Από τη Βικτώρια τηλεφωνώ στα παιδιά στο μεζεδοπωλείο, τους παραγγέλνω μια φωτογραφία…
Σε δυο μέρες φεύγει η Χ για Γερμανία να εγκατασταθεί μόνιμα, η υπόλοιπή της οικογένεια είναι ήδη εκεί. «Άκόμα ένας από την παρέα και τον ευρύτερο αυτής κύκλο που αφήνει τα εν Ελλάδι στους όλο και μειούμενους καλούς ανθρώπους που μένουν γύρω μου», είμαι εγωιστής άραγε που σκέφτομαι έτσι;
Η Χ. έχει κανονίσει να χαιρετήσει όσους ξέρει σ’ ένα μεζεδοπωλείο που υπάρχει στο κέντρο από καταβολής πόλης. Είναι από εκείνα τα μαγαζιά που ο θρύλος τους επιβάλει να έχεις καθίσει και να τα έχεις πιει τουλάχιστον 5-10 φορές εκεί στα νιάτα σου. Να έχεις μεθύσει, να έχεις ξεράσει και να μην έχεις ξαναπατήσει το πόδι σου από τα είκοσιτόσα σου χρόνια (για μένα γράψε 1992).
Ήδη από τις 8 έχουμε αρχίσει και μαζευόμαστε, ανά δύο ή ανά τρεις οι περισσότεροι έχουμε ξανασυναντηθεί οπότε συστηνόμαστε με τους υπόλοιπους. Σε κάθε νέα άφιξη αυτό επαναλαμβάνεται παρόλα αυτά δε χάνουμε χρόνο: πίνουμε, τα λέμε όλοι σαν παλιοί γνώριμοι, γελάμε, τσουγκρίζουμε τα ποτήρια και το εννοούμε λιγάκι παραπάνω από τις άλλες φορές - μεγαλώνουμε βλέπεις κι οι όποιες αλλαγές βαραίνουν διαφορετικά.
Παραδόξως μια μυστήρια ευθυμία έχει καθίσει πάνω μας. Γύρω μας εικοσάχρονες καταβόθρες - σαν τους παλιούς «εμείς» ένα πράγμα – φωνασκούν μπεκρουλιάζοντας τα μισόκιλα πέντε πέντε κι εμείς διηγούμαστε ιστορίες χθεσινές, άλλες επικές και άλλες καθημερινές. Ρουφώ μετρημένα τις γουλιές τη μπύρα μου, αντανακλαστικά αποφεύγω τους μεζέδες της ποικιλίας και ακούω το παράπονο ενός ανθρώπου που μέχρι χθες δε γνώριζα.
- Ήρθα στεναχωρημένος από μια δουλειά, εξομολογείται.
Προγραμματιστής, κάπου στα 50 του ο Δ, εξιστορεί εν τάχει τα γεγονότα. Το συμφωνηθέν συμβόλαιο με την Χ εταιρία, η προκαθορισμένη κοστολόγηση, οι μήνες εργασίας, η έγκαιρη παράδοση του προϊόντος και όλα όσα προηγήθηκαν της μη καταβολής των δεδουλευμένων. «Πάρτε αυτά στο χέρι (μειωμένα κατά 45%) και είσαστε εντάξει», τους είπαν από το λογιστήριο της γνωστής και αξιότιμης πράσινης εταιρίας με έδρα τον Ασπρόπυργο.
Όταν ήρθε η σειρά μου να πω μια αντίστοιχη ιστορία, τους εμπιστεύτηκα εκείνη την εμπειρία με το ιδιαίτερο μάθημα που παρέδιδα στο τέκνο της ευκατάστατης, πάππο προς πάππο αριστερής οικογένειας, εκείνης που με σταύρωναν μέχρι να με πληρώσουν, τα πάντα λιγότερα κι ενίοτε σε κέρματα χρήματα.
Όλα αυτά δε θα το ανέφερα εδώ, θα ήταν άκυρα και άνευ ενδιαφέροντος θέματα για μια ανάρτηση, αν μετά από λίγο δε συναντούσα στα τραπέζια του μεζεδοπωλείου τον εν λόγω μαθητή μου. Κοίτα να δεις μικρός που είναι ο κόσμος χαμογέλαγα μέσα μου καθώς χαιρετιόμασταν εγκάρδια.
- Πως τα πας φίλε τώρα που τέλειωσε το σχολείο; τον ρώτησα
- Μια χαρά δάσκαλε, μου απαντά. Το καλοκαίρι δούλευα στο θείο μου στον Ασπρόπυργο. Έχει μια εταιρία που λέγεται... Τον ακούω που επαναλαμβάνει το όνομα της γνωστής και αξιότιμης πράσινης εταιρίας.
Όντως ο κόσμος είναι μικρός. Άσχετα που εμείς σκορπίζουμε στα πέρατά του.
Κοντά στα μεσάνυχτα, αγκαλιάζω τη Χ. με όλη μου τη δύναμη και φεύγω νωρίτερα από τους υπόλοιπους. Στο δρόμο για το πάρτυ του σταθμού περνάω από το πεδίον του Άρεως. Κοντοστέκομαι για λίγο στους ήχους του Indie Free Festival, δεν ξέρω ποια μπάντα παίζει, χρονοτριβώντας στο φθινοπωρινό κρύο με ένα τσιγάρο στο στόμα. Περιέργως όλα είναι ήρεμα στους γύρω δρόμους. Το ίδιο και εγώ.
Όχι πολύ αργότερα, από τη Βικτώρια τηλεφωνώ στα παιδιά στο μεζεδοπωλείο, τους παραγγέλνω μια καλύτερη φωτογραφία από τις τουαλέτες του μαγαζιού: μια κοντυλιά στον τοίχο ενός χωμένου στις σκέψεις του μα ξαλαφρωμένου ανθρώπου.
Έπειτα βυθίζομαι σε ντεσιμπέλ και αλκοόλ κάπου στις παρυφές του Συντάγματος. Την ίδια ώρα που αργοπορημένα, ο θεσμός του χορού των καψιμάτων ξεκινά στο Πεδίο του Άρεως και εγώ έχω μόνο δυομιση ώρες ύπνου μέχρι να χτυπήσει το ξυπνητήρι της Κυριακής.
Indie Free Festival, φωτ. Cabinek |