Ο Κούβελος
Όταν ένας ψυχομαχά, αν βλαστημήσει τον εαυτό του ή άλλος
οχτρός του τον βλαστημήσει εκείνη την ώρα, αυτός ο βλαστημημένος, σαν πεθαίνει,
βρουκολακιάζει. Το σώμα του δεν μπορεί να το λιώσει η γης, και αυτός γυρίζει τη
νύχτα και πνίγει ανθρώπους και ζώα. Και δεν είναι μόνο αυτό το κακό: όσο δε
βρίσκει ησυχία στον Άδη αυτός που με τη βλαστήμια παρέδωκε τον εαυτό του στο
διάβολο, το χωριό του, που τον έθαψαν, υποφέρει πολλές άλλες συμφορές.
Έρχονται αρρώστιες και θανατικό, τα σπαρτά καταστρέφονται,
τα άνθη τα τρώει το σκουλήκι, πέφτει ψόφος στα γιδοπρόβατα και τα σκυλιά
γυρίζουν κοπάδια κοπάδια στους δρόμους και ουρλιάζουν. Το κακό δεν περνάει αν,
με ευχές, δε λειώσει ο νεκρός στον τάφο του. Ένας παπάςμονάζα, δεν έχει καμία
δύναμη σ’αυτή την περίσταση. Πρέπει να έρθει δεσπότης, να κάμει συλλείτουργο με
δώδεκα παπάδες, να γονατίσει στον τάφο του βουρκόλακα και εκεί να ειπεί τις
ευχές. Και τότε λιώνει το σώμα του βουρκόλακα και δεν κάνει πλέον κανένα κακό.
Πολλοί βεβαιώνουν πως, τη στιγμή που έλεγε ο δεσπότης γονατιστός τις ευκές,
άκουσαν να τρίζουν μες στον τάφο τα κόκαλα του βουρκόλακα, που λύνονταν απ’
τους αρμούς των.
Ένας κάποιος Κούβελος, πάει πολύς καιρός, εβουρκολάκιασε
γιατί, την ώρα του θανάτου, εβλαστήμησε τον εαυτό του. Σαν επέθανε, ο Κούβελος εγύριζε μέρα και νύχτα τα χωράφια
και τη χώρα, και έπνιγε ή εσπάραζε ανθρώπους και ζωντανά. Μια βραδιά, ο αδελφός
του Κούβελου επλάγιασε γερός, χωρίς να έχει τίποτα, και το πρωί τον βρήκαν
πεθαμένο στο κρεβάτι του. από κάτι μελανιάσματα στο λαιμό του ενόησαν πως τον
έπνιξε με τα δάχτυλά του ο Κούβελος. Πολλά μωρά παιδιά πέθαναν άξαφνα,
γκαστρωμένες γυναίκες απόβαλναν, κοπάδια γιδοπρόβατα βρέθηκαν ψόφια πέρα και πέρα.
Εκάλεσαν το δεσπότη. Μα και αυτού οι ευχές δεν έκαμαν τίποτα.
Τότες ένας γέρος τους ορμήνεψε να ξεχώσουν το σώμα του
κούβελου, να το σκίσουν, να του βγάλουν την καρδιά του, να την κάψουν και τη
στάχτη της να τη σκορπίσουν στους τέσσερες ανέμους. Και το σώμα του να το
βάλουν σε ένα σακί και να το ρίξουν στ’ ανοιχτό πέλαγο. Πήγαν λοιπόν και τον
εξέθαψαν. Ήτο φοβερός, μαύρος, με νύχια μια πιθαμή και βαμμένα στο αίμα. Τα
μαλλιά του ήταν μακριά και τα γένια του άγρια. Τον έσκισαν καθώς τους είπε ο
γέρος, έβγαλαν την καρδιά του και την έκαψαν, και το σώμα το ‘βαλαν σε σακί και
το φόρτωσαν σ’ένα καράβι. Άμα βγήκε το καράβι στ’ ανοιχτά, το ‘ριξε στη
θάλασσα. Αλλά σηκώθη μία φουρτούνα φοβερή και τόση θαλασσοταραχή έγινε, που
κιντύνεψε να πνιγεί το καράβι. Από τότες δεν εφάνη πλέον ο βουρκόλακας. Και
μόνο οι γυναίκες, για να φοβίσουν τα παιδιά τους, λεν καμιά φορά πως έρχεται ο
Κούβελος να τα πάρει.
Μήλος
Από το βιβλίο «Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του
Ελληνικού λαού - Παραδόσεις» του Νικόλαου Γ. Πολίτη 1904.