"Καλέ κυρία Σάσα που πάτε;"
"Να σου πω την αλήθεια δε θυμάμαι..." είπε η Σάσα με την πόρτα του ασανσέρ ανοιχτή μπροστά της.
"Νομίζω πως ο κύριος γιατρός μου είπε πριν λίγο να πάω στο δωμάτιο μου."
"Αχ κυρία Σάσα μου, ο κύριος γιατρός δεν έχει έρθει σήμερα."
Η κυρία Σάσα άφησε την πόρτα να κλείσει και κίνησε να πάει στο σαλόνι με τους άλλους. Αλλά δε τα κατάφερε, παραπάτησε και ίσα που πρόλαβε να στηριχτεί στον πορτοκαλί τοίχο πίσω της. Έπειτα άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να κυλίσει μέχρι που βρέθηκε να κάθεται στο πάτωμα.
Την ίδια στιγμή χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Η θυρωρός άνοιξε βιαστικά και έτρεξε να βοηθήσει την κυρία Σάσα.
Μαζί με τη φασαρία από το δρόμο, και με ένα κουτί ταρτάκια στα χέρια πέρασε την είσοδο του γηροκομείου ο Τ.
Κοίταξε αμήχανα γύρω του να τη βρει, και άμα την εντόπισε, την πλησίασε και τη φίλησε. Έπειτα της συστήθηκε για μια ακόμα φορά, και κάθισαν και οι δυο αντικριστά σε ένα τραπεζάκι δίπλα στην εξώπορτα. Την κοίταζε με ύφος στενάχωρο, τον κοίταζε κι αυτή μα το πιθανότερο δεν τον έβλεπε. Και έπιασε να της μιλαει για ότι του περνούσε από το μυαλό. "Λυπούμαι πολύ που τα πράγματα πήγαν έτσι, αδελφούλη μου" του αντιγύρισε ξάφνου εκείνη. Εκείνος έσφιξε στο χέρι το μπαστούνι του, κατάπληκτος με τη στιγμιαία διαύγεια και την ταυτοποίηση του οικογενειακού τους δεσμού. Πάει καιρός που δεν τον αναγνωρίζει παρ’ όλο που πάει συχνά να την επισκεφτεί.
«Μου είχατε λείψει τόσο, κρίμα που μένω μακριά σας» πρόλαβε να πει και ξανάπεσε στη προτύτερη αλαλία. Ούτε ένα τρεμόπαιγμα , ούτε μια σπίθα, όσο προσηλωμένα κι αν κοίταζε ο Τ στα ξεραμένα της μάτια. Σημάδι ότι η επικοινωνία με τον έξω κόσμο είχε διακοπεί απότομα.
"Μη στενοχωριέσαι κορίτσι μου, υπομονή και όλα θα πάνε καλά…" της είπε "… άλλωστε μόνο τα πρώτα 80 χρόνια είναι δύσκολα" φόρεσε το καπέλο του, πήρε το μπαστούνι του και κίνησε να φύγει μα κοντοστάθηκε για μια στιγμή καθώς την άκουσε πίσω του να επαναλαμβάνει: "Λυπούμαι πολύ που τα πράγματα πήγαν έτσι, ωραία τα λες αδελφούλη μου"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου