Ένας πορτοκαλεώνας, όχι ιδιαίτερα μεγάλος, - αστικός – με περικυκλώνει.
Γκρεμισμένα νεοκλασσικά τον τριγυρίζουν και εγώ στέκομαι στη μέση του, κάτω από
μια φορτωμένη καρπούς πορτοκαλιά, χαζεύω τη μελίγκρα σ’ ένα φύλλο της, κατουρώντας. Όσο μακριά
και όσο κοντά από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών επιβάλλουν οι ευγενικοί
μου τρόποι στο κέντρο μιας άγνωστης πόλης.
Πέντε λεπτά νωρίτερα, στον απόηχο ενός τριημέρου (που
εξελίχθηκε σε τετραήμερο) στην Πάτρα, έχω αφεθεί για έξι ώρες μοναχός στο Αίγιο. Κομμάτι γκρίνιας, περιμένοντας
το πέρας ξένων προς εμέ υποχρεώσεων.
- Καλημέρα, wi fi έχετε; Ρωτάω στο τρίτο καφέ που συναντάω.
- Μάλιστα
- Τσάι του βουνού;
- Χμμμ, όχι.
- Αν σας δώσω εγώ θα μπορούσατε μήπως…. (αναφέρω βιαστικά στον
υπεύθυνο την κατάσταση του στομαχιού μου καθώς και το εξάωρο που περιμένει να
το γεμίσω).
- Μάλιστα κύριε, φυσικά.
- Ωραία, και πως θα με συμβουλεύατε να ξεκινήσω τη μέρα μου
στην πόλη σας; Κάποιο μουσείο ίσως; Υπάρχει, δεν υπάρχει μουσείο;
- Και βέβαια υπάρχει, θα πάτε από εκεί, θα στρίψετε κλπ κλπ
και όταν έρθετε ξανά θα σας έχω το τσάι σας. Ορίστε και το password του wifi μήπως το χρειαστείτε νωρίτερα.
Στο μουσείο είμαι ο πρώτος και μοναδικός – ίσως ολόκληρης της
εβδομάδας όπως μου εξομολογείται ο φύλακας - επισκέπτης. Το κτίριο που το φιλοξενεί
είναι η αναπαλαιωμένη αγορά του Αιγίου. Μια επιγραφή στο υπέρθυρο της βόρειας
πύλης δηλώνει ως έτος κτήσης το 1890, και για τούτο αποδίδεται στον αρχιτέκτονα
Ερνέστο Τσίλλερ που εκείνον τον καιρό εκπονούσε σχέδια εκκλησιών για την πόλη.
Πληρώνω
2 ευρώ εισιτήριο και το πιθανότατα φτωχότερο σε εκθέματα μουσείο της χώρας
ανοίγει τα 30 του τετραγωνικά μέτρα στα πόδια μου.
Μπα, δεν έχει καθόλου κόσμο, μου κάνει ο φύλακας. Πιο καλά
περνούσα στο φυλάκιο στο στρατό παρά εδώ. Παρότι βουτηγμένος στη μοναξιά (ή
ίσως και γι αυτό) είναι λιγομίλητος. Μου δείχνει μόνο ποιες 2 από τις 10
προθήκες μπορώ να φωτογραφήσω.
- Γιατί μόνο αυτές;
- Δεν ξέρω, έτσι μας είπαν να λέμε.
Χαιρετώντας τον ρωτάω για άλλα προτεινόμενα μέρη. Αν είσαι λίγο θρησκεόμενος στην Παναγία την Τρυπητή, με
συμβουλεύει, κι έπειτα για καφέ στην παραλία. Θα είσαι μόνος, ήρεμος, εσύ και η
θάλασσα τέτοια ώρα.
Αποφασίζω να παρακούσω τις οδηγίες του, την Παναγία την
Τρυπητή την είχα επισκεφτεί χρόνια πριν στο γάμο ενός φίλου. Συνδράμει την απόφασή μου κι αυτή η ταμπέλοδιαφήμιση.
Κατευθύνομαι
στην κεντρική πλατεία, εκεί που με περιμένει τα τσάι του βουνού και κάτι να
τσιμπήσω για πρωινό.
Συνειδητοποιώ πως κατεβάζω το μέσο όρο ηλικίας των θαμώνων της πλατείας.
3 συμπαθέστατες ηλικιωμένες ελληνοαγγλίδες μιλάνε για eggonia in Greece και arnaki ladolemono στα δεξιά μου όση
ώρα εγώ αποφασίζω πως είμαι τουρίστας για 6 ώρες σε μια πόλη που γνωρίζω μόνο λειψά
από τις άπειρες διασχίσεις της με το κτελ Αθήνα-Πάτρα και δε χαίρει της εκτίμησής
μου.
Γκουγκλάρω τη φράση “
Τι (άλλο) να κάνει κανείς στο Αίγιο”.
Όπως επίσης και τις λέξεις κλειδιά “Δισκάδικα –
Αίγιο”
όπως συνήθως κάνω σε κάθε πόλη
του εξωτερικού που επισκέπτομαι. Αποτελέσματα αναζήτησης
Δισκάδικα:
Αξιοθέατα:
- Αρχαιολογικό Μουσείο
- Λαογραφικό Μουσείο
- Τοπικό Ιστορικό Αρχείο
- Σκάλες Φιλοποίμενος
- Ψηλά Αλώνια
Ευχαριστώ τους εξυπηρετικότατους ανθρώπους που μου έψησαν το
τσάι, οι οποίοι τώρα μου δίνουν - μαζί και με κάποιους θαμώνες - τις πρώτες
οδηγίες
για την προσέγγιση των υποψήφιων
στόχων μου. Βλέπεις η αξεπέραστη ρυμοτομία της πόλης σε νικάει στο πι και φι. Θα
σου δώσουν χάρτη της πόλης στο Δημαρχείο, μου λένε φεύγοντας.
Πρώτη στάση, Studio Άγγελος.
- Αααα, και βέβαια όχι ρε φίλε, που να τα βρούμε
τα βινύλια; Τα δώσαμε όλα στο Μοναστηράκι. Εκεί να πας. [Χαμογελάω γιατί μπορεί
προχθές Κυριακή να μην πήγα στο παζάρι αλλά τούτη είναι η δεύτερη μνεία στο
Μοναστηράκι. Η πρώτη – αν και λίγο από σπόντα – έγινε τρώγοντας θαλασσινά 2
μέρες πριν στο …Μοναστηράκι Φωκίδος]. Άλλωστε
εσύ δε μου κάνεις να ενδιαφέρεσαι για Σαλαμπάση (μάλλον το κατάλαβε από τη
ζακέτα Green Day που φοράω) και τα ρέστα! Εσύ ψάχνεις τα σπάνια των Pink Floyd!!!
Χαμογελάει μυστήρια και μέχρι τα αυτιά η υπάλληλος του
Δημαρχείου (έργο του Τσίλλερ νομίζω κι αυτό). Είμαι σίγουρος πως ποτέ δεν της έχει ζητήσει εξωγήινος χάρτη της πόλης.
«Σ’ εμάς δε θα βρεις, στην Δημοτική Βιβλιοθήκη όμως μάλλον
έχουν» καμπανίζει στα αυτιά μου η τελευταία της φράση κι εγκαταλείπω το
Δημαρχείο (που παρεμπιπτόντως έχει πεντακάθαρες τουαλέτες για το κοινό) για να
ψάξω τη Βιβλιοθήκη.
Στους τοίχους της πόλης υπάρχουν εντυπωσιακά πολλά
χρυσαυγίτικα συνθήματα. Τα περισσότερα συμμετέχοντας σε κυρηγμένους απ' ότι έμαθα πολεμικούς επιτοίχιους διαλόγους.
Περπατάω και φωτογραφίζω.
Με χαιρετάνε διάφοροι περαστικοί. Ο πιο εγκάρδιος από αυτούς μου ζήτησε
χρήματα.
Έχω κουραστεί. Κάνω μια στάση και διαβάζω το mail ενός
φίλου που μόλις ήρθε στο κινητό μου. Γράφουν ωραία οι φίλοι μου:
"Μετά από καιρό, και
πολλές περιπέτειες (έμαθα μαζεμένες και τις δικές σου...), θέλω να σου πω ότι
μου έχεις λείψει ρε φίλε... Να είσαι καλά, γερός και να προσέχεις. Δεν έχουμε
και πολλά εξάλλου, την υγεία μας και δυο-τρεις ανθρώπους που αγαπάμε και
(ελπίζουμε να) μας αγαπάνε κι αυτοί.
...
Δεν θα κλαφτώ σε
αυτό το μήνυμα. Θα το κάνω σε επόμενη ευκαιρία... ;-)
....
Τα υπόλοιπα,
δουλειά, κτλ, είναι μάλλον, πια, αέρας , άνευ σημασίας.
....
Η οικογένεια?
Προσπαθεί να τα βολέψει συναισθηματικά, με όλα αυτά τα σκαμπανεβάσματα των
σχέσεων, αλλά τα καταφέρνει μέχρι στιγμής (δεν κλαίγομαι ακόμα, έτσι δεν
είναι;).
Θα τα πούμε
εκτενέστερα με την πρώτη ευκαιρία (συντόμως, ελπίζω).
Καμιά φορά νιώθω
ότι κάτι χρειάζεται η ζωή μου (κάτι που λείπει, κάτι που έχει χαθεί?), αλλά
ψάχνω να το βρω τι είναι αυτό.
Τέλος πάντων, με
όση "στενοχώρια" για το χαμό του Lou Reed, σε
χαιρετώ, σε φιλώ και σε ασπάζομαι.
ΥΓ. ελπίζω να σε
βρει το μήνυμα σε καλή κατάσταση, και να μην πεις "ωχ, τι θέλει πάλι
αυτός"... Φιλιά..."
Είμαι καλά φίλε, δεν είπα όμως το "ωχ, τι θέλει πάλι
αυτός". Αντ’ αυτού προσυχήθηκα να χει καλά ο Μεγαλοδύναμος τον Nick Cave.
Η Δημοτική βιβλιοθήκη για σήμερα τουλάχιστον δεν έχει
πατηθεί από πολίτη πόδι. Στη θέα μου οι 4 υπάλληλοι προσποιούνται τις εργασιομανείς
και στην Τρίτη περι χάρτη ερώτησή μου αρνούνται κατηγοριματικά, λες και τις πρόσβαλλα
ένα πράγμα, την ύπαρξη τέτοιων εντύπων.
Μου χαρίζουν την μπροσούρα «η Απρόσμενη Αιγιάλεια» με
φωτογραφίες του οδοντωτού σιδηρόδρομου στο φαράγγι του Βουραϊκού, διάφορα γλυκά
του κουταλιού, και αμπελώνων στα πέριξ της πόλης και μου επιτρέπουν να χαζέψω
μια άλλη που έχει ένα χάρτη της Β.Δ. Πελοπονήσου που μπορεί να μου κάνει, αλλά
δε γίνεται να μου τη χαρίσουν και αυτή. Είναι η τελευταία τους. Με αποχαιρετούν
ανακουφισμένες και με συμβουλεύουν να αγοράσω χάρτη από ένα συγκεκριμένο
περίπτερο.
Φτάνω στον Κριό, το δεύτερο δισκάδικο, αλλά δεν έχει ανοίξει
ακόμα. Το Τοπικό Ιστορικό Αρχείο έχει σειρά. Οδός Στράτωνος.
«Λίγο πιο πάνω», «Μάλλον την έχεις περάσει», «Νομίζω πιο κάτω
στα πρώτα φανάρια», και «Λυπάμαι δεν ξέρω»
είναι μερικές μόνο από τις απαντήσεις που μάζεψα στην ερώτηση «Καλημέρα,
μήπως γνωρίζετε την οδό Στράτωνος;»
Ίδια ονόματα δρόμων και τοπωνύμια πλατειών με εκείνα της Πάτρας
υπάρχουν στο Αίγιο, μόνο που είναι βαλμένα σε άλλη διάταξη. Διασχίζω το πάρκο
με τους φοίνικες λίγο πριν τα Ψηλά Αλώνια και σκέφτομαι ακόμα το mail που διάβασα προ ολίγου.
«Ολοι κάτι ψάχνουν ρε φίλε» μονολογώ και φωτογραφίζω όσο πιο
διακριτικά γίνεται ένα πιτσιρίκι που ανασκαλεύει κάτι πεταμένα ρούχα αντί να
παίζει. Λίγο αργότερα ξανασυναντώ το
πιτσιρίκι την ώρα που δίνει τη σακούλα με
τα ξεδιαλεγμένα στον πατέρα του. Πάω να εκμεταλλευτώ τη σύμπτωση αλλά τελικά
δεν ξέρουν ούτε εκείνοι την οδό Στράτωνος.
Στο Αίγιο τα ενεχυροδανειστήρια και τα μαγαζιά αγοράς χρυσού
είναι δυσανάλογα πολλά με το μέγεθος της πόλης. Το ίδιο και οι καλοχτενισμένες φράντζες/χωρίστρες
μεσόκοπων κυρίων με πόλο μπλουζάκια και φρεσκογυαλισμένα αυτοκίνητα.
Στην οδό Στράτωνος, στον αριθμό 14 αντί του Ιστορικού
Αρχείου βρίσκω μια Σχολή Χορού.
Έφυγε πριν τρία τέσσερα χρόνια από εδώ, μου
λέει ο μπακάλης της γειτονιάς. Κρίμα που δεν το έχουν αλλάξει στο site του
Δήμου.
Από μία σκουληκότρυπα, σχεδόν πίσω από το πασίγνωστο (?) παρκαρισμένο
αεροπλάνο προσεγγίζω τις σκάλες του Φιλοποίμενος που θα με βγάλουν στην παραλία
χωρίς να κάνω όλη τη διαδρομή προς τα πίσω.
Τα 172 σκαλιά - ρώτα έτσι για να τα
βρεις - ως σκάλα του Φιλοποίμενος δεν τα γνωρίζει κανείς – με μεταφέρουν από
την πολυκοσμία στον μάλλον ερημικό παραλιακό δρόμο. Στη διαδρομή μπαίνω στις παρατημένες
αυλές εγκαταλειμμένων κτιρίων λίγο πάνω από το λιμάνι. Μπαίνω και σε κάνα δυο κτίρια.
Η ορμητικά κινούμενη θάλασσα απ’ όπου μπορεί να πήρε την
ονομασία του το Αίγιο (χρήση του ομηρικού ρήματος αΐσσω) αποδεικνύεται μύθος. Κρατάω
την κατά Στράβωνα άποψη πως η ονομασία, προήλθε από την ιερή αίγα, που έθρεψε
τον Δία στη βρεφική του ηλικία, που φυλαγόταν για να προστατευθεί από την
παιδοφάγο μανία του πατέρα του Κρόνου.
Μούσκεμα στον ιδρώτα, οι σκάλες του Φιλοποίμην γαρ, στον τελευταίο σταθμό: ο Κριός. Το δισκάδικο.
Ευτυχώς ανοιχτό.
- Καλημέρα, ανοίξαμε;
- Ναι πέρνα μέσα.
Villa 21, Captain
Beefheart, Wes Montgomery, Τρύπες, Psychedelic Furs, Ταξιαρχίες, Peter Hammill παίρνει το μάτι μου στα βιαστικά.
- Να
χαζέψω λίγο τους δίσκους; ρωτάω.
- Να τους χαζέψεις όσο θες, κάνει ο Τάκης ο ιδιοκτήτης, ίδιος
στο σουλούπι με τον Jerry Garcia.
Μόνο που δεν τους πουλάω.
- Κάτσε να ξεϊδρώσεις. Τσιγάρο;
Μιλάει γρήγορα. Συστάσεις,
μουσικά γούστα κλπ τα ξεπετάμε στα πρώτα λίγα λεπτά της γνωριμίας. Μου εξηγεί πως είναι οι δικοί του δίσκοι, δε χωράνε σπίτι του.
Στρώνει το τζόκεϊ με το λογότυπο των Quicksilver Messenger
Service (το οποίο ζηλεύω) στο κεφάλι του, και κουβεντιάζουμε εφ’ όλης της ύλης
για μουσική, πολιτική, το παρελθόν, τα σχέδια για το μέλλον, μαγειρική, τη ζωή την
ίδια εν τάχει.
Γύρω του ένας μικρός παράδεισος με
χιλιάδες βινύλια, στοίβες βιβλία, λογοτεχνία, ποίηση, cd, επτάιντσα, ταινίες, και ένα σωρό μικροαντικείμενα από εκείνα που μαζεύουν οι
μουσικόφιλοι. Μεγάλη ιστορία ο Τάκης, ωραίος.
Δε
γράφω όμως παραπάνω για κείνον όπως δε συνηθίζω να γράφω για όσους καταγράφω
ονομαστικά εδώ μέσα.
- Ποιος είναι ο πιο "ακριβός" σου δίσκος ;
- Όλοι του Peter Hammill. Και των Van Der Graaf. Μεγάλο κόλλημα!