινε του Ευτύχιου η Σοφία
το Γιάννη να επισκεφτεί που έκανε θεραπεία.
Εγίναν τώρα τέσσερις, γυρνούσαν και ρωτούσαν
έπαιρναν τα τηλέφωνα και τηλεφωνούσαν.
Σκλαβενιτέοι κι Αρματέοι και και για τον Κατσιπόδη
Αθήνα και ο Πειραιάς σηκώθηκαν στο πόδι.
Και εις τον πόρον έκαναν αμέσως συνδιαλέξεις
κι από παντού ερχόντουσαν σχεδόν οι ίδιες λέξεις:
«Δεν ήρθε, δεν τον είδαμε, θα ψάξω, θα ρωτήσω
κι αν μάθω εγώ πιο γρήγορα θα σε ειδοποιήσω».
Χτυπούσαν τα τηλέφωνα Αθήνα και Λευκάδα
και είχε αναστατωθεί ολόκληρη η Ελλάδα.
Επήγαν και στα τμήματα και στα ξενοδοχεία
εδείξανε ταυτότητες και έδωσαν στοιχεία.
Και άφησαν τη Διοίκηση τώρα για να φροντίσει
κι η Φώτω αποφάσισε σπίτι της να γυρίσει,
ξημέρωμα Πρωτοχρονιά που λεν’ του Αϊ Βασίλη
με πονεμένη την καρδιά και με πικρό το χείλι.
Την άλλη μέρα το πρωί πήγαν οι συγγενείς της
πήγανε οι γειτόνισσες κι όλοι οι χωριανοί της
πήγανε να ρωτήσουνε, πήγανε να τη δούνε
πήγανε δυο παρήγορα λόγια να της ειπούνε.
Της λεν’ να πάει στη Διοίκηση να διαμαρτυρηθεί
και όσα της συνέβησαν να τους διηγηθεί.
Πρωί-πρωί σηκώνεται και κάνει το σταυρό της
και στη Λευκάδα πήγανε η Φώτω κι ο αδελφός της.
Πήγανε στη Διοίκηση και στον Εισαγγελέα
κι αυτοί τους παρηγόρησαν με λόγια θαρραλέα:
«γυναίκα μην πικραίνεσαι και μη στενοχωριέσαι
ο άνθρωπός σου και θα βρεθεί και μην ταλαιπωριέσαι.
Όλοι θε να φροντίσουμε για να βρεθεί ο Γιάννης
Γυναίκα σύρε σπίτι σου κι υπομονή να κάνεις».
Και τώρα ας τους αφήσουμε καθέναν να φροντίζει,
στο Γιάννη ας γυρίσουμε να δούμε που γυρίζει.
Ο Γιάννης εβαρέθηκε μεσ’ το Νοσοκομείο
κι ήθελε έξω να βγει να περπατήσει λίγο.
Σαν πήρε το εξιτήριο πίσω του δεν κοιτάει
κατηφορίζει γρήγορα, δεν βλέπει που πατάει.
Μα όσο η μέρα πέρναγε κι αρχίζει να νυχτώνει
τόσο ο Γιάννης έχανε μπούσουλα και τιμόνι
κι όταν μονάχος βρέθηκε μεσ’ την κοσμοπλημμύρα
άφησε να τον κυβερνάει η ξεπλανεύτρα η μοίρα.
Όπου τον εξεπλάνησε έξω να σεργιανήσει
χωρίς να ξέρει που θα πάει και που θα καταλήξει.
Κάποιοι ανθρώποι χριστιανοί εκεί τον συναντήσαν
και στο ξενοδοχείο Αθηνά, τον εταχτοποιήσαν.
Εκεί έτρωγε, εκοιμότανε, λεφτά δεν του κρατούσαν,
σε ότι κι αν εζήτησε εξυ[ηρετούσαν.
Μα απομακρύνθηκε από κει και επήγε παρακάτω
και την Αθήνα έφερε όλη απάνω κάτω.
Κι αφού φροντίζανε παντού σ’ Αθήνα και Λευκάδα
τον Γιάννη τον ευρήκανε μετά από μια βδομάδα.
Να ξημερώνει τα’ Αγιασμού κοντά το μεσημέρι
της Φώτως της εφέρανε χαρμόσυνο χαμπέρι.
Ότι ο Γιάννης βρέθηκε, εντός ολίγου φθάνει,
με αγωνία και χαρά περιμέναμε οι Πορσάνοι.
Μα ο Γιάννης και που γύριζε έχασε το παλτό του
Και ο Γιώργος ο Κατωπόδης του ‘δωσε το δικό του.
Κι η Φώτω επερίμενε τον Γιάννη ώρα την ΄ψρα
ύπνος δεν την έπαιρνε, σηκώθηκε έξι η ώρα
κι άναψε δυνατή φωτιά να ζεσταθεί το σπίτι
για να δεχτεί τον άντρα της, τον Γιάννη τον Πολίτη.
Και μεσ’ τα Θεοφάνεια, σαν ένα Θείο δώρο
ο Γιάννης ξημερώθηκε εις το χωρίον Πόρο.
Δικοί και ξένοι τρέξαμε στον Γιάννη τον καημένο,
στον Γιάννη τον ανήμπορο, τον παραπλανημένο,
Για να μας πει πως πέρας και πως περιπλανήθει
μα κείνος δε θυμότανε, λίγα μας διηγήθει.
Και βγάζουμε συμπέρασμα απ’ ότι μας διηγείται
ότι αμνησία έπαθε, αλλιώς δεν εξηγείται.
Ας δεηθούμε στο Θεό καλά να τον εκάνει
γιατί και ξένοι και δικοί πονάμε για το Γιάννη.
Ο Γιάννης σαν εβρέθηκε στο σπίτι του και πάλι
έκλαψε από συγκίνηση κι από χαρά μεγάλη
κι όλους τους ευχαριστεί ξενους και συγγενείς του
που τον εξυπηρέτησαν εις την περίστασή του.
Κι η Φώτω σπεύδει γρήγορα όλους να ευχαριστήσει
και σε καλό να αξιωθεί να τους ξυπηρετήσει.
Για την ιστορία η κυρία Ιωάννα είναι μια αξιολάτρευτή γιαγιά ή θεία ή γειτόνισσα ή οικογενειακή φίλη (δεν είχα καταλάβει με ποιον τίτλο την είχα γνωρίσει) κάποιων καλών μας φίλων από τους Πόρους Λευκάδας.