Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν’ όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;
Μου ήρθε στο μυαλό - νομίζω χωρίς να μπορώ να υποψιαστώ καν το μεγαλείο
του συναισθήματος - ακούγοντας τις δηλώσεις - παραινέσεις τούτου του μαλάκα εδώ προς τη μητέρα
του Παύλου Φύσσα. Από τις παρυφές των παράξενων ημερών που ζούμε.
Ο Θρήνος της Μάνας
Όλη τη μέρα που `λειπες το σπίτι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σαν γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σαν γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.
Κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου `φευγε η λαλιά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου `φευγε η λαλιά μου.
Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια την κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.
Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα τι θάμα!
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια την κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.
Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα τι θάμα!
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.
Μεγάλωσες. Δε μ’ άκουγες. Έφευγες όλη μέρα.
Κι όταν τα βράδια μου `λεγες «Η Λευτεριά μητέρα
Θα ρθεί» μ’ άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σαν φοβέρα.
Μ’ αν μου `φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το `ξερα πως θα γύριζες κι ήταν γλυκός ο πόνος.
Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι `ναι ψηλός ο ανήφορος και δεν μπορώ ν’ ανέβω.
Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ’ εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν’ όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;
Κι όταν τα βράδια μου `λεγες «Η Λευτεριά μητέρα
Θα ρθεί» μ’ άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σαν φοβέρα.
Μ’ αν μου `φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το `ξερα πως θα γύριζες κι ήταν γλυκός ο πόνος.
Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι `ναι ψηλός ο ανήφορος και δεν μπορώ ν’ ανέβω.
Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ’ εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν’ όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;
Το τραγούδι είναι από την περίφημη Τρίτη Ανθολογία του Γιάννη Σπανού. Τους στίχους έχει γράψει ο ποιητής Ηλίας Σιμόπουλος.
Καλημέρα! Ωραίο είναι το ποίημα.. η μελοποίηση δεν μου άρεσε..
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ δίσκος αυτός είναι από τους αγαπημένους μου και σου προτείνω ανεπιφύλακτα να τον ακούσεις. Από την άλλη μου αρέσι πάρα πολύ και η Αρλέτα, οπότε στο συγκεκριμένο τραγούδι δεν είμαι και πολύ αντικειμενικός.
ΑπάντησηΔιαγραφή