-"Παιδιά σε λίγο φεύγουμε, μη τυχόν και δεν είσαστε έτοιμοι". Είναι Σάββατο απόγευμα του Φεβρουαρίου, και έχουμε να πάμε θέατρο. Η αδελφή μου ήταν πρωινή στο σχολείο - εγώ πάω ακόμα νήπιο οπότε σήμερα δεν είχα - γύρισε, φάγαμε μαζί στης γιαγιάς, κοιμηθήκαμε και τώρα απόγευμα ετοιμαζόμαστε. Έχουμε να πάμε θέατρο στο Γαϊτανάκι.
Ο μπαμπάς μάς πηγαίνει συνέχεια θέατρο, έμενα δε μου αρέσει όμως και τόσο πολύ. Μου αρέσει πιο πολύ το σινεμά. Δε με πάνε όμως γιατί δεν υπάρχουν πολλά ελληνικά έργα και στα ξένα πρέπει να μου διαβάζουν τα γράμματα και ενοχλούμε τους γύρω. Την τελευταία φορά μας έκανε παρατήρηση μέχρι και …η αδελφή μου. Θέατρο όμως πάμε πολύ, τελευταία είχαμε δει και τον Οδυσσεβάχ και το Μορμόλη, καλό ήταν.
Το γαϊτανάκι το διάλεξε φυσικά ο μπαμπάς γιατί κάπου άκουσε ότι το ‘χει γράψει το τραγούδι ο Κηλαϊδόνης και τον Κηλαϊδόνη ο μπαμπάς τον λατρεύει. Έχουμε όλες τις κασσέτες και τα "Απλά μαθήματα..." και εκείνη με το "Ντροπή τέτοιο παιδί". Και το έργο το έχει φτιάξει η κυρία Σαρρή, ο μπαμπάς την ξέρει την κυρία Ζωρζ, μας χαρίζει πάντα και βιβλία της, στην αδελφή μου δηλαδή αφού εγώ δεν ξέρω ακόμα να διαβάζω.
Στο έργο ο γεροΝικόλας τελικά τα κατάφερε. Παράτησε τα βιβλία του και με τη βοήθεια του γιατρού Ξανανιώνη, έκανε το τραγούδι των μικρών κοριτσιών αλήθεια. Έπεισε όλα τα παιδιά του κόσμου εκείνη τη μέρα της άνοιξης να πιαστούν χέρι και να φέρουν την ειρήνη. Ο μπαμπάς δεν ξέρω αν πέρασε καλά, εμείς πάντως το ευχαριστηθήκαμε με την ψυχή μας. Ειδικά στο τέλος που τα παιδιά πρέπει να σηκωθούμε και να τραγουδάμε πιασμένα χέρι. Στην αρχή δεν θέλαμε να πάμε, ούτε εγώ ούτε η αδελφή μου, εγώ ντρεπόμουν αλλά ο μπαμπάς επέμενε. "Θα πάτε έστω και με το ζόρι" είπε για να συνεχίσει: "κοιτάξτε, πηγαίνατε σαν όλα τα παιδάκια". Και πήγαμε, και είχε δίκιο και μετά δεν κατεβαίναμε γιατί ήταν πάρα πολύ όμορφα. Πρέπει να είπαμε το "αν όλα τα παιδιά της γης πιασμένα χέρι-χέρι" πάνω από 100 φορές . "Ο κύκλος θα γινόταν πολύ μεγάλος κι ολόκληρη τη γη μας θα αγκάλιαζε θαρρώ", ο κύκλος είχε γίνει τεράστιος, από τη μια κρατούσα το χέρι της αδελφής μου αλλά μετά χαθήκαμε αφού όλο και αλλά παιδιά έρχονταν και πιανοντουσαν μαζί μας. Δε χωραγαμε στη σκηνή πια. Ο κύκλος κατέβαινε κάτω από τη σκηνή και έκανε πολλά ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στα καθίσματα μέχρι πίσω τις πόρτες που είχαμε μπει. Οι μεγάλοι γελούσαν μαζί μας και ‘μείς τραγουδαγαμε όλο και πιο δυνατά. Ήταν από τις μέρες που μου άρεσαν πιο πολύ και είχα περάσει πιο καλά.
Είδατε που δε θέλατε να σηκωθείτε? είπε ο μπαμπάς. Και εμείς τον παρακαλέσαμε να μας πάει ξανά στο γαϊτανάκι την άλλη εβδομάδα. Κι αυτός είπε να πάμε σε ένα άλλο έργο το ερχόμενο Σάββατο αλλά εμείς είπαμε «έλα, έλα, έλα σε παρακαλούμε» αρκετές φορές και μας ξαναπήγε. Και ξανασηκωθήκαμε και ξέραμε όλα τα λόγια, όχι μόνο του τραγουδιού και έγινε πάλι ο ίδιος χαμός. Και μας αγόρασε και το δισκάκι, να το ακούμε στο πικάπ της θείου Γιώργου γιατί εμείς δεν έχουμε.