21 Απριλίου 2015

εντωμεταξύ πίσω στη μη κομμουνιστική Βουλγαρία


1985. Επί καθεστώτος Ζιβκοβ στην κουμμουνιστική τότε Βουλγαρια. Ταξίδι με πούλμαν, Το παρθενικό μου στο εξωτερικό, φυσικά με όλη την οικογένεια. Σόφια, Μπλαγκόεβγκραντ, Φιλιππούπολη. Η συνολική εικόνα εκείνου του ταξιδιού αποσυντίθεται οπότε στο μυαλό μου τριγυρίζουν πλέον σε επιμέρους παραστάσεις από



τη μουρμούρα για το ποιος θα κάτσει 'παράθυρο', τη μακρόσυρτη διαδρομή όπου αρκούσε ένας να ζητήσει ντροπαλά στάση για κατούρημα προκειμένου να ξεχυθούν όλοι – μα όλοι - οι επιβάτες προς ανακούφισή τους στα γύρω δάση, τις γιγάντιες συνεχόμενες πολυκατοικίες των προαστίων της πρωτεύουσας, τους μαυραγορίτες που αντάλλασαν δολάρια με λέβα σε καλύτερες ισοτιμίες (όσοι τουλάχιστον δεν έκρυβαν λευκά χαρτιά ανάμεσα στα χαρτονομίσματα) από τις τράπεζες σε κάθε γωνία των δρόμων, τα τεραστίων διαστάσεων πάρκα με τους ατέλειωτους ανθώνες σε πολύχρωμους σχηματισμούς, τις γούνες που ψώνισαν σχεδόν όλες οι γυναίκες του πούλμαν και τα ξυλόγλυπτα μικροαντικείμενα (φλογέρες, σπιρτοθήκες κλπ) που προμηθεύτηκαν - άγνωστο γιατί - οι άρρενες συνεπιβάτες, το μαυσωλείο του Γκεόργκι Ντιμιτρώφ με τον ίδιο να αναπαύεται βαλσαμωμένος αλά Λένιν στο ψύχος της κεντρικής αίθουσας, τα ελάχιστα αυτοκίνητα στους τεράστιους δρόμους, Zastava τα περισσότερα, το χορό της κοιλιάς ενός μπαλλέτου στη ντισκοτέκ του ξενοδοχείου, το κόκκινο walkman που μου κρατούσε συντροφιά με Eurythmics και Thompson Twins γλιτώνοντάς με - τουλάχιστον για όσο κρατούσουν οι μπαταρίες του – από Πάριους και Μαρινέλλες και ένα υπέροχο τυρί που σερβιριζόταν παντού, άσπρο σαν τη δική μας φέτα αλλά 100 φορές καλύτερο!


Τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών, παρότι μια θεωρητική νοητή γραμμή που διακόπτονταν από κάποιο πραγματικό τελωνείο, σηματοδοτούν παραδόξως την πλήρη αλλαγή του τοπίου με το που τα περνούσες 


Από τα στεγνοβούνια με την ελάχιστη βλάστηση, τα χορτολίβαδα και τις εκτάσεις με τις χρυσοπράσινες ελιές( που καθόλου δεν εκτιμώ) της χώρας μας, μέσα σε λίγα μόνο λεπτά  βρίσκεσαι σε απέραντα ελατόδαση. 

Χιλιόμετρα οδήγησης μέσα σε καταπράσινα βουνά με τα ξέφωτα - όπου αυτά υπάρχουν - να οδηγούν σε μικροχωριά με μιναρέδες στις πλατείες τους, σε λίμνες, σε χιονισμένες ανήλιαγες ανοιχτωσιές, σε μικρά καλλιεργούμενα λιβάδια και σε μια χωματερή σε μια των περιπτώσεων.


Τριάντα ακριβώς χρόνια αργότερα είχα την ευκαιρία να επιβεβαιώσ την παραπάνω διαπίστωση, όταν πριν καμιά δεκαριά περίπου ημέρες ξαναδιάβηκα τα συγκεκριμένα σύνορα. 

Σε μια βιαστική διήμερη εκδρομή στη γείτονα χώρα με την καλή παρέα της Θεσσαλονίκης αυτή τη φορά, κατά τη διάρκεια της καθιερωμένης ετήσιας φιλοξενίας και παραμονής μας στην πόλη τους.


Διασχίζουμε το Πέτριτς. Είναι το πρώτο χωριό που συναντάμε αμέσως μετά τον Προμαχώνα και το ταξίδι μας γίνεται αυτοστιγμεί χρονικό. Αποκτούμε τις πρώτες μας εικόνες από τη δεκαετία του ’50 (που δε ζήσαμε). 



Στις άκριες του χωριού υπάρχει ένας τσιγγάνικος μαχαλάς για τον οποίο και τι δε θα έδινα να ξεπερνούσα το φόβο μου και να σημείωνα καμιά τριακοσαριά απανωτά κλικ με τη φωτογραφική μου μηχανή. Αλλά όταν διασχίζεις το βαλκανικό αντίστοιχο του – κινηματογραφικού τουλάχιστον - Μπρονξ – φροντίζεις να περνάς απαρατήρητος και όχι να τραβάς φωτογραφίες τους δεκάδες κατοίκους που στέκονται και λιάζονται μπροστά από τα μισοερειπωμένα σπίτια με τα ξεραμένα δέντρα και τις κουρελούδες που κλείνουν τα ένα προς ένα σπασμένα τζάμια των παραθύρων.


Πρώτος σταθμός το Sandanski, το παλιομοδίτικο θέρετρο με τα ολοκαίνουρια ξενοδοχεία στον κεντρικό πεζόδρομο της οποίας αράζει η μισή βόρεια Ελλάδα για καφέ αφού φουλάρει τα ρεζερβουάρ λίγο πάνω από τα σύνορα.



Με βαρυκόκκαλα γυαλία ηλίου, δυτικοευρωπαϊκό αέρα στα μπατζάκια και ψώνια από διάσημους οίκους (αμφιβόλου όμως γνησιότητας) από τα τοπικά μαγαζιά παρά πόδας.



Οι μαγαζάτορες όλοι είναι δίγλωσσοι. Μιλούν απταίστως την ελληνική. 

δίγλωσσες και οι επιγραφές
Εμείς σκοπεύουμε να βρούμε να αγοράσουμε κάνα μαγιώ, να ‘χουμε να βουτάμε σε όποια θερμά λουτρά, πηγές και ιαματικά νερά συναντήσουμε στο δρόμο μας όπως και στο σπα του ξενοδοχείου που θα διανυκτερεύσουμε. 

το night club
Υποψιαζόμαστε γαρ πως η αδαμιαία περιβολή δε θα είναι τόσο αποδεκτή εδώ τουλάχιστον όσο ήταν στη Φινλανδία προ μηνών και είμαστε η παρέα που τσαλα-βουτάει όπου βρει.


Τελικά αγοράζω μόνο εγώ με 5 ευρώ καθώς είμαι ο μόνος που ξεπερνάει τη ντροπή του κολυμβητικού σλιπ. Θα δειχνω σα καλοζωισμένος ασπρουλός Ρώσος ολιγάρχης στις διακοπές του αλλά δε με νοιάζει τους λέω και γελάω. Τελικά φαινόμουν όντως έτσι. 


Όπου και να κοιτάξεις, γαϊδούρια αλλά και τα άλογα σέρνουν κάρα. Είναι περίεργη η κατανομή του πλούτου στη χώρα.



Ακόμα και στις μεγαλύτερες πόλεις όπως διαπιστώσαμε αργότερα, στα φανάρια θα δεις σταματημένα αγώγια, κάρα φορτωμένα πραμάτειες και ανθρώπους να περιμένουν το πράσινο ανάμεσα σε Mercedes, Audi και BMW. 
  


 Στο δρόμο μαζεύουμε ένα ζευγάρι Πολωνών ωτοστοπατζήδων. 


Τους αφήνουμε στο παραδοσιακό χωριό που έχουμε πρόχειρα προγραμματίσει να γευματίσουμε. Ο σερβιτόρος δε μιλά άλλη από τη μητρική του γώσσα, οι τρίγλωσσοι κατάλογοι βοηθούν την κατάσταση. 



Το google translator έχει κάνει μέτρια δουλειά. 


 Το Βέλινγκραντ, ονομασμένο προς τιμή του Vela Peeva του κομμουνιστή παρτιζάνου του 2ου παγκόσμιου και ακτιβιστή του συνδικάτου των νεολαίων εργατών, είναι ο τελικός μας προορισμός.




Το βράδυ τα πάντα είναι κλειστά και σκοτεινά και δεν υπάρχει ψυχή στους δρόμους. 


Αράζουμε σε ένα φωτεινό μπαρ/ζαχαροπλαστείο/εστιατόριο για το οποίο θα μονομαχούσαν ο Τζάρμους με τον Καουρισμάκι για το ποιος θα το πρωτοχρησιμοποιήσει σκηνικό σε ταινία του. Μπύρες, πίτσες, και ουίσκυ ενώ στην τηλεόραση που αντιλαλεί σε κάθε γωνιά του μαγαζιού τραγουδούν ένα σωρό πλουμιστοί διαγ(κ)ωνιζόμενοι στο «Βουλγαρία έχεις ταλέντο!» 



ο ερειπωμένος σταθμός του τρένου

  
Μεγάλη πόλη, με αγέλαστους και σκυθρωπούς - πλην των απαραίτητων εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν την γενική εντύπωση - κατοίκους, αφημένη στην τύχη της, σκονισμένη από το χρόνο που πάγωσε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70. 



Η θέα της πόλης από το δωμάτιο του ξενοδοχείου.


Τα ξενοδοχεία στην άκρη της πόλης – σε ένα από αυτά μείναμε και εμείς - αν και δεν είναι αταίριαστα χτισμένα, επισημαίνουν με τη σχετική πολυτέλειά τους την κατήφεια της υπόλοιπης πόλης. 

Ο μόνος Βούλγαρος που ανταποδίδει τον χαιρετισμό μου είναι τούτος ο μικρό ς της φωτογραφίας που δείχνει να βαριέται τη ζωή του όση ώρα οι ενήλικοι που τον συνοδεύουν είναι απασχολημένοι.



Το επόμενο πρωί μας βρίσκει στο κέντρο του Βέλινγκραντ που αυτή τη φορά έχει λίγο περισσότερο κόσμο. 



Ίσως η καλυτερη φωτογραφία του ταξιδιού μου.




Η κυριλλική γραφή ανέαθεν με συνέπαιρνε ιδιαιτέρως οπότε τώρα που βρίσκω την ευκαιρία φωτογραφίζω κάμποσες πινακίδες που δεν ξέρω καν τι γράφουν.


"Εσύ στην προηγούμενη ζωή σου πρέπει να ήσουν Σλάβος", μου λέει ο Ν.




αυτοσχέδιο κατάστημα κινητής τηλεφωνίας

 Εγώ, σκασμένος που δεν εντόπισα το γκρεμισμένο κλάμπ που είχα δει την προηγούμενη και υπολόγιζα από βραδύς να φωτογραφήσω με πρωινό φως, εγκαταλείπω τους υπόλοιπους στο καφέ και βολτάρω για λίγο στην ...εμπορική πλευρά της πόλης.  



Σα να έχει πέσει ο μεγάλος θανατικός, σε κάθε σημείο της πόλης, καρφιτσωμένα σε δέντρα, κολλημένα σε τοίχους και αναρτημένα σε αυλόπορτες υπάρχουν πολλές δεκάδες αφισάκια με φωτογραφίες νεκρών κατοίκων της πόλης. 






Ίσως να είναι έθιμο για το Πάσχα σκέφτομαι, για να τιμήσει κάθε σπίτι τους νεκρούς του. Δε μπορεί να πέθαναν όλοι ταυτόχρονα.


Ο γυρισμός μέσα από τα δάση, από άλλη διαδρομή αυτή τη φορά, αλλά πάλι μέσα από την οροσειρά της Ροδόπης είναι ταυτόχρονα απολαυστικός αλλα και κουραστικός λόγω των χιλιομέτρων φαγωμένης ασφάλτου στους βουλγάρικους δρόμους.


Στάση για φαγητό στο Hadzhidimovo, Κι εδώ κυριαρχεί η ίδια εγκατάλειψη. Ένας χαμογελαστός κύριος μας εξηγεί στη γλώσσα του πως θα βρούμε το μοναδικό εστιατόριο. Τελικά κι αφού βλέπει πως δε χαμπαριάζουμε γρι, φωνάζει τη μαγείρισα του εστιατορίου που μένει εκεί κοντά, την επιβιβάζουμε στο αμάξι και μας δείχνει το δρόμο εκείνη. 


 Μην καπνίζεις έξω, οι Βουλγαροι κι οι Ελληνες δεν έχουμε πρόβλημα. Μόνο οι Γερμανοί έχουν μου λέει καλοσυνάτα ο εστιάτορας/ξενοδόχος (στη γλώσσα του κι αυτός αλλά το κατάλαβα) όταν με βλέπει να κατευθύνομαι στην αυλή του μαγαζιού που συνορεύει με το πάρκο της μικρής πόλης για να καπνίσω. 


Βγαίνω έξω και πιάνω κουβέντα με τον αστυνομικό διευθυντή της μικρής πόλης. Με χειρονομίες και λίγες αγγλικές λέξεις που ξέρει μου εξιστορεί τα προβλήματαμε τους χρηματισμούς της τοπικής αστυνομίας, και της τοπικής πολιτικής εξουσίας ενώ δεν κρύβει το θαυμασμό του στην αντίστοιχη ελληνική. Ενθουσιασμένος από την γνωριμία φωνάζει και μου συστήνει τη γυναίκα του και τα δυο του μικρά κορίτσια. 


Πίσω στο εστιατόριο με τις περίεργες τοιχογραφίες μας φέρνουν Κρητική ρακή άφθονη και κρητικό λάδι μόνο για μας σε αντίθεση με τα υπόλοιπα τραπέζια στα οποία αφήνουν ένα σχεδόν άχρωμο ηλιέλαιο. 



Τη ρακή την αναλαμβάνω εγώ μιας και τόσο οι οδηγοί όσο και τα γυναικόπαιδα είναι φειδωλοί - και καλά κάνουν - στην κατανάλωσή της.


Γαλήνιος στη θέση του συνοδηγού ρίχνω κάτι τρικούβερτους ύπνους μέχρι τα σύνορα 


κι έπειτα ξανά μέχρι το Νευροκόπι.


4 σχόλια:

  1. Τέλειο κείμενο και φωτογραφίες!
    Μου ξαναθύμισες ακριβώς την αίσθηση...
    Φιλιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ήταν πολύ ωραία εκδρομή - αν και μικρή - αγαπητή Ντίνα, και με πολύ καλή παρέα !

      Διαγραφή
  2. Μ' έπιασε μελαγχολία διαβάζοντας την ανάρτηση. Δεν πατάω εκεί!
    Ξενούδης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όχι, δεν είναι για να μελαγχολείς και να αρνείσαι την επίσκεψη στα μέρη αυτά φίλε Ξενούδη. Είναι όντως ωραία και με τον τρόπο τους κινηματογραφικά.

      Διαγραφή

Related Posts with Thumbnails