Υπακούω στη συμφωνία που έχω κάνει με τον εαυτό μου από χρόνια. Κλείνω αμέσως τις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες και χαμηλώνω όσα ραδιόφωνα με ενημερώνουν για τις φωτιές που μασάνε τα ελάχιστα δάση στα πέριξ της Αθήνας. Προσποιούμενος πως οι πυρκαγιές ποτέ δεν άναψαν αφού δεν έφτασαν ως ειδήσεις στα αυτιά μου, τις αγνοώ και παραμένω ήρεμος αφού δε μπορώ να το διαχειριστώ αλλιώς. Κι αυτό παρότι τα πεύκα που καίγονται είναι το μόνο που μου υπενθυμίζει πως βρίσκομαι ήδη στα μέσα του καλοκαιριού.
Τα αυτοκίνητα λίγο πριν βγουν στην κεντρική διασταύρωση κόβουν ταχύτητα και κάνουν έναν μικρό ελιγμό, το ένα μετά το άλλο. Ένας άνθρωπος είναι πεσμένος καταμεσής του δρόμου. Ακίνητος, με μια ακαμψία που θυμίζει περισσότερο τα απανθρακωμένα αγάλματα των νεκρών της Πομπηίας παρά λιποθυμία. Έχει τα μάτια ανοιχτά να κοιτάζουν κατευθείαν στο λιοπύρι της Αχαρνών. Κάνουμε κι εμείς τον ίδιο ελιγμό με τους προπορευόμενους μην τον χτυπήσουμε.
Και σταματάμε το αμάξι. Μουδιασμένος μιμούμαι τις κινήσεις που θα έκανε ένας καλός άνθρωπος: τον σηκώνω, είναι ελαφρύς και αποξηραμένος σαν χαρτόνι, του προσφέρω φαγητό, νερό και λίγα χρήματα. Με βοηθάει κι ένας ακόμα περαστικός, μουσκεμένος κι αυτός στον ιδρώτα σαν κι εμένα.
Έπειτα πήραμε την Αθηνών-Λαμίας, 5 ώρες ταξίδι για το Πήλιο.
Στο πολυδιασπασμένο πλέον παζάρι της προηγούμενης εβδομάδας αγόρασα μόνο μια φωτογραφία. Από την ταινία «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», του Αγγελόπουλου.
Όταν προ δεκαπενταετίας φιλοξενούσα ένα γερμανό φίλο, και τουλάχιστον για όσον χρόνο δεν κολυμπούσαμε κάτω από τις κολώνες του Ποσειδώνα στο Σούνιο, τον στριφογύρναγα στο κέντρο της πόλης. Σε κάθε αξιοθέατο – μικρό ή μεγάλο - και σε κάθε μικρό δρομάκι της Αθήνας. Κι αυτός φωτογράφιζε συνεχώς κι ήθελε να ξημεροβραδιάζεται στο βράχο της Πνύκας.
Θυμάμαι πως οπουδήποτε κι οποτεδήποτε οι άνθρωποι με τους οποίους συγχρωτιζόμασταν αντιλαμβάνονταν την καταγωγή του, τον έπιαναν μονότερμα. Από τους εμπόρους των μπαχαρικών της οδού Ευριπίδου και τους σερβιτόρους των πατσατζίδικων της Βαρβακείου ή των καφέ της Πλάκας μέχρι τον φύλακα του Αρχαιολογικού Μουσείου και τους υπαλλήλους της πολεοδομίας του διηγούνταν – τις περισσότερες φορές ήρεμα και σπανιότερα υστερικά – ιστορίες από την γερμανική Κατοχή. Δικές τους ή των δικών τους. Για τα ίδια του είχε μιλήσει και ο θείος Α.
Η αλήθεια είναι πως αν και προσπαθούσε να το κρύψει ενοχλούνταν. Όχι γιατί θεωρούσε τους έλληνες συνομιλητές του αγενείς αλλά γιατί δεν τα είχε ξεκαθαρίσει όλα και ο ίδιος τελείως μέσα του.
- Ο ένας παππούς μου, ο πατέρας του πατέρα μου ήταν παρτιζάνος μου είχε πει. Και ο άλλος, ο Χένρικ, αυτός που πήρα το όνομά του, αξιωματικός των Ναζί.
Με τους Γερμανούς όπως και να το κάνεις υπάρχει συλλογικό προηγούμενο. Απολύτως λογικό κατά την προσωπική γνώμη του γράφοντα όταν σχεδόν όλοι οι δικοί του, του έχουν διηγηθεί ένα σωρό βαριές, δύσθυμες και τραγικές ιστορίες εξ απαλών ονύχων.
Είναι οι πληγές και οι μνήμες αυτών των πληγών που άφησε στα μέρη μας το πέρασμα του 3ου Ράιχ που δεν έσβησαν ποτέ εντελώς, παρόλα τα χρόνια που έχουν περάσει. Κι από ότι φαίνεται με τα τελευταία γεγονότα περαιτέρω άμβλυνση του αισθηματικού χάσματος δεν προβλέπεται. Αντιθέτως.
Παρότι απηυδισμένος (sic) με τη γερμανική πολιτικοοικονομική στάση (όχι μόνο απέναντι στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη) βάλθηκα να σκέφτομαι …θετικά. Ίσως για να παραμερίσω εκείνη την οργή που μου ‘μοιζε με μίσος καθώς ξεπηδώντας από μέσα μου με εμπόδιζε να σκεφτώ νηφάλια. Έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθεί να οργανώσει μια λίστα με όλα εκείνα Γερμανικό μου είναι εντελώς απαραίτητα και δεν θα τα’ άλλαζα με τίποτα.
Χμμμ.
Τα γερμανικά αμάξια δεν τα χρειάστηκα να τα οδηγήσω ποτέ, μπορώ χωρίς λουκάνικα Φρανκφούρτης και Βαυαρικά σαλάμια, χωρίς μπύρες και στρούντελ μήλου επίσης, παρότι ταιριάζουν υπερβολικά στον ουρανίσκο μου. Κάνω ακόμα και χωρίς τα Adidas μου που μόλις πρόσφατα έμαθα πως είναι Βαυαρικά. Και το γερμανικό πορνό που μου πρότεινε κάποιος φίλος να συμπεριλάβω στη λίστα δε μου λέει και πολλά.
Έτσι λοιπόν, με το κριτήριο της επιλογής σε αυστηρή εγρήγορση, κατάρτισα (προβλεπόμενα για μένα) την παρακάτω λίστα με τους 10 λόγους για τους οποίους παραδέχομαι τους Γερμανούς:
1. Οι Can. Οι πρωτοπόροι του krautrock και μια από τις πολύ αγαπημένες μου μπάντες αυτή του Holger Czukay. Κλασσικοί μουσικοί που έπειτα από μια avant-garde, θεία επιφοίτηση εξερεύνησαν βαθύτατα νέα φίλτρα πειραματισμού στους ήχους που μ’ αρέσει να ευλογώ.
Με τα εκπληκτικά τύμπανα του Jaki Liebezeit και τον τυχαία επιλεγμένο για τραγουδιστή τους Damo Suzuki.
#
2. Οι Kraftwerk. Τούτοι οι Θεοί ηλεκτρονικάριοι υπήρξανένα από τα συγκροτήματα που μου άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο ακούω μουσική όταν τους πρωτοανακάλυψα λίγο πριν από τα μισά της εφηβείας μου.
Παρότι έχω 5-6 άλλα τραγούδια τους ως πιο αγαπημένα ας προτείνω εδώ εκείνο με το οποίο τους πρωτογνώρισα.
#
3. Οι ρυθμοκράτορες Neu!, έτεροι εκπρόσωποι του λαχανορόκ (έτσι μεταφράζεται το kraurock στα ελληνικά) δε θα μπορούσαν να λείπουν
Προπάτορες μιας δημιουργικης γραμμής παραγωγής που λατρεύω και στην οποία εντάσσονται καλλιτέχνες όπως οι David Bowie, Sonic Youth, Brian Eno, Iggy Pop, Joy Division, Gary Numan, Ultravox, Stereolab, Radiohead και οι Electrelane,
#
4. Οι Einstürzende Neubauten, τα καταρρέοντα νεόχτιστα κτίρια του τεράστιου Blixa Bargeld. Οι πειραματικοί θορυβώδεις γερμανοί, οι ήχοι των οποίων χτυπούν άλλοτε σαν χαοτικά νανουρίσματα στα αυτιά μου
και άλλοτε σαν γλυκείς εφιάλτες καθώς τα αλυσοπρίονα σκίζουν τις λαμαρίνες.
#
5. Ο Klaus Nomi,
με το χαρακτηριστικό του φαλσέττο και την πρόωρα χαμένη εκκεντρικότητά του.
#
6. Ο Johannes von Weizsäcker και η Berit Immig.
Δυο αξιαγάπητοι ταλαντούχοι γερμανοί μουσικοί, αμφότεροι μέλη του φίλιου συγκροτήματος The Chap (και λάτρεις της ψαρόσουπας της μάνας μου), οι οποίοι έχουν θητεύσει ή/και θητεύουν ακόμα σε μπάντες όπως οι Karamasov, οι Omo και οι Erfolg.
#
7. Οι άγγελοι του Βιμ Βέντερς στα «Φτερά του Έρωτα» να κουβεντιάζουν πότε πάνω στις στέγες των σπιτιών της πόλης του Βερολίνου με φόντο τον συννεφιασμένο ουρανό
και πότε σε καπνισμένα μπαρ της πόλης συντροφεύοντας τόσο τους αυστραλούς μετανάστες Crime & the City Solution όσο (και κυριως) στο συντοπίτη τους, τον Nick Cave με τους Bad Seeds του.
#
8. Tangerine Dream. Το συγκρότημα του Edgar Froese
που ομολογώ πως μπορεί να άργησα να εκτιμήσω, στο ζηλευτά παλιομοδίτικό progressive ήχο των οποίων, βυθίζομαι - ευκαιρίας δοθείσης - όλο και πιο βαθειά τα τελευταία δυό χρόνια.
#
9. Αν και δεν πρόκειται για γερμανούς εντούτοις η βερολινέζικη περίοδος των David Bowie και Brian Eno,
τότε που αριστουργήματα όπως το Low και το Heroes βγήκαν από τα μυαλά τους, είναι καθόλα συναρπαστική.
#
10. Οι Alphaville. Γιατί υπήρξαν τεράστιο παιδικό μου κόλλημα
και μάλιστα από εκείνα που δεν ντράπηκα αργότερα μεγαλώνοντας παρότι έφαγα bullying από νταήδες κολλητούς γι αυτό.
#
11. Τέλος νομίζω, στον 11ο λόγο, θα έγραφα μια κασέτα 90αρα για να συμπληρώσω όσα ακούσματα δε χώρεσαν στην παραπάνω λίστα. Μια κασέτα που στην πρώτη της πλευρά θα έβαζα τραγούδια από τους Amon Duul II (Fly United), Harmonia (Dino), Cluster (James), Faust (The sad skinhead), και La Dusseldorf (La Dusseldorf).
Την ίδια ώρα που στη δεύτερη πλευρά θα υπήρχε ένας συμπληρωματικός αχταρμάς/playlist που θα περιείχε αγαπημένα τραγούδια από τους μινιμαλιστές Trio (Da Da DA), το cult Μπαουικό άνθεμ του Peter Schilling (Major Tom, coming home), το electro new wave P-Machinery των Propaganda, τα υπέροχα σκοτεινά Matador και Derwisch των Xmal Deutschland, μια από τις καλύτερες ντίσκο παραγωγές του Frank Farian (ας πούμε το Rasputin των Boney M), την flamboyant trash αισθητική του Eurovivion-ικού Dschinghis Chan λόγω παιδικού απωθημένου καθώς και ότι άλλο μου προτείνετε εσείς*.
*Μεγάλη παράλειψη οι City, οι μόνοι Ανατολικογερμανοί με το περίφημο Am Fenster.
υγ. Όχι, δεν τα ξέχασα. Το ξέρω πως έχω αφήσει απ’ έξω τις ταινίες του Φασμπίντερ, το «Ταμπούρλο», κάμποσα άλλα έργα του Βέντερς, τις αναμνήσεις από τη μάζωξη της παρέας στο Βερολίνο το 2005, το κίνημα του Bauhaus, τις μουσικές του Mahler και του Wagner αλλά όλα αυτά ίσως να μου φανούν χρήσιμα την επόμενη φορά που θα πιάσω τον εαυτό μου οργισμένο.
Στο κυνήγι της ψηφιακής μορφής του υπέροχου και φασαριόζικου LAMF των Heartbreakers βρισκόμουν, όταν έπεσα κατά τύχη πάνω σε τούτο το άλμπουμ. Του οποίου για να είμαι ειλικρινής την ύπαρξη ούτε που γνώριζα.
Ο λόγος για το “Hurt me”, την 4η προσωπική δουλειά του λιγότερο προβεβλημένου (τουλάχιστον μέχρι το θάνατό του) μα εξίσου αγαπητού Johnny της πανκ-ροκ (και γκλαμ, γιατί όχι;) μυθολογίας. Ένα δίσκο που αποτελεί ουσιαστικά μια συλλογική καταγραφή των ακουστικών ηχογραφήσεων του Johnny Thunders ο οποίος κυκλοφόρησε λίγο πριν τα μισά της δεκαετίας του 80.
Δεκαεννιά χαϊκού απλωμένα σε μόλις 37 λεπτά μοιράζονται τις πλευρές του άλμπουμ και είναι αλήθεια πως δεν χρειάστηκε ούτε δευτερόλεπτο περισσότερο για να τον κατατάξω με την πρώτη κιόλας ακρόαση στους αγαπημένους μου δίσκους και να μην ησυχάσω αν δεν τον αποκτήσω σε φυσικό φορμάτ.
Στο “Hurt me” μπορείς να ακούσεις τον Thunders να τραγουδά εξομολογητικά και παραδόξως τρυφερά τόσο δικές του σκέψεις που έγιναν στίχοι και τραγούδια όσο και κάποια κλασσικά standards του Dylan, των Stones ή της προηγούμενης του μπάντας ερμηνευμένα με την βαθειά αθωότητα που διαχέεται σε ολόκληρο το δίσκο.
Για παράδειγμα το “It ain’t me babe” (στα μόλις 22 δευτερόλεπτα που διαρκεί) είναι για μένα μια από τις καλύτερες εκτελέσεις (ίσως μόνο εκείνη των Turtles να την ξεπερνά) του τραγουδιού που έγιναν ποτέ.
Συγκλονιστικά τα “I'm A Boy, I'm A Girl”, “I Like To Play Games”, το φερώνυμο αλλά και το“You Can't Put Your Arms Around A Memory” που φυσικά δε θα μπορούσε να απουσιάζει.
Αριστουργηματική η ακουστική επανεκτέλεση του “She's So Untouchable” του 1977,
στα όρια του jazz αυτοσχεδιασμού το “Illegitimate Son Of Segovia”. Χαμηλόφωνα rock n’ roll ολόκληρο το πόνημα, με μια εσωτερικότητα - μουσικά και στιχουργικά - που θα τη σύγκρινα μόνο με εκείνη των Television Personalities, θα μπορούσες να το κατατάξεις εύκολα στην outsider music. Θα ορκιζόμουν δε, πως το “Hurt me” υπήρξε μέγιστη επιρροή για τον Daniel Johnston αν δε γνώριζα πως ο τελευταίος είχε κυκλοφορήσει την πρώτη του κασέτα ένα χρόνο νωρίτερα το 1982.
Δικαιολογημένα νομίζω πως αυτός ο δίσκος θεωρείται μια ανωμαλία στον κατάλογο των κυκλοφοριών του Johnny Thunders, καθώς πρόκειται για ένα απρόβλεπτα διαφορετικό άλμπουμ απ’ οποιαδήποτε άλλη κυκλοφορία του, είτε με τους New York Dolls και τουςHeartbreakers είτε τις υπόλοιπες προσωπικές του δουλειές.
Δυό γέφυρες ενώνανε τον Ισθμό της Κορίνθου, γράφει η
γερμανική λεζάντα της φωτογραφίας. Ενώ ο ήλιος πήγαινε
να βασιλέψει, ανέβηκαν μαύρα σύννεφα από την έκρηξη
Την παραμονή της αποχώρησής τους από την Πελοπόννησο, γερμανοί καταδρομείς ανατινάζουν τη δεξιά γέφυρα του Ισθμού στην Κόρινθο. Σεπτέμβρης 44.
#
Θέλω να πιστεύω πως δεν έχω βάλει ίχνος εθνο-λαϊκισμού σ’ αυτήν την ανάρτηση. Η παραπάνω εικόνα είναι ό,τι θα μου έδειχνε για να με κουβεντιάσει ο θείος Α. ξεφυλλίζοντας το αγαπημένο του βιβλίο «Εικόνες Κατοχής», εάν ζούσε σήμερα.
Είμαι σίγουρος.
Γιατί ο θείος Α. τους είχε νιώσει στο πετσί του από πρώτο χέρι. Τους Γερμανούς.
"Είθε να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς", λέει κατά τον ανεπιβεβαίωτο μύθο μια κινέζικη κατάρα. Κι αν η πλησιέστερη σχετική κινέζικη κατάρα είναι η "宁为太平犬,莫做乱世人" που μεταφράζεται ως «Καλύτερα να είσαι ένας σκύλος σε ειρηνικούς καιρούς παρά άνθρωπος σε περιόδους χάους» έχω τη βεβαιότητα πως κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει πως ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς. Γεγονός που φυσιολογικότατα δεν είναι πάντα θετικό.
Alpha Bank, Λουίζης Ριανκουρ
Για τις ουρές μπροστά από τα ΑΤΜ τα έχω ξαναγράψει. Εξακολουθούν να είναι νηφάλιες και ομιλητικές. Θα μπορούσα όμως να παρατηρήσω μια έξτρα κούραση, Εκείνη της αβεβαιότητας στα πρόσωπα του κόσμου που στήνεται καθημερινά για το 60αρι του. Ειδικά τωρα που τα capital controls έχασαν τον "εξωτισμό" των πρώτων ημερών.
στην οδό Κολοκοτρώνη
- Κοπελιά δε χρειάζεται να αγοράσεις εισιτήριο, λέει μια μεσήλικη γυναίκα στην καλοντυμένη εικοσιπεντάχρονη.
- Γιατί; απαντά αυτή.
Η κυρία της εξηγεί κι έπειτα σταυροκοπιέται μονολογώντας: Καλά τόσες μέρες και δεν έχει πάρει χαμπάρι;
ο νόμος του Πόθου 036 Κατεχάκη - Κυψέλη
Τις πρώτες μέρες των δωρεάν συγκοινωνιών όταν επισήμανα το αυτό σε έναν κύριο που έβγαζε εισιτήριο, εκείνος μου ενεργοποίησε το θυμικό με έναν περίεργο τρόπο. «Ευχαριστώ πολύ φίλε, το γνωρίζω και γι αυτό το βγάζω. Το κράτος έχει ανάγκη από έσοδα τέτοιο καιρό» μου είχε απαντήσει.
έρχονται στιγμές που κουράζεσαι και το μόνο που χρειάζεσαι είναι μια αγκαλιά από κάποιον που σε καταλαβαίνει
Τις τελευταίες μέρες η φωτογραφική μου μηχανή έχει γίνει προέκταση του χεριού μου και ο φακός της αποτυπώνει όσες εικόνες μου κάνουν στιγμιαία εντύπωση μεν αλλά θα διαγράφονταν από τη μνήμη μέσα στον καταιγισμό ενημέρωσης που έχω επιλέξει να με βομβαρδίζει.
Στο σταθμό του ηλεκτρικού, βλέπω μια σχετικά νέα γυναίκα μέσα στις ράγες.
- Όλα καλά; της φωνάζω ενώ ταυτόχρονα επιταχύνω προς την άλλη μεριά της αποβάθρας όπου μια συνομήλική της τής απλώνει ήδη χείρα βοηθείας.
Απλά περνούσα απέναντι μου λέει, γιατί είδα τη φίλη μου και ήθελα να τα πουμε. Μην ανησυχείς!
Δεν κρατήθηκα. Με συγχωρείς που θα το πω αλλά είσαι ηλίθια της είπα κι ένα λεπτό αργότερα επιβιβάζομαι στο βαγόνι του τρένου προσέχοντας το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας.
Παρατηρώ προσεκτικά το τι συμβαίνει γύρω μου. Είμαι καλά με τον εαυτό μου και μπορώ να κρίνω χωρίς φίλτρα και συναισθηματισμούς. Μαζεύω πληροφορίες και καταγράφω δεδομένα. Ακόμα και τις φορές που συμπληρώνω τα κομμάτια που μου λείπουν με τη φαντασία μου,
η ιδιαίτερη για μήνα Ιούλιο διαύγεια που με έχει κυριέψει ξεζουμάρει το φακό της φωτογραφικής μηχανής και βλέπω ολόκληρη την εικόνα.
Με την τρομοκρατία ως μέθοδο εφαρμογής της κυβερνητικής, της επιστήμης ελέγχου και διαχείρισης ενός πληθυσμού, ήθελα να πιστεύω πως τα βγάζω πέρα. Έχοντας καταχωρήσει εαυτόν σε εκείνους που αρέσκονται να λογίζονται γάτες, που «διαβάζουν» ανάμεσα στις δημοσιευμένες (ή εκφωνημένες) γραμμές των ειδήσεων στα πάσης φύσης ΜΜΕ πίστευα πως δύναμαι να διακρίνω το ορθόν. Να βγάλω τις αποφάσεις μου με τα όποια ανατριχιάσματα θα μου έφερνε μονάχα η δίπλα- δίπλα παραβολή της δικής μου ζωής και του τρόπου με τον οποίο έχω διαλέξει αυτή να πορεύεται με έννοιες και αξίες όπως αξιοπρέπεια, προσωπικό συμφέρον, οικονομική κατάσταση, πίστη, ευρώ, δραχμή, οικογένεια, προσωπικότητα, ανεργία, διαβατήριο, μέλλον, άφραγκος, σύνολο, κοινωνία, καταθέσεις, εκλογές, πιστεύω.
Όμως έσφαλλα. Ένοιωσα την τρομοκρατία να τρυπάει το πετσί μου με αποκορύφωμα το απόγευμα της Κυριακής. Στις 14:47 ακριβώς. Την ώρα που ετοιμαζόμουν να σαλιώσω το φάκελο με την απάντησή μου, πίσω απ’το παραβάν του εκλογικού τμήματος. Λίγο πριν, σχεδόν είχα συγκινηθεί καθώς σχεδίαζα αργά-αργά έναν σταυρό στο πρώτο κουτάκι.
Όχι, δε θα έπρεπε ούτε το ΝΑΙ ούτε το ΟΧΙ να βουίζουν «ηρωικά» στα όποια ανατριχιάσματά τους. Είναι απλά θέμα δημοκρατίας και έτσι θα έπρεπε κιόλας να δείχνει. Δε χρειαζόταν να νοιώσεις ούτε λεπτό πως ξεπερνάς τον εαυτό σου.
Το ΟΧΙ για μένα το έκαναν ηρωικό τα τρομολαγνικά δελτία ειδήσεων του ΣΚΑΙ, της Όλγας και των ομοίων της, οι προτροπές του Σαμαρά, του Βενιζέλου και του Μητσοτάκη, η ωμότητα των δηλώσεων του Ντάισελμπλουμ, ο μουγκο-Κωστάκης που βρήκε τη φωνή του, η σε διατεταγμένη υπηρεσία αρθρογραφία της Athens Voice, οι αντιδημοκρατικές και καταφανείς παρεμβατικές προτιμήσεις του Σούλτς, οι συστάσεις από τον Σημίτη, ο σθεναρός λόγος του ΒΗΜΑτος και των Νέων και η κατ’ επίφαση γενναιότητα έτερων εφημερίδων και site που καταδίκασαν την υποκειμενικότητα , ο Αβραμόπουλος και η Ντόρα, ο τηλεοπτικός Σάκης, μια οποιαδήποτε φωτογραφία ή καρέ του Σόιμπλε μετά από συνέντευξη για το ελληνικό χρέος, το Star, οι νεοελληνικές δυστυχίες του Θέμου, και του ουρλιάζοντα Τράγκα, η τρύπια αντικειμενικότητα του iefimerida, ο Γιωργάκης, ο παράδοξα για το παρελθόν του εκχυδαϊσμένος λόγος του Κλόουν, ο Μπάμπης ο αλαζόν χαφιές, τα apps του Βαρβιτσιώτη του νεότερου, ο εμφυλιοπολεμικός λόγος του Βορίδη και η ευφυία του Αδώνιδος, η παιδαριώδης συνολική άποψη του ΚΚΕ, πολλοί από όσους έχουν εκτόπισμα στο δημόσιο λόγο τους και φέρθηκαν λες και τα έχουν «πιάσει» - όψιμα ή πρωτύτερα δεν έχει σημασία - για να προβάλουν συγκεκριμένη θέση, τα απειλητικά sms των εργοδοτών στα κινητά φίλων και η ρητορική που ξεπερνούσε τα όρια της προσβολής αγγίζοντας εκείνα του μίσους μερικών γνωστών και η αδιαλλαξία λιγότερων φίλων.
Το μούδιασμα των ημερών στέρησε - ευτυχώς - την όποια μελοδραματική νότα θα επικρατούσε σέ ένα επεισόδιο αποχαιρετισμού. Η τέταρτη σεζόν της εκπομπής "στον λεμονοστίφτη" ολοκληρώθηκε επιτυχώς σήμερα και μας βρήκε να έχουμε ακούσει 5447 τραγούδια μέσα σε όλα αυτά τα 170 επεισόδια που έχουμε ζήσει παρέα.
Το τελευταίο επεισόδιο της σαιζόν το οποίο αν κάποιος/α επιθυμεί να (ξανα)ακούσει δεν έχει παρά να εκμεταλλευτεί τη δεύτερη ηχογραφημένη παρουσία του, κατευθείαν από εδώ:
ή να κατεβάσει το podcast αυτου με ένα κλικ στο παρακάτω εικονίδιο:
click pic to download
γνωρίζοντας πως στη διάρκειά του ακούσαμε τα παρακάτω τραγούδια:
Forward Music Quintet - Glory
The Great Unwashed - Thru The Trees
Young Marble Giants - Final Day
Blue Orchids - Mad A The Mist And Snow
Tomorrow - Hallucinations
Victor Dimisich Band - Thirteenth Floor
Love - Maybe the people would be the times (or between Clark and Hilldale)
The Go Betweens - Bad Debt Follows You
Τρύπες - Γιορτή
Hot Rats - Damaged Goods
Pascal Comelade & Liminanas - (They Call Me) Black Sabata
Lera Lynn - My Least Favorite Life
Rock Plaza Central - Anthem For The Already Defeated
Hurricane Heart Attacks - Sealed with a Kiss
The Long Ryders - Ivory Tower
REM - Losing My Religion
The Guydeborians - Του Αναγνωστάκη
Brian Eno - On Some Faraway Beach
Ought - New Calm, Pt. 2
Χωρις Περιδέραιο - 48 Σιωπές
Angelic Upstarts - Solidarity
The Times - (There's A) Cloud Over Liverpool
Television Personalities - Part Time Punks
Liga - Φέρε μου Τύχη
Baby Guru - Exegesis
Silver Apples - Seagreen Serenades
Townes Van Zandt - Waiting Around to Die
Jacco Gardner - Brightly
Pete Seeger-Which Side Are You On
The Byrds - We'll Meet Again
υγ. Ευχαριστώ πολύ και από καρδιάς όσες και όσους μου πρόσφεραν γενναιόδωρα τη συντροφιά τους, όχι μόνο σε αυτό το τελευταίο επεισόδιο της σεζόν αλλά και σε όλα τα προηγούμενα του τελευταίου δεκάμηνου ή της τελευταίας τετραετίας. Να είστε καλά!
Η κατάσταση του πατέρα μου χειροτερεύει. Τα capital controls τον αγχώνουν και χάνει όλο και περισσότερο την επαφή με κάθε είδους ισορροπία. Εχθές έπεσε για τρίτη φορά μέσα σε μια βδομάδα και χρειάστηκαν να με φωνάξουν να πάω από 'κει να τον σηκώσω. «Πως τα κατάφερες; Πάλι απρόσεχτος;» τον ρωτάω κι ενώ χαϊδεύω το ξαφνικό πονάκι στη βουβωνική χώρα σκέφτομαι πως σήμερα λήγει η ασφάλειά μου στο γαμο ΤΕΒΕ. Οι δρόμοι είναι άδειοι καθώς πηγαίνω να δώσω μια προκαταβολή του χρωστούμενου τριμήνου. Δέχονται τελικά να μη με αφήσουν ανασφάλιστο για τον επόμενο μήνα.
Φυσιολογικά για το αλλόκοτο της εβδομάδας τα έσοδά μου πάνε κατά διαόλου κι ακόμα φυσιολογικότερα κι εγώ δεν αγοράζω τίποτα πέρα από τα απολύτως απαραίτητα. Τρίτη μέρα η χώρα στο κόκκινο και ο καταιγισμός πληροφορίας με διώχνει με τις πανικόβλητες – ένθεν και ένθεν - κραυγές του από το σπίτι. Ακόμα κι όταν δεν έχω κάποιο μάθημα ή άλλη δουλειά που να επείγει να γίνει.
Οι δρόμοι είναι σχεδόν άδειοι τουλάχιστον σε σύγκριση με την προηγούμενη εβδομάδα. «Λαική Δημοκρατία» σχολιάζουν τις δωρεάν συγκοινωνίες δυο παππούδες στο μετρό. Ο ένας μάλλον νιώθει περήφανος για την ατάκα του κι ο άλλος συμφωνεί αλλά μάλλον καγχάζει.
Στην ουρά έξω από την τράπεζα ο κόσμος είναι πολύς, μαγκωμένος αλλά υπομονετικός , σχεδόν - καταχρηστικά χρησιμοποιώντας τη λέξη – "καλοδιάθετος". Τουλάχιστον με όσα έχουν συμβεί μέχρι τώρα αλλά και τις περιγραφές των ΜΜΕ η κατάσταση είναι αρκούντως πιο ψύχραιμη από την πιο ευοίωνη (Δεν ξέρω αν είναι θετικό να βλέπεις τον κόσμο να εξοικειώνεται με τις αναμονές σε μεγάλες ουρές ) πρόβλεψη.
Ένας ινδός ντυμένος στην πένα σαν άλλος Νεχρού (ή σαν τον Peter Sellers στο «Πάρτυ»), κουστουμαρισμένος με το παραδοσιακό μακρύ σακάκι της χώρας του πλησιάζει τη σειρά του κόσμου, την κόβει στη μέση και την προσπερνά αδιαφορώντας για τις ματιές που πέφτουν πάνω του. Στέκεται πίσω από τον φρεσκοκουρεμένο θάμνο του κηπαρίου της τράπεζας κατεβάζει τα παντελόνια του και αφοδεύει. Κανείς δεν του λέει τίποτα.
Πίσω στην ουρά της τράπεζας ο κόσμος συζητάει πολιτικά κι ακόμα κι αν διαφωνεί τις περισσότερες φορές δεν τσακώνεται. Η εικόνα που αποκομίζεις από τα άηχα ουρλιαχτά και τα εμφυλιοπολεμικά πινγκ πονγκ αντεγκλήσεων στο δίκτυο είναι παντελώς απούσα εδώ. «Άντε και σε καλή μεριά» εύχονται με αυτοσαρκαστική ειρωνεία κάποιοι σε όσους φεύγουν με τα 3 εικοσάρικα στο χέρι.
Το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Οι νεότεροι βοηθούν πάντα τους γηραιότερους στη χρήση των ΑΤΜ και οι τελευταίοι ανταποδίδουν με ένα σωρό ευχές. Ο παππούς που μου κλήρωσε να βοηθήσω εγώ χαιρετώντας με δια χειραψίας έχει κολλήσει τα μάτια του στη μπλούζα μου. «Σπάνιο όνομα το Κηθ μου λέει, ακόμα και για τους ξένους, Ποιος είναι αυτός ο Κηθ Χέρινγκ;» Του εξηγώ πως ήταν ένας αμερικάνος σκιτσογράφος κι εκείνος ισιώνοντας το μουστάκι του μου εξομολογείται:
- Κι εγώ βλέπω ακόμα μικυμάους στην τηλεόραση. Το Τομ και Τζέρρυ μου αρέσει πολύ. Με συγκινεί.
Μια κυρία αδυνατεί να ηρεμήσει το εγγονάκι της που βαριέται στη σειρά, Μου κρατάτε λίγο τη θέση λέει στη σαραντάρα πίσω της και το παραδίδει στους 5 Ζητάδες που επιτηρούν από απόσταση την έννομη τάξη. Αυτοί ανεβάζουν το ενθουσιασμένο πιτσιρίκι σε μια σταθμευμένη μηχανή, η γιαγιά του επιστρέφει στην ουρά και είναι ξανά όλοι ηρεμότεροι.
Ίσως είναι καλύτερα που το φετινό καλοκαίρι δεν έχει δείξει ακόμα τα καυτά του δόντια. Τουλάχιστον για μένα όλα είναι πιο υποφερτά όταν ξέρω πως η επόμεη βροχή δε θα αργήσει δυο και τρεις μήνες.