31 Αυγούστου 2011

καλό χειμώνα και δε θέλω αντιρρήσεις

print screen από το "Last days of August"
Λίγες ώρες πριν από το επίσημο τέλος του καλοκαιριού, και προσπερνώντας τη "μεταμοντέρνα" απέχθεια στο "Καλό Χειμώνα" που είθιστε να ακούγεται τέτοιες μέρες, εύχομαι Καλό Χειμώνα (και καλό φθινόπωρο εννοείται) σε όλους με βροχές, με κρύα και με χιόνια. 



υγ. το ξέρω πως έχω αναρτήσει ξανά το “Last days of August” (για την ακρίβεια ακριβώς πριν από ένα χρόνο), μα - με ένα μοναδικό τρόπο - εξακολουθεί να με συγκινεί, παρότι δικό μου. Όποιος έχει τα κουράγια ας το δει ολόκληρο και σε μεγάλη οθόνη. Αν πάλι υπάρχουν πληροφορίες για το soundtrack παρακαλώ ας με βοηθήσει, καθώς το μουσικό θέμα βρέθηκε στο αρχείο μου χωρίς καμία - μα καμία πληροφορία.

29 Αυγούστου 2011

η μηχανή μου πήρε φωτιά

στην Ύδρα.

Παρθενική μου επίσκεψη στο νησί, ενθουσιασμένος (μετά από καιρό) με το τοπίο που συνάντησα, εστίασα σε λεπτομέρειες που μου έφτιαξαν τη διάθεση και τράβηξα εκατοντάδες φωτογραφίες. Αξιολάτρευτο και το περιπετειώδες ταξίδι προς τη νήσο, το οποίο δεσμεύομαι να μνημονεύσω ξεκούραστος, σε κάποια από τις επόμενες αναρτήσεις.


τίνος είσαι εσύ;


  


  


τρρρρρρρρρ!




23 Αυγούστου 2011

το τέλος μιας αίσθησης



Ατυχής και αποκαρδιωτική η επιλογή του ονόματος ετούτης της ψαροταβέρνας, μας κάνει να ξεκαρδιζόμαστε πάντα όταν περνάμε από ‘κει κι ύστερα να επιδιδόμαστε σε παιδιάστικους συνειρμούς του στυλ:

Δισκοπωλείο: Το δείλι της ακοής,
Αρωματοποιείο: Η δύση της όσφρησης,
Κινηματογράφος: Το σούρουπο της όρασης

κι ίσως κι άλλους με τις εξίσου στενάχωρες λευτεροπαπαδοπουλικές λέξεις: γιόρμα, απόβραδο, μα ποτέ δε μας κέρδισε να πάμε να φάμε εκεί. 
Ακούς εκεί: το ηλιοβασίλεμα της γεύσης!

19 Αυγούστου 2011

ο κλέφτης αρκούδος



Δεκάδες προσκοπάκια ακροβολισμένα στους γύρω λόφους προσπαθούν να ανασυνταχτούν σε ομάδα βγάζοντας μακρόσυρτα «έοοοοο» και «άουουουου». Η απίστευτη βαβούρα διακόπτει την απογευματινή ηρεμία, αφήνω το βιβλίο που διαβάζω και κοιτάζω προς το μέρος τους. Μάλλον έχουν χαθεί, σκέφτομαι και γελάω.

Φλάσμπακ: αρχή της δεκαετίας του 90, Βίκος

Έχει σουρουπώσει και στον καταυλισμό μας επικρατεί αναβρασμός.  "Μπορεί να στα πήραν τα προσκοπάκια, πέρασαν την ώρα που εγώ μάζευα ξύλα για τη φωτιά", είπα. Ένα «έοοοο» ακούγεται από μακριά. 

"Μπάαα, αρκούδα πρέπει να ήταν", λέει ο Π και ξαναμετράει τα σάντουίτς του βγάζοντάς τα πάλι 4 λιγότερα.  Οι υπόλοιποι αρχίζουν να συζητούν το τρομαχτικό ενδεχόμενο κι εγώ που θέλω να γελάσω μα δεν το τολμώ, απομακρύνομαι,  πάω μόνο λίγο πιο κει, να ρευτώ με την ησυχία μου. Μμμ, βούτυρο Κερκύρας, ζαμπόν, τυρί, ντομάτα, μαγιονέζα. 

2 μέρες πρίν

Ο τσοκορέλλος με προετοιμάζει τηλεφωνικά για τη διάσχιση της χαράδρας του Βίκου: "Λοιπόν: φόρμα, αθλητικά παπούτσια, κανα πακέτο μακαρόνια, γενικώς ελαφρύ σακίδιο, στα υπόλοιπα θα σε καλύψω εγώ. Μην ξεχάσεις,  θα σε μαζέψουμε από τα διόδια της Πάτρας".

Ο τσοκορέλλος τελικά με κάλυψε, έφερε κι αυτός μακαρόνια, ένα (1) κρεμμύδι και γκαζάκι βουνού για να τα μαγειρέψουμε. Εντωμεταξύ γύρω μας κυκλοφορούν χυμοί, μέλια, καφέδες, γάλατα, μαρμελάδες, καπνιστά αλλαντικά, πολλών ειδών τυριά, μανιτάρια, σάλτσες, γαρίδες, μπιφτέκια, σαλάτες και σάντουιτς. 

+update

Η απάντηση του chocorello στη συγκεκριμένη ανάρτηση ΕΔΩ

17 Αυγούστου 2011

συμβουλές για καλό ύπνο χωρίς κουνούπια


το αντικουνουπικό σαλάμι
Φιδάκια, κιτρονέλλες, αουτάν, αντικουνουπικά σπρέυ, ταμπλέτες, ηλεκτρικές μικροσυσκευές και ανεμιστήρες επιστρατεύτηκαν για την διαφύλαξη της ηρεμίας στο νυχτερινό εναέριο FIR μου, με ομολογουμένως αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.
Παρ’ όλα αυτά κατάφερα να έχω ήσυχους και βαθείς καλοκαιρινούς ύπνους χωρίς τα απρόοπτα της περυσινής χρονιάς. Τα μόνα που χρειάζεται να κάνεις αν ζηλεύεις είναι:

1.   Να έχεις καθαρή συνείδηση για να κοιμάσαι βαθειά. Αν πάλι “δεν το ‘χεις” , δυο τρεις μπύρες πριν τη βραδυνή κατάκλιση ίσως βοηθήσουν.
2.   Να έχεις πάντα φιλοξενούμενους. Τα κουνούπια πάνε σε αυτούς, το ξένο (αίμα) είναι πάντα πιο γλυκό.
3.   Να τρως καθημερινά λίγο από το βουλγάρικο σαλάμι (φωτό), η μυρωδιά του μέσα από τους πόρους του δέρματός σου διώχνει μακριά τα ανωφελή έντομα.

υγ. Απορώ γιατί δεν έχει εφευρεθεί  ακόμη το (κατά)πόσιμο εκείνο αντικουνουπικό (σαν το βουλγάρικο σαλάμι ένα πράγμα) που να προσδίνει εκείνη την οσμή που θα ενοχλεί και απομακρύνει τα κουνούπια από κοντά μας.

13 Αυγούστου 2011

XLI σημαίνει σαρανταένα


Πριν 14974 ημέρες, ήταν Πέμπτη, το Άγιο Όρος παραδινόταν στις φλόγες και οι Carpenters ήταν στο Νο 1 για τέταρτη εβδομάδα με το (They Long To Be) Close To You όταν σε ένα μαιευτήριο της Αθήνας άνοιγα για πρώτη φορά τα μάτια μου, βλέποντας ομολογουμένως τα πάντα μπερδεμένα και θολά.

Έκτοτε συνέβησαν πολλά και ίσως και να συμβούν άλλα τόσα από 'δω κι εμπρός. 


11 Αυγούστου 2011

οι Πυξ Λαξ παίζουν για πάρτη μου


Δεν 'πα να γαμηθούνε και οι Πυξ Λαξ φώναξα εκνευρισμένος, άναψα μες την τσαντίλα άλλο ένα τσιγάρο και μέτρησα ξανά τις μέρες, είχα να ακούσω μουσική κοντά ένα μήνα, δε μου ‘χε ξανατύχει από τότε που ήμουν 7 κι άκουγα ABBA. Τώρα με νήστευαν αναγκαστικά από οποιουσδήποτε ενορχηστρωμένους ήχους, έτσι έλεγε ο κανονισμός κι έτσι γινόταν αφότου βέβαια σίγησε το τρανζιστοράκι που είχα περάσει στα κρυφά, τέλειωσαν την πρώτη κιόλας μέρα οι ληγμένες μπαταρίες που μου είχε πουλήσει ο ψιλικατζής στην πλατεία της Τρίπολης.  

Τα μισάωρα “μουσικά” διαλείμματα από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου μόνο ακρόαση μουσικής δεν τα έλεγες, μάλλον ως έξτρα καψόνι λογιζόταν : τελειωμένα σκυλάδικα, Ματθαίος Γιαννούλης  και τοπικά δημοτικά γαμούσαν αυτιά κάθε απόγευμα και σ’ έκαναν να προσεύχεσαι για εσπευσμένη επιστροφή στις αγγαρείες, ήσουν δεν ήσουν κουρασμένος.  Που και που έσκαγε καμιά  Γαρμπή:  Αρχίζω πόλεμο και τέτοια κι ανέβαινα  από το μείον στο μηδέν.

Μικρό το κακό, δε θ’ ακούσω το «Άστη να λέει»,  έπρεπε να έχω σκεφτεί , δε το έκανα, βλαστήμησα μόνο άρον άρον την τύχη μου – άδικα όπως αποδείχτηκε - που κληρώθηκα να κάνω την πρώτη, την παρθενική από τις πολλές εκατοντάδες που ακολούθησαν, σκοπιά (άτυπη, άγραφη και έκνομη μιας και δεν είχαμε ακόμη ορκιστεί).  Και λέω πως άδικα τα βαλα με την τύχη μου γιατί λίγες ώρες μόνο μετά έμαθα πως «κληρώθηκα», - δεν ήταν θέμα τύχης αλλά βύσματος - να χάσω τη  γιορτή του σμηνίτη με καλεσμένους τους Πυξ Λαξ.

Όταν αργότερα μπούκαρα στο θάλαμο – μόνο ξεθυμασμένο δε με έλεγες – άκουσα και τη συνέχεια: ο κλήρος  δεν αφορούσε μόνο στη φύλαξη του στρατοπέδου, το τυχερό ήταν μεγαλύτερο: θα είχα (καλά, όχι μόνος, αλλά εκείνη τη στιγμή το τομάρι μου έβαζα πρώτο) την τιμή και υποχρέωση να βοηθήσω το στήσιμο όλου του επίγειου μέρους της διοργάνωσης. 

Ο κτηνίατρος που το ‘παιζε γιατρός φορώντας πυτζάμες καλοκαιριάτικα χαμογελούσε ξαπλωμένος στα σεντόνια του.

Έτσι κι έγινε: με το που τελειώναμε τις πολύωρες πρόβες παρέλασης στον αεροδιάδρομο της Τρίπολης, τα ασπρίσματα τοίχων και τειχών, και τις μισάωρες προσοχές με σκαρπίνια μισό νούμερο μικρότερα – εντολή να τα συνηθίσουμε για την ορκωμοσία – θα είχα να σκουπίσω στρέμματα εξωτερικών χώρων, να κουβαλήσω εκατοντάδες καρεκλοτραπέζια και να πλύνω δεκάδες σερβίτσια των 100 για τη “μεγάλη βραδιά”.

Η αεροπορία βλέπεις, στελεχώνεται από δυο ειδών εφέδρους: αυτούς που πρέπει να «κάνουν τη θητεία» τους όμορφα και καλά - σε άλλη περίπτωση δε θα υπηρετήσουν καν - και  εκείνους που εκπαιδεύονται ως υπηρέτες. Υπηρέτες αξιωματικών κάθε βαθμίδας, πολιτικού προσωπικού καθώς και συναδέλφων του πρώτου είδους. 

Λοιπόν, εγώ ανήκα στο δεύτερο είδος και τώρα βρίσκομαι με 38 υπό σκιάν, αν και η μόνη σκιά είναι αυτή του γείσου του τζόκεϊ στα μάτια μου, σκούπα και φαράσι στη μέση μιας ασφαλτοστρωμένης αλάνας. Παραδίπλα μου, ο Λευτεράκης με το ένα μάτι – απορώ γιατί δεν πήρε απαλλαγή το παιδί αυτό – xαμογελάει: Ρε συ αν θες να το μοιραστούμε, να ‘ρθω να πάρω το όπλο σου να σου κάνω τη μισή σκοπιά, δε θα καταλάβει κανένας ότι λείπεις, θα κάτσω εγώ στη θέση σου, και συ να ‘ρθεις να ακούσεις κανα τραγούδι, μου λέει.  Θενκς ρε Λευτέρη, να ‘σαι καλά, δε με νοιάζει που θα χάσω τους πυξ λαξ, ειλικρινά. Το ότι πρέπει να γλύψω το γήπεδο μεσημεριάτικα, την άσφαλτο που καίει, αυτό είναι που με τρελαίνει, του απαντώ και το βουλώνω, άκρη δεν βγάζεις με το Λευτέρη.  

Εντάξει το γήπεδο το λάμψαμε, μετά μεταφέραμε αμέτρητα τραπέζια, τα στήσαμε σε σχήμα Π, κουβαλήσαμε πολλαπλάσιες καρέκλες, στρώσαμε και τα τραπεζομάντηλα. Αποκαμωμένοι οι 18 εκλεκτοί σταθήκαμε στον ήλιο και μείναμε να χαζεύουμε τους τεχνικούς που έστηναν πιο κει τη σκηνή. Ρε παλληκάρια βάλτε ένα χεράκι να κουβαλήσουμε τα μηχανήματα, μας φώναξε κάποιος από δαύτους. Με μεγαλοπρεπή αγένεια, 2-3 έφτυσαν κάτω στην σκουπισμένη άσφαλτο, δεν περίσσευε ίχνος διάθεσης, τους γυρίσαμε την πλάτη και έφυγε ο καθένας κατά κει που θεωρούσε καλύτερη κρυψώνα. Εγώ κίνησα για το κρεβάτι μου, την έπεσα ντυμένος και με τ’ άρβυλα φορεμένα και ειλικρινά δεν περίμενα να με φωνάξουν από τα μεγάφωνα τόσο σύντομα.  

Βλέπεις δεν είχαμε ακόμα πιάσει πάτο – μακάρι όπως αποδείχτηκε να κουβαλούσαμε για τους τεχνικούς – μιας και πέσαμε στις αγκαλιές κάποιου υποδιοικητή που κατεβαίνοντας από το σημαιοστολισμένο του τζιπ και αφού μας εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του: “Για την μονάδα και την πατρίδα η προσφορά σας είναι πολύτιμη”, τι ηλίθιος, μας διέταξε να φάμε ! “Ναι, ναι, ακόμα κι αν δεν πεινάτε θα είστε εκεί”. 

Αγγελόπουλος. Ότι και να κοιτάξεις τρεμοπαίζει ιδωμένο πίσω από τη ζεστή πίσσα του γηπέδου, ένα τεράστιο – σα γαμήλιο – τραπέζι σε σχήμα Π στη μέση και κάποιοι έχουν ήδη αρχίσει να τρώνε κάτω απ’ το λιοπύρι  - υποχρεωτικά ασκεπείς – ένα κοτόπουλο που βρωμάει, με πατάτες, από τους δίσκους που είχαμε οι ίδιοι κουβαλήσει πριν από τα μαγειρεία. Εγώ δεν έφαγα μπουκιά από τη μερίδα μου, μετρούσα ακίνητος τις σφήγκες που έρχονταν στο πιάτο μου, μάζευαν στα λεπτά τους πόδια το λίπος από την πέτσα, το έπλαθαν μικρούς σβώλους, κι έφευγαν για τη φωλιά τους φορτωμένες. Κάθε φορά γυρνούσαν περισσότερες, κι εγώ αποχαυνωμένος έκοβα το κρέας σε μικρότερα κομμάτια να τις διευκολύνω, προσέχοντας μην τραυματίσω καμιά τους με το πηρούνι μου. 

Εκεί ήταν που κονόμησα μια καραμπινάτη ηλίαση, ήθελα να ξεράσω, είχα στα σίγουρα ανεβάσει πίεση, ίσως και πυρετό αλλά πάλι δε χτυπάς αναβολή γιατί σε έριξαν σε 5-10 αγγαρείες περισσότερες κι έπειτα σε έβαλαν να φας στραίητ κάτω από τον ήλιο της Τρίπολης. Αυτά σκεφτόμουν γυρνώντας στο θάλαμο να βρω κανένα χάπι για τον πονοκέφαλο, την ίδια ώρα που οι υπόλοιποι είχαν ήδη ξεκινήσει με στρατιωτικό βήμα – μην ξεχνιόμαστε κιόλας – και τα μαξιλάρια τους παραμάσχαλα, το δρόμο για το φρουραρχείο.

Έριξα άφθονο νερό στο κεφάλι, αντάλλαξα τις απαραίτητες άγριες ματιές με τον ιδρωμένο γιατρό που διάβαζε τώρα στο κρεβάτι του – για την ιστορία, ο κτηνίατρος είναι το προτελευταίο άτομο που έχω χτυπήσει μέχρι σήμερα στη ζωή μου όχι όμως εκείνη τη μέρα – και τράβηξα τρεις τέσσερις τζούρες  απ’ το στριφτό ενός Λιοσιώτη, καλό παιδί, δε μου ‘ρχεται το όνομά του, μπας κι ηρεμήσει το στομάχι μου.  Έπειτα ήπια δυο ασπιρίνες και με το μαξιλάρι μου αγκαλιά ξεκίνησα να βρω τους άλλους.

Περνώντας από το γήπεδο, είναι αλήθεια άστραφτε η άσφαλτος από καθαριότητα, πεντέξι Πυξ Λαξ κάνανε sound check 1-2, 1-2, 1-2, πάμε τις κιθάρες τώρα και τέτοια μα δε γύρισα καν να κοιτάξω προς το μέρος τους. Φουρκίστηκα απλά περισσότερο όταν ένας τους φώναξε από το μικρόφωνο: «Νομίζω πως κάποιος θα χάσει τη συναυλία σήμερα», κάνουν κι αστειάκια οι μαλάκες σκέφτηκα. Κι έπειτα είπε: «Να του αφιερώσουμε λοιπόν ένα τραγούδι», ρε άντε γαμηθείτε είπαμε, είπα δυνατά.

Καλώδια ακούστηκαν να συνδέονται κι έπειτα κάποιοι μικροφωνισμοί, επιχείρησα να τους προσπεράσω επιταχύνοντας αλλά με πέτυχαν στην πλάτη οι - πρώτοι οργανωμένοι εδώ και βδομάδες - ήχοι – μπάσο, τύμπανα και μετά κιθάρα – που ήρθαν και  ενώθηκαν σε μια φρενήρη – τουλάχιστον έτσι τη θυμάμαι, μπορεί και να υπερβάλω –εκτέλεση του All Along the Watchtower στην ηλεκτρική του διάσημη εκδοχή.  

Κοίταξα γύρω, δεν υπήρχε στο γήπεδο ψυχή παρά μόνο η αφεντιά μου, ακούμπησα κάτω το μαξιλάρι, έκατσα κι εγώ μούσκεμα στον ιδρώτα, η άσφαλτος ζεματούσε τώρα, έβγαλα τζόκεϊ και χιτώνιο και έκλεισα τα μάτια, είχα κόντρα τον ήλιο που κατέβαινε. Δε θυμάμαι πόση ώρα το κράτησαν, αν το άκουσα όλο, ούτε καν αν έκλαιγα από την αρχή του τραγουδιού.  

Σηκώθηκα, είπα ευχαριστώ με μια υποψία υπόκλισης και τράβηξα να βρω τους υπόλοιπους φύλακες. 

Τώρα αυτή η ιστορία για το  πως αγάπησα τους Πυξ Λαξ – και τους αγαπώ ακόμα - πιθανότατα δεν ενδιαφέρει κανέναν και οι φίλοι μου την έχουνε ακούσει live – αν και όχι τόσο περιγραφικά - χίλιες φορές, την γράφω όμως κι εδώ  λιγότερο χύμα απ’ ότι  όταν μιλάω σε μια προσπάθεια να μην τη διηγηθώ ξανά. 

Και χίλια μπράβο σ’ όποιον άντεξε κι έφτασε μέχρι εδώ κάτω, θαυμάζω ειλικρινά την υπομονή του.

9 Αυγούστου 2011

παντρεμένα ζευγάρια

- Τι λες παίζουμε ένα παιχνίδι που μου ‘μαθε ο ανηψιός μου; Ναι; Λοιπόν, θα λες ότι λέω.
- Και γιατί να λέω ότι λες?
- Ε; Ήταν ένα κόκκινο καράβι.
- Ήταν ένα μικρό καράβι.
- Ήταν ένα κόκκινο καράβι.
- Ήταν ένα μικρό καράβι.
- Ήταν ένα κόκκινο καράβι.
- Ήταν ένα μικρό καράβι, αλλά γιατί να λέω αυτές τις βλακείες;
- Καλά, καλά άστο, δεν πειράζει.
- Όχι, όχι μη το κόβεις.
-
- Ηταν ένα μικρό καράβι,
-
-Τι λες τελικά, μικρό ή κόκκινο;
-
-




Για ένα παντρεμένο ζευγάρι και ένα ραδιoκασσετόφωνο αυτοκινήτου.

6 Αυγούστου 2011

envying Ed Wood

ή πως έσωσα τη Γη από τους εξωγήινους


Βίντεο αγωνίας και δράσης, γυρισμένο εξ’ ολοκλήρου πάνω σε ένα τραπέζι κάποια μέρα του 07.

υγ. Η μουσική είναι του φίλου KaptainMiki aka P. Ghikas (the Chap, x-Raining Pleasure) και "πρωταγωνιστεί" ο τετράχρονος τότε μικρότερος ανηψιός.

υγ.2. Σαν σήμερα ...

3 Αυγούστου 2011

στο Σούνιο το 2011

μεταξύ ουρανού και γης
"Πάω στοίχημα ότι είναι Ρωσίδα. Είναι στατιστικά οι χειρότερες. Θέλουν να φωτογραφίζονται με γόβα στιλέτο πάνω στα μάρμαρα...", μου είπε η φύλακας του αρχαιολογικού χώρου – συμβασιούχος, απλήρωτη από μήνες – , εγώ γέλασα κι εκείνη έφυγε βάζοντας ταυτόχρονα τη σφυρίχτρα στο στόμα.  

Θυμήθηκα ξανά τους ρώσους ναύτες που πέταγαν τις  άδειες μποτίλιες στα βράχια μπροστά ακριβώς από το ναό του Ποσειδώνα και μετά την κωμικοτραγικά επεισοδιακή βουτιά που επιχειρήσαμε με την Ι από το νοτιότερο άκρο της Αττικής, την ίδια εκείνη μέρα. 


Όταν έχουμε φιλοξενούμενους, με τον Ν, τους πηγαίνουμε πάντα στο Σούνιο.  Νόμος. Στην φετινή μας επίσκεψη ασχολήθηκα πάλι με την προσφιλή μου μελέτη και φωτογράφηση της ανθρωπογεωγραφίας των επισκεπτών του ναού. Οι φοβερές πόζες που παίρνουν, οι εκφράσεις και οι γκριμάτσες τους, τα γέλια, τα αγκαλιάσματα και τα στοχαστικά – ειλικρινή ή όχι, δεν έχει σημασία – βλέμματα τους με συγκινούν, μοιάζουν τόσο ταιριαστά με το χώρο, καδραρισμένα  για πάντα και οσονούπω αποθηκευμένα σε κουτιά, φωτογραφικά άλμπουμ ή σκληρούς δίσκους. 


 Υγ. Όπου "Ρώσος" θα μπορούσε να είναι υπήκοος οποιασδήποτε Σοβιετικής Δημοκρατίας. Φαντάζομαι το ίδιο θα ισχύει και για το "Ρωσίδα" της υπαλλήλου.

2 Αυγούστου 2011

άραγε το πιστεύουν;

Pasokάρα

Η φωτογραφία τραβήχτηκε την προηγούμενη εβδομάδα στην Ανώπολη Σφακίων στην Κρήτη από την Ν και τον Σ. Μου την "παρέδωσαν" προς ανάρτηση μόλις εχθές.
Related Posts with Thumbnails