Δεν 'πα να γαμηθούνε και οι Πυξ Λαξ φώναξα εκνευρισμένος, άναψα μες την τσαντίλα άλλο ένα τσιγάρο και μέτρησα ξανά τις μέρες, είχα να ακούσω μουσική κοντά ένα μήνα, δε μου ‘χε ξανατύχει από τότε που ήμουν 7 κι άκουγα ABBA. Τώρα με νήστευαν αναγκαστικά από οποιουσδήποτε ενορχηστρωμένους ήχους, έτσι έλεγε ο κανονισμός κι έτσι γινόταν αφότου βέβαια σίγησε το τρανζιστοράκι που είχα περάσει στα κρυφά, τέλειωσαν την πρώτη κιόλας μέρα οι ληγμένες μπαταρίες που μου είχε πουλήσει ο ψιλικατζής στην πλατεία της Τρίπολης.
Τα μισάωρα “μουσικά” διαλείμματα από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου μόνο ακρόαση μουσικής δεν τα έλεγες, μάλλον ως έξτρα καψόνι λογιζόταν : τελειωμένα σκυλάδικα, Ματθαίος Γιαννούλης και τοπικά δημοτικά γαμούσαν αυτιά κάθε απόγευμα και σ’ έκαναν να προσεύχεσαι για εσπευσμένη επιστροφή στις αγγαρείες, ήσουν δεν ήσουν κουρασμένος. Που και που έσκαγε καμιά Γαρμπή: Αρχίζω πόλεμο και τέτοια κι ανέβαινα από το μείον στο μηδέν.
Μικρό το κακό, δε θ’ ακούσω το «Άστη να λέει», έπρεπε να έχω σκεφτεί , δε το έκανα, βλαστήμησα μόνο άρον άρον την τύχη μου – άδικα όπως αποδείχτηκε - που κληρώθηκα να κάνω την πρώτη, την παρθενική από τις πολλές εκατοντάδες που ακολούθησαν, σκοπιά (άτυπη, άγραφη και έκνομη μιας και δεν είχαμε ακόμη ορκιστεί). Και λέω πως άδικα τα βαλα με την τύχη μου γιατί λίγες ώρες μόνο μετά έμαθα πως «κληρώθηκα», - δεν ήταν θέμα τύχης αλλά βύσματος - να χάσω τη γιορτή του σμηνίτη με καλεσμένους τους Πυξ Λαξ.
Όταν αργότερα μπούκαρα στο θάλαμο – μόνο ξεθυμασμένο δε με έλεγες – άκουσα και τη συνέχεια: ο κλήρος δεν αφορούσε μόνο στη φύλαξη του στρατοπέδου, το τυχερό ήταν μεγαλύτερο: θα είχα (καλά, όχι μόνος, αλλά εκείνη τη στιγμή το τομάρι μου έβαζα πρώτο) την τιμή και υποχρέωση να βοηθήσω το στήσιμο όλου του επίγειου μέρους της διοργάνωσης.
Ο κτηνίατρος που το ‘παιζε γιατρός φορώντας πυτζάμες καλοκαιριάτικα χαμογελούσε ξαπλωμένος στα σεντόνια του.
Έτσι κι έγινε: με το που τελειώναμε τις πολύωρες πρόβες παρέλασης στον αεροδιάδρομο της Τρίπολης, τα ασπρίσματα τοίχων και τειχών, και τις μισάωρες προσοχές με σκαρπίνια μισό νούμερο μικρότερα – εντολή να τα συνηθίσουμε για την ορκωμοσία – θα είχα να σκουπίσω στρέμματα εξωτερικών χώρων, να κουβαλήσω εκατοντάδες καρεκλοτραπέζια και να πλύνω δεκάδες σερβίτσια των 100 για τη “μεγάλη βραδιά”.
Η αεροπορία βλέπεις, στελεχώνεται από δυο ειδών εφέδρους: αυτούς που πρέπει να «κάνουν τη θητεία» τους όμορφα και καλά - σε άλλη περίπτωση δε θα υπηρετήσουν καν - και εκείνους που εκπαιδεύονται ως υπηρέτες. Υπηρέτες αξιωματικών κάθε βαθμίδας, πολιτικού προσωπικού καθώς και συναδέλφων του πρώτου είδους.
Λοιπόν, εγώ ανήκα στο δεύτερο είδος και τώρα βρίσκομαι με 38 υπό σκιάν, αν και η μόνη σκιά είναι αυτή του γείσου του τζόκεϊ στα μάτια μου, σκούπα και φαράσι στη μέση μιας ασφαλτοστρωμένης αλάνας. Παραδίπλα μου, ο Λευτεράκης με το ένα μάτι – απορώ γιατί δεν πήρε απαλλαγή το παιδί αυτό – xαμογελάει: Ρε συ αν θες να το μοιραστούμε, να ‘ρθω να πάρω το όπλο σου να σου κάνω τη μισή σκοπιά, δε θα καταλάβει κανένας ότι λείπεις, θα κάτσω εγώ στη θέση σου, και συ να ‘ρθεις να ακούσεις κανα τραγούδι, μου λέει. Θενκς ρε Λευτέρη, να ‘σαι καλά, δε με νοιάζει που θα χάσω τους πυξ λαξ, ειλικρινά. Το ότι πρέπει να γλύψω το γήπεδο μεσημεριάτικα, την άσφαλτο που καίει, αυτό είναι που με τρελαίνει, του απαντώ και το βουλώνω, άκρη δεν βγάζεις με το Λευτέρη.
Εντάξει το γήπεδο το λάμψαμε, μετά μεταφέραμε αμέτρητα τραπέζια, τα στήσαμε σε σχήμα Π, κουβαλήσαμε πολλαπλάσιες καρέκλες, στρώσαμε και τα τραπεζομάντηλα. Αποκαμωμένοι οι 18 εκλεκτοί σταθήκαμε στον ήλιο και μείναμε να χαζεύουμε τους τεχνικούς που έστηναν πιο κει τη σκηνή. Ρε παλληκάρια βάλτε ένα χεράκι να κουβαλήσουμε τα μηχανήματα, μας φώναξε κάποιος από δαύτους. Με μεγαλοπρεπή αγένεια, 2-3 έφτυσαν κάτω στην σκουπισμένη άσφαλτο, δεν περίσσευε ίχνος διάθεσης, τους γυρίσαμε την πλάτη και έφυγε ο καθένας κατά κει που θεωρούσε καλύτερη κρυψώνα. Εγώ κίνησα για το κρεβάτι μου, την έπεσα ντυμένος και με τ’ άρβυλα φορεμένα και ειλικρινά δεν περίμενα να με φωνάξουν από τα μεγάφωνα τόσο σύντομα.
Βλέπεις δεν είχαμε ακόμα πιάσει πάτο – μακάρι όπως αποδείχτηκε να κουβαλούσαμε για τους τεχνικούς – μιας και πέσαμε στις αγκαλιές κάποιου υποδιοικητή που κατεβαίνοντας από το σημαιοστολισμένο του τζιπ και αφού μας εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του: “Για την μονάδα και την πατρίδα η προσφορά σας είναι πολύτιμη”, τι ηλίθιος, μας διέταξε να φάμε ! “Ναι, ναι, ακόμα κι αν δεν πεινάτε θα είστε εκεί”.
Αγγελόπουλος. Ότι και να κοιτάξεις τρεμοπαίζει ιδωμένο πίσω από τη ζεστή πίσσα του γηπέδου, ένα τεράστιο – σα γαμήλιο – τραπέζι σε σχήμα Π στη μέση και κάποιοι έχουν ήδη αρχίσει να τρώνε κάτω απ’ το λιοπύρι - υποχρεωτικά ασκεπείς – ένα κοτόπουλο που βρωμάει, με πατάτες, από τους δίσκους που είχαμε οι ίδιοι κουβαλήσει πριν από τα μαγειρεία. Εγώ δεν έφαγα μπουκιά από τη μερίδα μου, μετρούσα ακίνητος τις σφήγκες που έρχονταν στο πιάτο μου, μάζευαν στα λεπτά τους πόδια το λίπος από την πέτσα, το έπλαθαν μικρούς σβώλους, κι έφευγαν για τη φωλιά τους φορτωμένες. Κάθε φορά γυρνούσαν περισσότερες, κι εγώ αποχαυνωμένος έκοβα το κρέας σε μικρότερα κομμάτια να τις διευκολύνω, προσέχοντας μην τραυματίσω καμιά τους με το πηρούνι μου.
Εκεί ήταν που κονόμησα μια καραμπινάτη ηλίαση, ήθελα να ξεράσω, είχα στα σίγουρα ανεβάσει πίεση, ίσως και πυρετό αλλά πάλι δε χτυπάς αναβολή γιατί σε έριξαν σε 5-10 αγγαρείες περισσότερες κι έπειτα σε έβαλαν να φας στραίητ κάτω από τον ήλιο της Τρίπολης. Αυτά σκεφτόμουν γυρνώντας στο θάλαμο να βρω κανένα χάπι για τον πονοκέφαλο, την ίδια ώρα που οι υπόλοιποι είχαν ήδη ξεκινήσει με στρατιωτικό βήμα – μην ξεχνιόμαστε κιόλας – και τα μαξιλάρια τους παραμάσχαλα, το δρόμο για το φρουραρχείο.
Έριξα άφθονο νερό στο κεφάλι, αντάλλαξα τις απαραίτητες άγριες ματιές με τον ιδρωμένο γιατρό που διάβαζε τώρα στο κρεβάτι του – για την ιστορία, ο κτηνίατρος είναι το προτελευταίο άτομο που έχω χτυπήσει μέχρι σήμερα στη ζωή μου όχι όμως εκείνη τη μέρα – και τράβηξα τρεις τέσσερις τζούρες απ’ το στριφτό ενός Λιοσιώτη, καλό παιδί, δε μου ‘ρχεται το όνομά του, μπας κι ηρεμήσει το στομάχι μου. Έπειτα ήπια δυο ασπιρίνες και με το μαξιλάρι μου αγκαλιά ξεκίνησα να βρω τους άλλους.
Περνώντας από το γήπεδο, είναι αλήθεια άστραφτε η άσφαλτος από καθαριότητα, πεντέξι Πυξ Λαξ κάνανε sound check 1-2, 1-2, 1-2, πάμε τις κιθάρες τώρα και τέτοια μα δε γύρισα καν να κοιτάξω προς το μέρος τους. Φουρκίστηκα απλά περισσότερο όταν ένας τους φώναξε από το μικρόφωνο: «Νομίζω πως κάποιος θα χάσει τη συναυλία σήμερα», κάνουν κι αστειάκια οι μαλάκες σκέφτηκα. Κι έπειτα είπε: «Να του αφιερώσουμε λοιπόν ένα τραγούδι», ρε άντε γαμηθείτε είπαμε, είπα δυνατά.
Καλώδια ακούστηκαν να συνδέονται κι έπειτα κάποιοι μικροφωνισμοί, επιχείρησα να τους προσπεράσω επιταχύνοντας αλλά με πέτυχαν στην πλάτη οι - πρώτοι οργανωμένοι εδώ και βδομάδες - ήχοι – μπάσο, τύμπανα και μετά κιθάρα – που ήρθαν και ενώθηκαν σε μια φρενήρη – τουλάχιστον έτσι τη θυμάμαι, μπορεί και να υπερβάλω –εκτέλεση του All Along the Watchtower στην ηλεκτρική του διάσημη εκδοχή.
Κοίταξα γύρω, δεν υπήρχε στο γήπεδο ψυχή παρά μόνο η αφεντιά μου, ακούμπησα κάτω το μαξιλάρι, έκατσα κι εγώ μούσκεμα στον ιδρώτα, η άσφαλτος ζεματούσε τώρα, έβγαλα τζόκεϊ και χιτώνιο και έκλεισα τα μάτια, είχα κόντρα τον ήλιο που κατέβαινε. Δε θυμάμαι πόση ώρα το κράτησαν, αν το άκουσα όλο, ούτε καν αν έκλαιγα από την αρχή του τραγουδιού.
Σηκώθηκα, είπα ευχαριστώ με μια υποψία υπόκλισης και τράβηξα να βρω τους υπόλοιπους φύλακες.
Τώρα αυτή η ιστορία για το πως αγάπησα τους Πυξ Λαξ – και τους αγαπώ ακόμα - πιθανότατα δεν ενδιαφέρει κανέναν και οι φίλοι μου την έχουνε ακούσει live – αν και όχι τόσο περιγραφικά - χίλιες φορές, την γράφω όμως κι εδώ λιγότερο χύμα απ’ ότι όταν μιλάω σε μια προσπάθεια να μην τη διηγηθώ ξανά.
Και χίλια μπράβο σ’ όποιον άντεξε κι έφτασε μέχρι εδώ κάτω, θαυμάζω ειλικρινά την υπομονή του.