? (*)
Ο ουρανός καταγάλανος επάνω, τα νησιά, τ’ ακρογιάλια γύρω ήμερα και γελαστά, η θάλασσα χρυσάχτινη. Πρίμος άνεμος φούσκωνε τα πανιά κι έσπρωχνε το καράβι γοργό στο δρόμο του. Μα τι τα θες! Με όλη τη χαρά που έδειχναν ψυχωμένα κι άψυχα γύρω, κάτι κρεμόταν αόρατο ψηλά και κάθιζε μυλόπετρα στην ψυχή μου. Σταματάω.
Κυκλωμένος από τις μνήμες σου αδιαφορώ για τα λευκά σπίτια του νησιού, το χρώμα του ουρανού, την απαράλλαχτη καθημερινότητα των ντόπιων, - την άλλοτε ποιητική που τώρα μου τρυπάει θορυβώδης τα αυτιά. Μήτε που στρέφω το κεφάλι στη θέα της κυρίας με το λευκό καπέλο που κατεβαίνει το καράβι φορτωμένη δυο μπαούλα κι άλλες τόσες βαλίτσες. Καλοκαιρινές διακοπές ή το ξεκίνημα μιας νέας ζωής; Αυτό θ’ αναρωτιόμουν άλλοτε, και θα μάντευα, πιστεύω, σωστά μέσα από τα σκιασμένα της μάτια.
Κλείνω τα μάτια να δω το περίγραμμα του προσώπου σου. Ποιο το νόημα των καταγραφών μου αν δεν σε σκέπτομαι. Τα δικά μου ταξίδια τα έχω ανάγκη για να στα διηγηθώ. Τη μέρα που θα ‘μαι ξαπλωμένος στην ποδιά σου. Καθώς θα νιώθω τα χέρια σου να κατεβαίνουν απ’ τα μαλλιά μου στο λαιμό, κι έπειτα να ξεκουράζονται στα πρώτα κουμπιά της ανοιχτής μου πυτζάμας. Γι αυτή τη στιγμή περιμένω. Σαν τότε που…
- Καλημέρα κύριε. Θα θέλατε να σας φέρω κάτι;
Παρόλη τη σαστιμάρα μου, σα μόλις να ρωτήθηκα κάποιο αιώνιο ερώτημα, χαμογελάω στο γκαρσόνι προσπαθώντας να καταλάβω που βρίσκομαι. Οι φωνές των ψαράδων που διαλαλούν την πρωινή τους ψαριά δυναμώνουν. Το ίδιο και η ανθρωποβοή. Ο μεσήλικας με το ριγέ κουστούμι και την εφημερίδα στο διπλανό τραπέζι πιάνει το πηρούνι, το γυρνάει από δω, το γυρνάει από κει μες στα κίτρινά του δάχτυλα, το κοιτάζει με προσοχή κι αφού το μελετά καλά αποφασίζει πως δε θα το χρειαστεί. Πιάνει το φαγητό του με το χέρι.
"Ότι και ο κύριος εκεί", είπα ψάχνοντας μια ριπή σιγουριάς στην καθημερινότητα κάποιου αγνώστου ενώ εκείνο το φλυτζάνι καφέ που θα με παρέδιδε στον κόσμο των ζωντανών ήταν ό,τι πραγματικά μου χρειαζόταν.
Ο ουρανός καταγάλανος. Κι από κάτω τα νησιά και τ’ ακρογιάλια γύρω. ‘Ήμερα και γελαστά, η θάλασσα χρυσάχτινη. Πρίμος άνεμος φούσκωνε τα πανιά κι …εγώ στο επιφανειακό παιχνίδι της ζωής όπως μου είπες, να κυνηγάω μια φευγαλέα και περαστική χαρά και να είμαι συνάμα παιδί και κτήνος μέσα στην αθωότητα του φύλου μου.
Οι φαντασιώσεις μου γίνονται όνειρα. Ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο; Όπως και να χει το πράγμα κάθομαι μισοξαπλωμένος στο καφενείο του λιμανιού ολόκληρες μέρες . Χωρίς να ανοίγω τα μάτια μου. Περιμένοντας ένα σημάδι πως υπάρχεις. Ξυπνώντας σε άναρχους χρόνους με εσένα στο μυαλό μου. Και με ντροπιαστικές στύσεις. Πίνοντας, τρώγοντας και προσπαθώντας να κατεβάσω στο χαρτί τις εικόνες που μου παρήγγειλαν.
Νίβω το σβέρκο μου στην τουαλέτα του καφενείου για ώρα ενώ κάποιος χτυπάει επίμονα την πόρτα. Από το γραμμόφωνο της σάλας ακούγεται ο Άϊβορ Ντόμενηγκ να τραγουδά με τη βαρύτονη φωνή του:
Just like flamingos look the same
So me and you,
just we two
got to search for something new
Far beyond the white horizon
Some place near the desert sand
O κόσμος τούτος δεν μπορεί να῾ναι ο παράδεισος, έτσι δεν είναι;
(*) Σ.τ.Λεμ.: Περισσότερα στοιχεία για τον συγγραφέα, τον τίτλο του βιβλίου ή την έκδοση δεν κατάφερα να εντοπίσω από τη μισοσκισμένη σελίδα που βρήκα κι απ' την οποία επιχείρησα μετάφραση κι απόδοση στα ελληνικά.
(*) Σ.τ.Λεμ.: Περισσότερα στοιχεία για τον συγγραφέα, τον τίτλο του βιβλίου ή την έκδοση δεν κατάφερα να εντοπίσω από τη μισοσκισμένη σελίδα που βρήκα κι απ' την οποία επιχείρησα μετάφραση κι απόδοση στα ελληνικά.
α ώστε μετάφραση διαβάζουμε! Είπα και εγώ πως είναι σκέψεις σου! Καλημέρα! Τι έτρωγε ο κύριος απέναντι;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα Ηφ. Αν και δεν μπορώ να απαντήσω στο ερώτημά σου, θα πάρω τις λέξεις νησί-κουστούμι-φαγητό-χέρι και θα εικάσω πως ο κύριος έτρωγε καλαμαράκια. Μέχρι εκεί μπορώ.
Διαγραφή