Παμπάλαιος λογαριασμός, χαρισμένος από τη γιαγιά πριν καν γίνω 10 ετών, “Να ‘χεις να με θυμάσαι όταν θα φύγω”, μου χε πει βάζοντας μου το μπλε βιβλιαράκι στο χέρι. Κι εγώ τη μακάρισα κάμποσες φορές από τότε, από την πρώτη κιόλας μέρα της ενηλικίωσης μου. Μέσω αυτού αγοράστηκαν δίσκοι και βιβλία, βρήκαν κάποια ταξίδια χορηγό, και γενικά προσφέροντας τις «πολυτέλειες» που δεν χρηματοδοτούνταν από την πατρική εστία, ο λογαριασμός αυτός υπήρξε σωτήριος σε όλες τις άφραγκες περιόδους μου. Κι όταν ακόμα στέρεψε μετά τα φοιτητικά, φρόντισα και τον τάισα κάνα δυο μισθούς μόλις πρωτόπιασα δουλειά. Εφοδιασμένος μ’ αυτά τα χρήματα έμεινε ξεχασμένος
– καβάτζα για τη δύσκολη ώρα - σε κάποιο συρτάρι, ή έτσι τουλάχιστον νόμισα μέχρι προχθές που τον αναζήτησα.
κεφάλαιο 2ο
Καλημέρα είπα στην προϊσταμένη, καλημέρα μου αντευχήθηκε κι εκείνη, πήρε ένα λευκό χαρτί απ’ το γραφείο της, σηκώθηκε και έφυγε.
Κεράστηκα μόνος μια καραμέλα για το κοινό, την παρακολούθησα χαμογελώντας όσο περίμενα να επιστρέψει. Την είδα να παλεύει για λίγο με την καφετιέρα του υποκαταστήματος - πήρα μια δεύτερη καραμέλα – κι έπειτα να συνομιλεί με μια υπάλληλο πριν κατευθυνθεί εκ νέου στην καφετιέρα. Ξαναγύρισε στο γραφείο της, έχοντας ακόμη το λευκό χαρτί στα χέρια.
Καλημέρα ξαναείπα, και έσπευσα να δηλώσω την απώλεια του βιβλιαρίου του ταμιευτηρίου. Ναι, σ’ αυτό το κατάστημα είχε ανοιχτεί ο λογαριασμός, απάντησα στη σχετική ερώτηση της και αυτή αμέσως μου σημείωσε τη λίστα των απαιτούμενων δικαιολογητικών για …άνοιγμα νέου λογαριασμού.
Όσο άδικο κι αν μου φάνηκε το ότι μου ζήτησε περισσότερα "χαρτιά" απ' όσα χρειάζονταν, όσο κι αν διαμαρτυρήθηκα, εξηγώντας πως επρόκειτο ΜΟΝΟ περί επανέκδοσης βιβλιαρίου, αποφάσισα να μην δημιουργήσω επεισόδιο, να μην ανεβάσω πίεση και αποχώρησα υπό τους ήχους της Lady Gaga στο τρανζιστοράκι κάποιου υπαλλήλου. Άκουσα και την καφετιέρα να ειδοποιεί την προϊσταμένη να πάει πάλι προς το μέρος της.
κεφάλαιο 3ο
Επέστρεψα με όλα τα «απαραίτητα» και περίμενα κάτι περισσότερο από 30 λεπτά αν και μόλις τρίτος στη σειρά μιας και στα τρία ταμεία διεκπεραιώνονταν μάλλον εσωτερικές υποθέσεις της υπηρεσίας.
Ο υπάλληλος που "κλήρωσε" στο χαρτάκι προτεραιότητας με το νο103 που κατείχα υπήρξε ευγενέστατος. Το ίδιο παρέμεινα κι εγώ παρ’ όλο που χρειάστηκε να τον διαβεβαιώσω πως δε είμαι του 1943 γεννηθείς και δε με λένε Μαρία μα ούτε του 1968 με όνομα Ευαγγελία. Χαρήκαμε και οι δύο όταν τελικά κατάφερε και εντόπισε τα αναζητούμενα στοιχεία. Αυτά του μοναδικού δικαιούχου του απολεσθέντος λογαριασμού, εμού του ιδίου.
"Πόσα χρήματα είχατε;" Με κοίταξε.
"Δεν είχα, __ΕΧΩ", απάντησα, "και το ποσό θα το δείτε στον υπολογιστή σας, δε θυμάμαι ακριβώς."
"Βλέπω περίπου τόσα ευρώ ..." συνέχισε, λέγοντας μου ένα νούμερο.
Μπορεί να μη θυμόμουν το ακριβές ποσό αλλά ήμουν σίγουρος πως επρόκειτο για περισσότερα, τουλάχιστον τα τριπλάσια, δεν το ανέφερα όμως.
"Είστε σίγουρος;"ρώτησα, μου έγνεψε καταφατικά.
Μου δόθηκαν καρτέλες και λίστες να συμπληρώσω, το έκανα, έδωσα και ξανάδωσα στοιχεία ώσπου έφτασε η ώρα των υπογραφών. Άρχισα να ρίχνω από μια βιαστική ματιά, ως συνήθως, σε κάθε έγγραφο κι έβαζα τη μουτζούρα μου. Σταμάτησα πριν υπογράψω το τελευταίο, την προσοχή μου τράβηξε στην αρχή η αισθητική του, κατόπιν τα γραφόμενα της φωτοτυπημένης - με χειρόγραφο κείμενο - υπεύθυνης δήλωσης, την οποία και διάβασα ολόκληρη.
Σε αυτήν, μεταξύ άλλων καλούμουν «...να αποδεχτώ το όποιο ποσό εκ μεταφοράς λογαριασμού αναγραφεί στο νέο μου βιβλιάριο ...» όπως και ότι "...ακόμα κι αν κάποτε βρεθεί το απολεσθέν, ουδεμία απαίτηση θα έχω σε περίπτωση που εκεί βεβαιώνεται ποσό διαφορετικής τάξης μεγέθους".
Αυτό ήταν και το μονο χαρτί που του παρέδωσα ανυπόγραφο, αφού διάβασα τελικά και όλα τα υπόλοιπα.
"Θα ήθελα παρακαλώ", του είπα με αγγλική ευγένεια, "όπως μου τυπώσετε την κίνηση του λογαριασμού ΜΟΥ κατά την τελευταία τριετία". Θεωρηθείσα πιθανότατα ως αγγαρεία (;) ή εκτός διαδικασίας επανέκδοσης βιβλιαρίου (;;) ετούτη η αξίωση μου τον οδήγησε στην προϊσταμένη, με τις εντολές της οποίας τελικά τυπώθηκε το παραστατικό κίνησης λογαριασμού και - Ω !!! του θαύματος - το τριπλάσιο ποσό που ανέμενα, ενεφανίσθη καταγεγραμμένο σε αυτό. Υπέγραψα και την ακαλαίσθητη Υ.Δ.
Χαρούμενος (κοίτα που φτάσαμε) πέρασα από το γραφείο της προϊσταμένης, την ευχαρίστησα, πήρα μια καραμέλα κι έφυγα περήφανος που δε πιάστηκα μαλάκας. Ή έτσι νόμισα αρχικά.
Αθήνα 3/12/2010
κεφάλαιο 4ο
(και τελευταίο)
Περήφανος ακόμα την επομένη, έριξα μια ματιά στο βιβλιάριο πριν ξεκινήσω να μετατρέπω σε ανάρτηση την "περιπέτεια" μου. Και σάστισα όταν είδα το ποσό του βιβλιαρίου να είναι κατά τι μικρότερο εκείνου του παραστατικού κίνησης λογαριασμού. Πρέπει να χτύπησα 17 σε πίεση και 100 στη εκατοντάβαθμη "κλίμακα του κορόιδου".
Καλημέρα είπα στην προϊσταμένη, καλημέρα μου αντευχήθηκε κι εκείνη τρεις μέρες αργότερα. Συστήθηκα ξανά, με θυμήθηκε, και άφησα το βιβλιάριο ανοιχτό στο γραφείο της.
"Πόσα χρήματα πιστεύετε ότι έχω στο βιβλιάριο αυτό;" ρώτησα, και την άκουσα να μου διαβάζει γλυκύτατα το αναγραφόμενο ποσό.
"Μα δείτε, εδώ γράφει άλλο ποσό", της αποκρίθηκα κατακόκκινος, μα με όμοια γλύκα στη φωνή και της πρότεινα το παραστατικό κίνησης λογαριασμού. "Κρατήστε το", συμπλήρωσα, "έχω φυλάξει αντίτυπο για μένα". Βλοσυρή, με ένα ανεπιτυχές να με κανει να νιώσω άβολα, βλέμμα, πήρε τότε το βιβλιάριο και Ω!!! του θαύματος, με μια εν είδη ενημέρωσης κίνηση (μόλις 3 μέρες μετά την έκδοση του) εμφάνισε σε αυτό το υπόλοιπο ποσό, τη διαφορά των δύο εντύπων.
Σηκώθηκα, πήρα μια καραμέλα και αποχώρησα υπό τους ήχους της Sandra - που τη θυμήθηκαν άραγε αυτή, σκέφτηκα.