Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, ο Ν ήταν χλωμός. Γύρισε προς το μέρος μου και ψέλλισε: Πιάσανε τις
Evelyn Evelyn. Τις έχουν στο τελωνείο. Κοιταχτήκαμε και το αποφασίσαμε σιωπηρά. Η απελευθέρωση των βινυλίων μας (δυστυχώς δεν ήταν μόνο οι Evelyn Evelyn) από τα χέρια τελώνων και φαρισαίων ήταν μονόδρομος.
Δυο μέρες αργότερα σιδερώσαμε τις μπέρτες μας, φορέσαμε τις στολές υπερηρώων – ξέραμε πως θα έχουμε δύσκολη αποστολή – και κινήσαμε προς τη χώρα του ΕλΒελ.
Όλα ξεκίνησαν περίφημα παρότι παρκάραμε 2 χιλιόμετρα μακρύτερα. Το αδειανό πάρκινγκ του τελωνείου ήταν ΜΟΝΟ για τους υπαλλήλους της υπηρεσίας, τωρινούς ίσως και μελλοντικούς. Πληρώσαμε διαμαρτυρόμενοι και τα πρώτα ακατανόητα 15 ευρώ στην ιδιωτική εταιρία μεταφορών (UPS) προκειμένου να μας δώσουν το φάκελο/δικαίωμα διεκδίκησης του δέματός μας από τη δημόσια υπηρεσία και κατευθυνθήκαμε προς αυτή.
Καλημέρα σας, θα θέλαμε να.… λιτά και περιεκτικά εξηγήσαμε την κατάσταση στην αρμόδια υπάλληλο.
Εκείνη έκανε πως μας άκουσε υπομονετικά, και δίχως να σηκώσει το βλέμμα από τον πάγκο του γκισέ της μας έδωσε ένα χαρτί: "Παρακαλώ συμπληρώστε την αίτηση", είπε. Γύρω 2-3 υπάλληλοι έβαζαν που και που καμιά μολυβιά στα χαρτιά τους μεταξύ καφέδων και συζητήσεων περί ανέμων και υδάτων. Ουρά δεν υπήρχε πουθενά, μονάχα εμείς και άλλος ένας ομοιοπαθής.
η αίτηση
Κοίταξα την φόρμα της αίτησης. Μεγάλη δε την έλεγες, Α4 μηχανογραφημένη με καμιά 20αριά κουτάκια προς συμπλήρωση. Τα sos: όνομα, επώνυμο, διεύθυνση, ΑΦΜ, πέσανε και ήταν τα μόνα που ξέραμε. Τα υπόλοιπα σα να ήταν εκτός ύλης. Πως όταν βλέπεις στον ύπνο σου ότι πας να γράψεις ένα μάθημα ξέρω ‘γω πες γεωγραφία και σου πέφτουν θέματα κβαντομηχανικής. Τέτοια κατάσταση.
Κωδικός κράτους αποστολής, κωδικός αεροδρομίου και τελωνείου εξαγωγής και εισαγωγής προϊόντος, αριθμός πτήσης και εκτελωνισμού, νούμερο αποθήκευσης και κάτι τέτοια απίθανα. Εντάξει χρειαζούμενα θα είναι όλα αυτά, δεν αντιλέγω, αλλά δώσε μου έναν μπούσουλα, μια λίστα βρε αδελφέ, ένα βιβλίο, κάτι εν πάση περιπτώσει να ανατρέξω ώστε να σου τα βρω μόνος χωρίς να σε ενοχλήσω. Πως αλλιώς να συμπληρώσω την αίτηση; με
επιφοίτηση ή με
αυτόματη γραφή;
η κυρία Μαριάνθη
Μήπως υπάρχει κάποιος οδηγός να… άρθρωσα, μα ένα "Όχι, κύριε" δε με άφησε να αποσώσω. Έτσι τόλμησα την κρίσιμη ερώτηση: Θα μπορούσατε τότε να μας βοηθήσετε εσείς στη συμπλήρωση της αίτησης;
"Όχι βέβαια, είπε η κυρία Μαριάνθη (έτσι τη λέγανε) δε βλέπετε ότι πνίγομαι. Χα, αλίμονο και αν προλάβαινα! Σε μισή ώρα ξαναελάτε ή ίσως κι αργότερα μήπως βρω καθόλου ελεύθερο χρόνο. Ειδάλλως αν βιάζεστε (κι εδώ είναι το ζουμί) να πάτε στον κύριο απέναντι στο τραπεζάκι να σας τη συντάξει ".
Ο μουσάτος κύριος στο τραπεζάκι απέναντι από το γκισέ μας καλωσόρισε. Ελάτε εδώ παιδιά θα σας τη φτιάξω εγώ είπε και έπιασε αμέσως ένα στυλό από τον ανοιχτό χαρτοφύλακα που έχασκε μπροστά του. Σπάνια καλοσύνη σκέφτηκα, και κατακόκκινος μα χαμογελαστός τον ρώτησα: Είστε υπάλληλος της υπηρεσίας;
Όχι, αλλά θα σας βοηθήσω αποκρίθηκε, -Αφιλοκερδώς; ξαναρώτησα, -Ε, δε θα τα χαλάσουμε εκεί, ένα καφέ, κατιτίς για τον κόπο μου συμπλήρωσε.
η αλήθεια
Την απάντηση την περίμενα, απλά ήθελα να ακουστεί δυνατά στο δωμάτιο, μάζεψα τα χαρτιά μου και κατευθύνθηκα ξανά προς την κυρία Μαριάνθη. Εκεί με ειλικρινή (χαχα) έκπληξη στη φωνή την ενημέρωσα: κυρία Μαριάνθη, ο κύριος που με στείλατε ΔΕΝ είναι συνάδελφός σας, θέλει χρήματα.
Αμήχανα η καλή υπάλληλος με παρέπεμψε στον επόπτη – προϊστάμενο της – 2 μέτρα πιο κει -, ο οποίος - αφού κι αυτός δεν προλάβαινε να μας βοηθήσει - μας πρότεινε ξανά τη λύση του μουσάτου κύριου στο τραπεζάκι. Αισθάνθηκα χρέος να ενημερώσω κι αυτόν πως ο εν λόγω κύριος ΔΕΝ είναι συνάδελφός του, και ότι μου ζήτησε χρήματα, όταν δε είπε: "Καλέ για ένα καφέ σας είπε ο άνθρωπος" μπορεί και να φώναξα δυνατότερα απ' ότι έπρεπε πως δε σκόπευα να δώσω ΟΥΤΕ ένα ευρώ.
Κάπου εκεί υποψιάστηκαν ότι είχαν μπλέξει με τους "μαλάκες της ημέρας", βεβαιώθηκαν ωστόσο μετά τη δήλωση μας προς την κυρία Μαριάνθη, πως μπορούμε να την περιμένουμε όσο χρειαστεί, ακόμα και μέχρι να σχολάσει, έχουμε χρόνο εμείς, μην αγχώνεται και άλλα τέτοια.
Θα ήθελα να ήταν ψήγματα ντροπής αλλά μάλλον ήταν η απειλή της συνεχούς παρουσίας μας στο χώρο που θα χαλούσε την εύρυθμη(!!!) λειτουργία του γραφείου που έκανε το διπλανό υπάλληλο να προθυμοποιηθεί να μας βοηθήσει - του πήρε μόλις 44’’ να τη συμπληρώσει να απλώσει το χέρι του και να τη δώσει στην κυρία Μαριάνθη για υπογραφές.
Και τότε - σαν σε ομαδική παράκρουση - υπάλληλοι και επόπτης έγιναν άξαφνα πολύ ευγενικοί: - Ακόμα εδώ είναι τα παιδιά; - Συγγνώμη για την καθυστέρηση - Έχω κι εγώ βινύλια, έχουν πιο γλυκό ήχο, τα έχω στην αποθήκη(?) - Τι όμορφες παραλίες που έχει ο τόπος γέννησής σας, - έ, όχι και να χρεώσουμε τόσο πολύ τους κυρίους - και κατόπιν σηκώθηκαν από τις θέσεις τους, να συνεχίσουν την καθημερινότητά τους.
Σα σαύρα είναι είπε η κυρία Μαριάνθη βγάζοντας από τη θήκη του ένα βιολί προκειμένου να εκτιμήσει την αξία του και το φόρο που θα του επέβαλλε.
3 κτίρια, 9 γραφεία, 12 υπογραφές & 110 λεπτά αναμονής αργότερα έχοντας 40 ευρώ λιγότερα στις τσέπες βγήκαμε στην κάψα της Αττικής οδού.
Ένας καυτός λίβας έκανε τις μπέρτες μας να ανεμίζουν.
|
οι μπέρτες μας ανέμιζαν στο Λίβα |
Κάθε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και ονόματα κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Επίσης τα ονόματα (του δικού μου συμπεριλαμβανομένου) είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου.
Διάβασε ακόμα: