Δεν ξέρω τι ήταν αυτός ο κρότος ούτε και από πού ακούστηκε είχα πει στην κυρία Μπουλουβία και το σύζυγο της όταν ασθμαίνοντας ακόμα από τα σκαλιά που είχαν ανέβει, χτυπούσαν έξαλλοι την πόρτα του δώματος που κατοικούσα για δεύτερη χρονιά όντας φοιτητής στην Πάτρα.
Παραδόξως έγινα πιστευτός – βοήθησε και εκείνο το γούρλωμα των οφθαλμών που ενίοτε ερμηνεύεται ως ένδειξη αθωότητας ακόμα και από τους πιο κακόπιστους – με προσπέρασαν βιαστικά και άνοιξαν την πόρτα που έβγαζε στην ταράτσα της πολυκατοικίας, μέρος της οποίας ήταν και η δική μου βεράντα.
Η κυρία Μπουλουβία και ο σύζυγός της ήταν παρανοϊκοί γείτονες - μέναν ακριβώς από κάτω μου - και ορκισμένοι εχθροί μου, καθώς ενοχλημένοι από υπαρκτούς και ανύπαρκτους θορύβους - ακόμα και κατά τις ημέρες που έλειπα από την πόλη- κατάφεραν αρχικά να μου κάνουν τη ζωή πατίνι στην αρχή με παρατηρήσεις του στυλ «Να κλείνεις τις μπαλκονόπορτές σου στις 10» ή «Να μην κατουράς όρθιος μετά τις 11:30» κι έπειτα με τις αστυνομικές (μεταφορικά και κυριολεκτικά) καταδρομικές τους εφόδους.
Σαν κι αυτή καλή ώρα που ο άγνωστος μεσημεριανός κρότος τους είχε οδηγήσει με τις πυτζάμες τους στην κορυφή του εξαόροφου κτιρίου και είχε αφήσει αμφότερους εμβρόντητους να κοιτάζουν το μανιτάρι καπνού που αναδυόταν από την τέντα τους. Ένα κολλοειδές αέριο γλυπτό η ύπαρξη του οποίου επιμηκυνόταν από την πηχτή υγρασία της πόλης και δεν έλεγε επ’ ουδενί να διαλυθεί.
Όταν το αρχικό τους σάστισμα έλαβε τέλος, στράφηκαν συγχρονισμένα προς εμένα και με το συγχρονισμό που αποκτούν δυο άνθρωποι που έχουν περάσει τη μισή τους ζωή μαζί, είπαν ταυτόχρονα: «Θα δεις τι έχεις να πάθεις».
Εγώ παριστάνοντας ακόμη τον ανίδεο (ελλείψει άλλης υπερασπιστικής γραμμής) κοιτούσα τον Μ που έχοντας μόλις δοκιμάσει επιτυχώς την ισχύ μιας αυτοσχέδιας καρπαθιώτικης γουρούνας (πρόκειται για αρκετά ισχυρό …δυναμιτάκι) , τώρα με κοίταζε λυμένος στα γέλια μαζί με τους υπόλοιπους μέσα από το σπίτι.
Τη γλίτωσα, είχα σκεφτεί, μέσα στην ταραχή τους οι γείτονες δεν πρόσεξαν τις τεράστιες λαδιές που με κόπο και επιμονή είχα καταφέρει στην τέντα τους πετώντας της ανά τακτά διαστήματα κομμάτια βιτάμ και μαργαρίνης.
Τους "πολέμους" τους αποφεύγω σαν το διάολο το λιβάνι. Η συζήτηση και η διπλωματία έχουν τον πρώτο λόγο. Κάποτε όμως όταν τα πράγματα σκουραίνουν (τα σύννεφα συσσωρεύονται, ο κόμπος φτάνει στο χτένι, η λογική δεν πρυτανεύει εκατέρωθεν κ.ο.κ) και όχι μόνο μοιάζουν αλλά είναι αναπόφευκτοι συμμετέχω με όλες μου τις δυνάμεις και χωρίς ενοχές κι ας έχω μεγαλώσει. Η ηλικία δεν παίζει ρόλο, μαλάκας μπορείς να γίνεις οποτεδήποτε. Προς γνώσιν και συμμόρφωσιν.
Υγ. Κάποια μέρα να θυμηθώ να γράψω για την τεχνητή πλημμύρα στην οποία υπέβαλλα από καιρό σε καιρό την οικία της κυρίας Μπουλουβίας (και του συζύγου της) αλλά και για την πρώτη, την πραγματική.
χαχαχαχα εδώ να δεις, επειδή έχω μάθει πως όλοι οι από πάνω μου είναι τρελοί.. είμαι έτοιμος ακόμη και για τσακωμό αν δεν παίρνουν από λόγια..
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα μας πεις και την πλημμύρα!!!
Αυτό με το βιτάμ στην τέντα για εκδίκηση το έκανες;
ΔιαγραφήΕννοείται κιόλας Ηφ. Μικροεκδικήσεις που προσωρινά μόνο - λόγω γέλιου - με ανακουφίζουν. Είχα βάλει σκοπό να κάνω την τέντα τους διάφανη
Διαγραφή