Την Κρήτη δεν την έχω ακριβώς στην καρδιά μου, δε φτάνει μόνο η καλή παρέα για να την αγαπήσω αν και ομολογουμένως βοηθάει πολύ. Αγαπάω όμως πολύ, γνωρίζοντας και περπατώντας τα, κάποια από τα μέρη της. Το μόνο που με στεναχωρεί είναι πως δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη η τηλεμεταφορά για να πηγαίνω άκοπα, αζάλιστα κι αβάδιστα απ’ το ένα στο άλλο.
Στήσαμε το ορμητήριό μας σε ένα μαγευτικό οικισμό, χωριό δεν το λες τον Σαμωνά, όπου το τρίπτυχο ταβέρνα-εκκλησιά-σχολειό (όπως αποδίδεται στα μέρη μας το μπαρ-σαλούν και φυλακή της άγριας Δύσης) καλύπτεται κατά τα 2 πρώτα τρίτα και δίνει στο ημι-κατοικημένο αυτό μέρος το δικαίωμα καταγραφής του στο χάρτη.
Φιλοξενούμενοι καλών φίλων σε σπίτι εκλεκτό με ωραίους συγκατοίκους και θέα ό,τι τραβάει η ψυχή σου, βουνό και κάμπο, ουρανό και θάλασσα, ανατολή και δύση από υψόμετρο 400 μέτρων.
Με πολύ νόστιμο φαγητό, ευγενέστατους συγγενείς, μερικά τσομπανόσκυλα ελευθέρας βοσκής και το μοναδικό χάρισμα να είναι ο τελικός σταθμός μιας διαδρομής κατά την οποία ανεβαίνουν ένας ένας οι βαθμοί Κελσίου κάθε 50 μέτρα κατακόρυφης ανάβασης (ή 900 μέτρων φιδωτής οδήγησης σε άσφαλτο). Από τούτο το ορμητήριο ξεκινήσαν όλες μας οι
το κλειστό σχολειό |
ο πίνακας του κλειστού σχολειού |
Έχουμε διασχίσει την ξεραΐλα των Λευκών Βουνών όταν ξυπνώ ζαλισμένος από τις δεκάδες στροφές του δρόμου. Ίσα που προλαβαίνω να πω έναν εκτός χρόνου χαιρετισμό στους άφαντους τέτοια εποχή και τέτοια ώρα δροσουλίτες πριν παρκάρουμε κάμποσα χιλιόμετρα μετά τους αμμόλοφους που συναντάμε. Βρισκόμαστε στην άκρη του κόσμου όπου τα πάντα τσουρουφλάνε, ευχαριστιέμαι με αυτή τη σκέψη που δικαιολογεί απόλυτα το γιατί κανείς δεν έχει χτίσει κανεις το σπίτι του εδώ γύρω.
Μόνο μια σοβιετική θα την έλεγες, παραλληλεπίπεδη κατασκευή από γκρι μπετόν είναι πίσω μου κι από μέσα της βγαίνει πότε-πότε ο γιός της ταβερνιάρισσας να μου φέρει νερό να πιω. Εντοπίζω εύκολα τον Ν. και τον Σ. που κολυμπούν δίπλα στην θεόρατη κίτρινη κουλούρα της μικρής Δάφνης χωρίς να ξεμακραίνουν από την ακτή, δεν ξανοίγονται πέρα από τα όρια άκρες του μικρού όρμου μην τους στείλουν τα κύματα που αφρίζουν πεσκέσι στις απέναντι ακτές.
Εγώ πίνω ρακί και προσπαθώ ανεπιτυχώς να διαβάσω τον Τοίχο του Jean Paul Sartre, ενώ ο ήλιος μου καίει το δεξί μου μάτι και τυφλές ριπές αέρα γυρνάνε κατά το συμφέρον τους τις σελίδες του βιβλίου πριν καν τις διαβάσω. Μια μύγα με παρατηρεί με τις τεράστιες ματάρες της, βολεμένη στην απάνεμη πίσω πλευρά του μισογεμάτου νεροπότηρού μου. Δε θα μάθω ποτέ αν είναι η ίδια που με τσιμπάει λίγο αργότερα όταν εκεί, στην άκρη κάποιου πουθενά μια μικρή και τρεις ενήλικες απολαμβάνουν μυζηθρόπιτες με μέλι.
Όχι πολύ πριν νυστάξω στη δαιδαλώδη διαδρομή που μας απόθεσε εδώ, είχαμε προλάβει να επισκεφτούμε το αυτοσχέδιο μουσείο πολέμου. Απομεινάρια από το 41-43, βόμβες, όπλα, πιστόλια, πιατικά, εφημερίδες, σαπούνια, νάρκες, τηλεσκόπια και κανόνια. Γερμανικά και συμμαχικά. Μαζεμένα με ζήλο και μεράκι, καλοσυντηρημένα τα περισσότερα.
Η συναισθηματική φόρτιση κι η ανατριχίλα στη θέα τους συνεχίζει παρόλη την άκομψη επιμονή του ιδιοκτήτη προς άγρα οικονομικής ενίσχυσης απ' όλους τους παρευρισκόμενους.
Του το 'ταξα όμως. Αν βρω που έχω καταχωνιάσει το παλιό γερμανικό κράνος με την τρύπα από σφαίρα στ' αριστερά, θα του το στείλω.
Σταθεροί και κατασταλαγμένοι ή στενοκέφαλοι κολληματίες καταλήξαμε να περπατάμε στα ίδια βήματα με εκείνα που βαδίσαμε προ δεκαετίας.
Στη Σούγια, στην ίδια σπηλιά βουτώντας στα παγωμένα ρεύματα γλυκού νερού, ανάμεσα στα ίδια πέτρινα μανιτάρια που ξεπροβάλλουν από το βυθό.
Στα 2 μοναστήρια στο βόρειο μέρος του Ν. Χανίων. Στην Μονή της Αγίας Τριάδας των Τζαγκαρόλων (16ος αι.) στην οποία πέρα από την όποια ιστορική ή/και θρησκευτική αξία μπορεί κανείς να θαυμάσει την εκπληκτικής και επαναλαμβανόμενης συμμετρίας Ενετική αρχιτεκτονική στα κίτρινα κτίσματά της.
Στο δρόμο που οδηγεί σε αυτή είναι γυρισμένη και η τελευταία σκηνή του αγαπημένου μου φιλμ (μικρού μήκους) Σάμουρε.
Το δεύτερο μοναστήρι, η Μονή Γουβερνέτου, που αυτή τη φορά δυστυχώς δεν προλάβαμε ανοιχτό είναι από τα ομορφότερα μέρη που έχω ποτέ βρεθεί. Με τα Νοτιοαμερικάνικης αισθητικής χρώματα στους τοίχους και τους σμιλεμένους τερατόσχημους αναβαθμούς, μακρυμάλληδες στυλοβάτες στις κολώνες να σε κάνουν να εντάσσεσαι, ιδρωμένος κομπάρσος, σε χαμένη ταινία του Αλεχάντρο Γιοντορόφκυ.
Αν κάποτε επισκεφτείς τη μονή Γουβερνέτου μην βαρεθείς να συνεχίσεις και πέρα από τον αυλόγυρό της. Στη διαδρομή που κατεβαίνει σε μια εντυπωσιακή σκήτη, περνά το πετρόχτιστο γεφύρι κι έπειτα προχωρά σ' ένα μικρό φαράγγι πριν καταλήξει στη θάλασσα όπου θα βγάλεις τα ρούχα σου και θα βουτήξεις.
Στα Χανιά δεν υπάρχει χώρος να περπατήσεις. Το μόνο που μ' ενθουσίασε στην ολιγόωρη παραμονή μου εκεί - μη σου πω με συγκίνησε κιόλας -, τόσο με τα φωνητικά όσο και με το παίξιμο της ήταν η μικρή λαϊκή κομπανία, κυλίστηκα στην άσφαλτο να μη τη φωτογραφήσω τουριστικά κι αφ’ υωηλού όπως οι άλλοι, πριν τη χαρτζιλικώσω.
Κι έπειτα μπήκαμε στην καθολική εκκλησία με τα πλαστικά αγάλματα για να δροσιστούμε.
Ντάλα μεσημέρι στην Κνωσσό πρέπει να είμαστε οι μόνοι δύο Έλληνες. Μια ξεναγός μας ζητάει 80 ευρώ, κρίνουμε την τιμή ...μη συμφέρουσα και αυτοξεναγούμεστε με την Ανεξερεύνητη Κρήτη ανά χείρας.
Αν πρέπει να πάρω θέση στην περίφημη διαμάχη που αφορά την επάρκεια και τεκμηρίωση της υπό του Evans αναστήλωση του Μινωικού παλατιού θα έλεγα πως τη θεωρώ επιτυχή. Ακόμα κι αν δεν είναι ακριβής τα ζεύγη ματιών που την επισκέπτονται καθημερινά θα έπεφταν στο ένα πέμπτο αν έμεναν 1-2 πέτρες ριγμένες η μία πάνω στην άλλη.
Στο νέο μουσείο του Ηρακλείου, να πας υποχρεωτικά. Κατά την ταπεινή μου άποψη είναι ένα από τα καλύτερα μουσεία της χώρας, τουλάχιστον απ' όσα έχω επισκεφτεί. Και να έχεις ώρες μπροστά σου.
Εντυπωσιακά τα ευρήματα στις νέες αίθουσες. Όλα τα high light, της Μινωικής περιόδου πολλά εκ των οποίων έχουν κοσμήσει τα εξώφυλλα των σχολικών μας βιβλίων είναι εδώ. Οι τοιχογραφίες της Κνωσσού είναι εδώ, ο πρίγκηπας με τα κρίνα κι εκείνη με τα Δελφίνια, ο δίσκος της Φαιστού, οι κεφαλές των μελανόμορφων ταύρων με τα χρυσά κέρατα και οι Θεές με τα φίδια μεταξύ δεκάδων χιλιάδων άλλων εκθεμάτων.
Αν και δυστυχώς δεν τις φωτογράφησα έχω να λέω ακόμα για τις εκτιθέμενες αξίνες! 1900 π.Χ. το έτος κατασκευής τους και είναι ίδιες, ολόιδιες με τις σημερινές. Ένα εργαλείο που αγγίξε προφανώς τον κολοφώνα της λειτουργικής τελειότητας 4000 χρόνια πριν και το ανθρώπινο είδος το χρησιμοποιεί έκτοτε δίχως την παραμικρή αλλαγή.
Πολλά ακόμη συναντήσαμε, επισκεφτήκαμε, δοκιμάσαμε κι ωραίους ανθρώπους γνωρίσαμε συστεγαζόμενοι.
Για τον ταξίδι του γυρισμού τα έχω πει, ίσως όχι με το νι και με το σίγμα, αλλά ένα στίγμα το έδωσα.
Για τον ταξίδι του γυρισμού τα έχω πει, ίσως όχι με το νι και με το σίγμα, αλλά ένα στίγμα το έδωσα.
Καλό μας φθινόπωρο.
Bonus: Το αρχοντικό με τις πιο άκυρες Καρυάτιδες του πλανήτη.