Κατέβηκε από το μηχανάκι του αναψοκοκκινισμένος και άρχισε να μιλάει ασθμαίνοντας πριν καν περάσει την είσοδο του μαγαζιού. Φοβήθηκα ότι θα πέσει πάνω στην τζαμαρία με τη φόρα που είχε, μα έκανε τελικά μια μανούβρα - παρά τα κιλά του - και εισέβαλε μεγαλοπρεπώς.
Μόλις είχε παραδώσει μια παραγγελία και σίγουρα θα του έτυχε ‘’ΚΑΤΙ’’ πάλι, σκέφτηκα. Αλλά όσο κι αν προσπάθησα, νόημα δεν έβγαινε από τα λεγόμενα του.
- Χαμογελούσε σαν ηλίθια αφεντικό, αλήθεια σου λέω …έπρεπε να τη δεις πως με κοίταζε…’’ πάντα έτσι μιλούσε ο Δημητράκης. Άφησε το κράνος του σε μια καρέκλα και συνέχισε απτόητος:
- Σίγουρα ήθελε να την πηδήξω αλλά δεν ήταν μόνη στο σπίτι αφεντικό…
Δεν ξέρω που τις βρίσκει συνέχεια αυτές τις ιστορίες που διηγείται αλλά μου αρέσει να τον κοιτάζω όταν βρίσκεται σε αυτή την ανεξέλεγκτη υπερδιέγερση.
- Άκουσα που λές κάποιον άντρα να μιλάει πάνω που ήμουν έτοιμος να κάνω την κίνησή μου…. είπε τώρα ρίχνοντας λίγο το ρυθμό αφήγησης.
Πάντα έκανα πως τον πιστεύω για να τον ευχαριστήσω - μεγάλος κόπος δεν μου είναι -, το ίδιο έκανα και τώρα , τουλάχιστον μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο.
Επιτέλους άλλη μια παραγγελία, σκέφτηκα και χάρηκα είναι η αλήθεια, αλλά και πάλι με 9 πίτσες το βράδυ, μαγαζί δεν κρατιέται.Η επιχείρηση δεν πάει καλά εδώ και καιρό. Μετά από την καλή πορεία των πρώτων μηνών η κίνηση έπεσε σε χαμηλά βαρομετρικά. Και έκτοτε σταθεροποιήθηκε εκεί. Μόνο τελευταία ίσως το μαγαζί πηγαίνει χειρότερα.
Σίγουρα φταίει και η περιοχή που το ανοίξαμε. Βρισκόμαστε μεταξύ Ελληνορώσων και Νέου Ψυχικού. Από τη μια η φτωχογειτονιά, η γεμάτη μετανάστες - που να βρουν λεφτά για φαγητό απ’εξω – και από την άλλη το Ψυχικό: Σίγουρα θα θεωρούν το μαγαζί μου ‘’τρε μπανάλ’’ για τα γούστα τους αυτοί. Πάντα ένοιωθα στενάχωρα με τον πόλεμο των δύο τάξεων αλλά τώρα που έχω βρεθεί ανάμεσα στην εμπόλεμη ζώνη, πολύ περισσότερο.
Μα πάλι κι εμείς οικιοθελώς πιάσαμε το πόστο μας στη μάχη αυτή. Για το φτηνό του ενοίκιο δεν διαλέξαμε το χώρο αυτόν; Η ακριβέστερα εκείνη το διάλεξε …εγώ της είχα φέρει από τότε τις αντιρρήσεις μου. Προτιμούσα την περιοχή των Αμπελοκήπων. Σταθερή γειτονιά, πυκνοκατοικημένη, με ανθρώπους όχι πλούσιους μα τουλάχιστον στο μέσο της οικονομικής κλίμακας.
- Δεν θα τους κυνηγάμε, ούτε θα τους παρακαλάμε να παραγγείλουν από εμάς, έλεγα και ξανάλεγα στην Κατίνα.
Αλλά δε τα βγάζεις εύκολα πέρα με την Κατίνα. Όχι μόνο εγώ επειδή είναι γυναίκα μου, κανένας πιστεύω δε μπορεί. Έτσι δώσαμε τα χέρια με τον ιδιοκτήτη, βιαστικά, μα γεμάτα με τα τρία ενοίκια, ’’ένα του τρέχοντος μηνός και δυο για την εγγύηση’’ που μας ζήτησε.
Αρχίσαμε τα σχέδια, τα όνειρα και τις προκαταβολές στους εργολάβους που θα μετέτρεπαν την άχαρη αποθήκη στο εστιατόριο των ονείρων μου και τελικά στην πιτσαρία της πραγματικής μου ζωής. Τα βράδια πήγαινα μοναχός μου να επιβλέψω την πρόοδο των εργασιών. Καθόμουνα στο πεζούλι παραδίπλα, κάπνιζα ένα τσιγάρο, καμάρωνα την περιούσια μου με μια μπύρα στο χέρι, και έπειτα κατηφόριζα πίσω στο σπίτι χαρούμενος. Ευγνωμονούσα τους μαστόρους που μεταμόρφωναν σε μαγαζί μου και μάλιστα όχι στην χειρότερη των εκδοχών που είχα φανταστεί, το χώρο αυτό.
- Δε λες πάλι καλά που πρόλαβα να φύγω …άνεμος έγινα…, ο Δημητράκης συνέχιζε το χαβά του πίσω από τον πάγκο, νομίζοντας ότι προσέχω ακόμη αυτόν και τα λεγόμενά του.
#
Τη μέρα των εγκαινίων σχεδόν βούρκωσα. Αν δεν ντρεπόμουν τους καλεσμένους νομίζω θα έκλαιγα στα σίγουρα . Δεν πίστευα ότι ξαναγινόμουν στεριανός. Μεγαλωμένος στο χωριό μέχρι τα είκοσι που μπάρκαρα, τη θάλασσα από κοντά δεν την είχα δεί, εδώ μήτε στο κέντρο της πόλης 10 χιλιόμετρα παρακάτω δεν είχα πάει. Δεν το ήθελα να γίνω ναυτικός, δεν ήμουν εγώ για τη θάλασσα αλλά τι άλλο να έκανε κάποιος σαν εμένα. Τα γράμματα δε με τράβηξαν ποτέ, χωράφια και προικιά δεν είχα , δεν έμεναν και πολλές εναλλακτικές. Έτσι με το που ‘ριξε την ιδέα κάποιος θειος στη μητέρα μου εκείνη δε δυσκολεύτηκε nα με πείσει. Είπα εύκολα το ‘Ναι’.
Έφυγα με την ευχή της για Πειραιά και δεν την ξαναείδα. Της έγραφα πως θα ξαναγυρνούσα πλούσιος αλλά τα πράγματα δεν πάνε συχνά όπως τα σχεδιάζεις. Τρία χρόνια αφότου μπάρκαρα με πέτυχαν τα ‘Συλλυπητήρια’ στο Μαϊάμι. Την κηδεία της μάνας μου δεν την πρόλαβα κι εγώ όχι μόνο δεν είχα φτιάξει περιουσία αλλά τώρα δεν είχα και που να ξαναγυρίσω. Τουλάχιστον είδα και έζησα καμπόσα πράγματα.
Με την Κατίνα δεν παντρευτήκαμε από έρωτα μα από προξενιό. Μας γνώρισαν κάτι συγχωριανοί μου που έμεναν στην Αθήνα. Εγώ ήξερα πως δύσκολα θα παντρευόμουν ποτέ. Το πώς με κατάφεραν ούτε τώρα το έχω καταλάβει. Το λέω καμία φορά του Δημητράκη και γελάει με την ψυχή του.
- Να ζήσεις ρε Κατίνα που μας πήρες το καλύτερο παιδί, με κοροϊδεύει συχνά πυκνά γελώντας.
Ήμουν το δεύτερο στεφάνι της γυναίκας μου. Με τον πρώτο της άντρα είχαν κλεφτεί. Τον είχε ακολουθήσει περισσότερο για να γλιτώσει το ξύλο που έτρωγε στο πατρικό, παρά από έρωτες και αγάπες.
Αλλά δεν καλοπέρασε σε εκείνον το γάμο η καημένη. Φυλακισμένη την είχαν στη Λαμία. Παρακόρη. Άντεξε τα ξεσπάσματα ολόκληρης της νέας της οικογένειας για τρία χρόνια. Κακοπερνούσε μα έλεγε πως θα φτιάξουν τα πράγματα μόλις θα γεννούσε. Αλλά αυτό δε συνέβη ποτέ κι ο πατέρας της ούτε να ακούσει πως θα την ξαναφορτωθεί και μάλιστα έτοιμη γυναίκα. Ίσως να ήταν ακόμη στη Λαμία αν δεν πήγαινε να τη σώσει ο μπάρμπας της ο δικηγόρος. Νύχτα πήγε και την ξανάκλεψε να τη φέρει πίσω στην Αθήνα. Κάπου εκεί πρέπει να εμφανίστηκα στη ζωή της εγώ.
Έγινε το προξενιό μα δεν παντρευτήκαμε αμέσως. Αυτό έγινε στο δεύτερο ταξίδι στην πατρίδα. Είχαν εντωμεταξύ τελειώσει τα δικαστήρια που εκκρεμούσαν σε βάρος της για εγκατάλειψη συζυγικής στέγης και το μόνο που περίμενε τότε ήταν η έκδοση του διαζυγίου.
Μέτρησε άραγε η λύπη που ένοιωσα για τα βάσανα εκείνης της κοπελίτσας ή ήταν η ανάγκη μου να φτιάξω ένα απάγκιο για όποτε αποφασίσω να ξαναγυρίσω στη στεριά; Δεν ξέρω να σου πω. Να ‘μαστε όμως με την Κατίνα να γιορτάζουμε την αργυρή επέτειο του γάμου μας.
Τα πρώτα χρόνια της έγγαμης ζωής μας δεν βρεθήκαμε πολύ. Μάλλον εγώ το επεδίωξα να γίνει έτσι. Έκανα συνεχόμενα ταξίδια και όποτε δεν υπήρχε μπάρκο δούλευα στα ανασφάλιστα. Πρέπει να συνέβη στο τρίτη η στο τέταρτη επιστροφή μου στην Ελλάδα που έγινα και πατέρας στην μονάκριβη μας κόρη.
Ανακάθομαι στη θέση πίσω από την ταμειακή μηχανή – και με μια γρήγορη ματιά ελέγχω τα 25 τετραγωνικά γης που κυβερνώ τα τελευταία οκτώ χρόνια.
Άνισα μοιρασμένος ο χώρος: πίσω στο μεγαλύτερο και πιο αγαπημένο μου μέρος είναι η κουζίνα. Έχει καλή διαρρύθμιση και έτσι φαίνεται ευρύχωρη αναλογικά με το μέγεθος του μαγαζιού. Οι νεροχύτες, το ψυγείο, τα εντοιχισμένα μάτια για τα μαγειρέματα όλα από ανοξείδωτο – η μόνη πολυτέλεια στην οποία υποκύψαμε – καλύπτουν τους δυο τοίχους σχηματίζοντας ένα γάμα. Αριστερά από το γράμμα είναι ο φούρνος, χτιστός αυτός. καλοβαμμένος και διακοσμημένος με κόκκινα πυρότουβλα. Στους τοίχους υπάρχουν ντουλάπια και κρεμάστρες για όλα τα μικρά σκευή που χρειάζεται ο μάγειρας δηλαδή εγώ.
Ένας παχύς πάγκος από γυαλισμένο ξύλο σουηδικό, χωρίζει την κουζίνα από το μπροστά χώρο, τη σάλα και από το περίσσευμά του, η κάθετη προέκταση με την ταμειακή μηχανή απάνω της διαμορφώνουν το μόνο ανοιχτό σύνορο που ενώνει τους δυο κόσμους.
Στο μπροστινό κόσμο υπάρχουν μόνο δυο τραπέζια με καρώ τραπεζομάντηλα, ένα των δυο και ένα των τεσσάρων ατόμων, για την περίπτωση που κάποιος θελήσει να φάει εδώ. Την υπόλοιπη διακόσμηση θα την έλεγε κανείς ανύπαρκτη. Η Κατίνα ήθελε να βάλουμε κουρτινάκια στις τζαμαρίες, εγώ δεν ήθελα.
Δε συμφωνούσαμε στο παραμικρό και φυσικά ούτε στα κουρτινάκια αλλά δεν μπόρεσα να κάνω διαφορετικά. Ποτέ άλλωστε δεν μπορώ. Παρεμπιπτόντως όμως δεν το μετάνιωσα. Βάλαμε μια λεπτή ασημί μπάρα στη μισή απόσταση από το πάτωμα και τα κρεμάσαμε. Τώρα σε κρύβουν - μη φαίνεσαι - απ’ έξω - μονάχα σαν είσαι καθιστός. Στους τοίχους δεν έχω βάλει φωτογραφίες η αφίσες.
- Εδώ αποφασίζω εγώ’’ είχα φωνάξει, έτοιμος να αρπαχτώ, μην και μου πάρει τον αέρα η υπόλοιπη οικογένεια που συνασπισμένη από την πρώτη μέρα διαφωνούσε φανερά με ό,τι έλεγα.
Τελειώνω το προσκλητήριο - έμψυχα και άψυχα παρόντα όλα, καλυμμένα από τη συνήθη νωθρότητα. Ο ανεμιστήρας μετρά το χρόνο από το ταβάνι μα κι αυτή - τη μοναδική κίνηση στο χώρο - περισσότερο την ακούς παρά την αντιλαμβάνεσαι. Ακόμα και ο Δημητράκης μοιάζει να κάνει παράταιρα με τον όγκο του λεπτές κινήσεις απλώνοντας τα τυριά και τα μανιτάρια πάνω στην ανοιγμένη του ζύμη.
Ποιος θα πίστευε ότι θα γινόταν πραγματικός τεχνίτης σκέφτομαι όσες φορές τον παρατηρώ να δουλεύει. Τον πρώτο καιρό, όταν όλα τα έκανε λάθοςμ φοβόμουν πως δε θα καταφέρω να του πω το «απολύεσαι». Έπειτα όταν βεβαιώθηκα πως αυτό δε θα το εκστόμιζα ποτέ, αποφάσισα πως καλό θα ήταν να του μάθω να δένει τη ζύμη.
Στον τελικό ισολογισμό λίγο καιρό πριν τα εγκαίνια είδα ότι πάνω από τη μισή μου αποζημίωση είχε ξοδευτεί στο μοντάρισμα της πιτσαρίας. Με ότι περίσσεψε ανοίχτηκε ένας λογαριασμός στην εθνική τράπεζα και από αυτά συμπληρώνουμε από τότε για τα καθημερινά έξοδα και για τα φροντιστήρια του παιδιού. ‘’Χαλάλι του’’ είχα πει τότε βλέποντας μια νέα ζωή να ξεκινά.
Σήμερα είμαι πεπεισμένος πως είμαστε το υπόδειγμα της επιχείρησης που πρέπει κατεβάσει τα ρολά και να κηρύξει πτώχευση. Φαντάζομαι τη στιγμή όπου ιδιοκτήτης και υπάλληλος αποχωρίζονται ανταλλάσσοντας ευχές για μια καλύτερη ζωή. Την ίδια στιγμή που κάποιοι αλλοδαποί υπάλληλοι της φθηνότερης μεταφορικής κουβαλούν ολόκληρο τον ανοξείδωτο εξοπλισμό, τον σουηδικό πάγκο μου, τα τραπέζια και τα κουρτινάκια, όλο σε ένα φορτηγό, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τα ουρλιαχτά και τις κατάρες της Κατίνας.
Αισθάνομαι τον κρύο ιδρώτα να με μουσκεύει όποτε κάνω αυτή τη σκέψη και το στομάχι μου να με στέλνει κατευθείαν στο πίσω μέρος του μαγαζιού, κατ’ ευθείαν στην πόρτα με τον κουστουμαρισμένο άντρα στην ταμπέλα που κρέμεται πάνω της.
Έκλεισα την ταμειακή μηχανή με θόρυβο και ξαναέβαλα τις εισπράξεις μέσα χωρίς να τις έχω μετρήσει παρ’ όλο που κάθομαι εδώ τουλάχιστον δέκα λεπτά. Σιγά τις εισπράξεις που έχουμε κάνει δηλαδή.
‘’Κύριε Δώρο είσαι καλά ;’’ έκανε ο Δημητράκης με το πιο σοβαρό του ύφος.
‘’Ναι ρε Μήτσο καλά είμαι, έλεγες τίποτα;’’ Τον κοίταξα
Δεν του άρεσε η απάντηση μου και μου ξαναγύρισε την πλάτη. Αισθάνεται ότι τον τοποθετώ σε κάποια απόσταση όταν τον φωνάζω Μήτσο. Αλλά πάλι αυτός δε με είπε «κύριο» Δώρο πρώτος;
Ο Δημήτρης είναι ο μοναδικός και φυσικά πολύτιμος υπάλληλος μου όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα πια τον αισθάνομαι σα φίλο και κάτι παραπάνω ίσως. Μέσα μου ελπίζω να νοιώθει κι αυτός έτσι για μένα.
Δημητράκη τον βάφτισε η Κατίνα όταν απάντησε στην αγγελία για τη δουλειά. ‘’Ζητείται παιδί με μηχανάκι για διανομέας σε πιτσαρία στο νέο ψυχικό τηλ. 67….’’ είχαμε γράψει. Περιμέναμε να φανεί κάποιος νεαρός που να θέλει να βγάζει το χαρτζιλίκι του. Ο Δημήτρης ήταν ήδη 38 χρόνων όταν έπιασε τη θέση και το υποκοριστικό τον συνοδεύει από τότε. Είχαμε κάνει κάτι γέλια με την Κατίνα εκείνη τη μέρα.
Τα πρωινά δουλεύει στην κρεαταγορά. Φύλακας προσλήφθηκε μα κουβαλάει κιβώτια και καφάσια όλη μέρα. Και μετά έρχεται εδώ να συμπληρώσει το εισόδημα του. Ξέρω ότι δουλεύει πολύ και κουράζεται αλλά προσπαθεί να μη το δείχνει. Όταν τον προσλάβαμε ήταν παντρεμένος. Πρόλαβε να χωρίσει πριν κλείσει πέντε έγγαμους μήνες και τρεις εβδομάδες στη δουλειά. Όταν τον ρωτάω για ποιο λόγο κάνει δυο δουλειές αφού δεν έχει στόματα να θρέψει αυτός του λέει πάντα ’’έχει απαιτήσεις η κυρά’’ και σημαδεύει περήφανα με τον αντίχειρα την κοιλιά του.
Αντίθετα η δική μου η κυρά παρ όλο που έχει και γνώμη και μιλιά, δεν περιμένει πλέον πολλά από μένα. Η Κατίνα βαρέθηκε γρήγορα την στεριανή μου υπόσταση. Δεν της ρίχνω όμως φταίξιμο. Όσο θαλασσοδερνόμουν είχε μάθει να περιμένει στωικά τις σπάνιες επιστροφές μου. Μόνη μεγάλωσε την κόρη μας τη Ρούλα.
Μόνη υπέμενε και τη γυναικεία θέρμη να την καίει από τα νύχια των ποδιών της μέχρι και την τελευταία τρίχα των μαλλιών της. Περιμένοντας μήνες ολόκληρους να μου δοθεί κι απολαμβάνοντας τις λιγοστές νύχτες που περνούσαμε μαζί.
Είμαι σίγουρος ότι μου ήταν απόλυτα πιστή όσο έλειπα μα ποτέ δεν της είχα ζητήσει εγώ κάτι τέτοιο. Τις αρχές με τις οποίες την είχαν αναθρέψει τις κουβάλαγε κι η ίδια μέσα της και όταν το σκέφτομαι καταλήγω πάντα στο συμπέρασμα: ότι αυτές την καθορίζουν περισσότερο και από την ίδια της τη θέληση. Και δυστυχώς για όλους μα περισσότερο για το κορμί της ποτέ δεν της επέτρεψαν να με απατήσει.
Κάποτε είχα ξεκινήσει μια κουβέντα για την απιστία. Μια νύξη είχα κάνει πιστεύοντας ότι της δίνω το ελεύθερο να ‘’δροσιστεί’’ αν και όποτε έβρισκε κάποιον δίχως να σκεφτεί εμένα. Μα νόμισε πως είχα την ανάγκη να της εξομολογηθώ τις δικές μου αμαρτίες , που εκείνη φανταζόταν ότι έχω διαπράξει και που όντως είχα.
‘’Μη στεναχωριέσαι Δώρο μου, μου είχε πει με νόημα, άντρας είσαι και βράζεις. Αλίμονο τόσους μήνες, Δώρο μου, άντρας είσαι… αλλά θα γυρίσεις μια φορά και θα μείνεις …και τότε…’’. ‘Εκτοτε δεν το ξαναπιάσαμε το θέμα.
Εγώ γύρισα μα δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Γύρισα μα φωτιά δεν πήραμε. Κι αυτή προσπάθησε είναι η αλήθεια, με όλη της την ψυχή στην αρχή, με όλη της την απόγνωση όταν κατάλαβε ότι ήταν μάταιο στη συνέχεια. Η συχνότητα που κάναμε το κρεβάτι μας να τρίζει δεν αυξήθηκε με την εδώ παρουσία μου, και ένα είναι σίγουρο. Η Κατίνα τα έβαψε μαύρα. Και αυτό δε μου το συγχωρεί. Με εκδικείται σιωπηλά από τότε κι εγώ ξέρω ότι πρέπει να το αντέξω. Ελπίζω μόνο να μη με χρεώνει αποκλειστικά την άτυχη ζωή της. Όσο για την αγάπη που είχε να δώσει, αυτή την έριξε ολόκληρη, βάρος στις πλάτες του παιδιού.
Σηκώθηκα να αλλάξω τα τραπεζομάντιλα στα δυο τραπέζια. Χαμογέλασα με την κίνηση μου αυτή. Δεν έχω αυταπάτες. Μήνες έχει να κάτσει κάποιος στα τραπεζάκια μου. Ποιος θα έβγαινε έξω για φαγητό και θα κατέληγε εδώ? Στη μεγαλύτερη απελπισία του ένας άνθρωπος θα ήθελε ένα μέρος να ξεχαστεί. Κι αν υποθέσω πως υπάρχει κάποιος τόσο απελπισμένος το πιθανότερο είναι να μην καταφέρει να βρει το κουράγιο να βγει από το σπίτι του. Στη μεγαλύτερη του χαρά πάλι ένα είναι σίγουρο, δε θα έπρεπε να βρίσκεται εδώ. Ποιος λοιπόν θα ερχόταν;
Εγώ πάντως όχι. Το έχω κάνει βέβαια μια φορά αλλά έχω το ελαφρυντικό ότι είμαι ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού.
Έβαλα και τα ανθοδοχεία πάνω στα τραπέζια. Κι από ένα τασάκι. Κάποτε αυτό το έκανε η Κατίνα. Τον πρώτο καιρό που ερχόταν εδώ και βοηθούσε. Μοιάζαμε τόσο ευτυχισμένο ζευγάρι τότε στα μάτια των γειτόνων. Και εμείς οι ίδιοι σχεδόν το είχαμε πιστέψει, και δεν διαψεύδαμε καμία ματιά. Όμως σταμάτησε να έρχεται εδώ , προφασίστηκε πως την είχε ανάγκη η Ρούλα, η κόρη μας, που είχε μεγαλώσει και έδινε τις προαγωγικές της εξετάσεις. Οι εξετάσεις τελείωσαν, η Ρούλα πέρασε στην επόμενη τάξη αλλά η Κατίνα δεν ξανάρθε στο μαγαζί.
Σηκώνω τα μάτια να κοιτάξω στο μοναδικό κομμάτι ουρανού που φαίνεται από τη θέση που κάθομαι και …προσεύχομαι. Μου συμβαίνει συχνά τον τελευταίο καιρό. Δεν είμαι σίγουρος σε ποιον αλλά ούτε και για ποιο λόγο, μα προσεύχομαι.
‘’Ερωτευμένος είσαι αφεντικό;’’ φώναξε ο Δημητράκης. την ώρα που έμπαινε στο μαγαζί ένα νεαρό ζευγάρι. Το άκουσαν και γύρισαν να κοιτάξουν αν θα αντιδρούσα. Κοκκίνισα και απλά χαμογέλασα αμήχανα.
Πριν προλάβω να τους ρωτήσω τι θα ήθελαν, τράβηξαν προς το τραπέζι για τέσσερα άτομα και το περιεργάστηκαν για λίγο όρθιοι. Και μένα αυτό το τραπέζι μου άρεσε περισσότερο. Ήταν το πολύ 18 χρόνων και οι δυο, στην ηλικία της κόρης μου, ίσως λίγο μικρότεροι, και δεν έμοιαζαν ούτε τόσο απελπισμένοι τύποι ούτε τόσο φτωχοί ώστε να έρθουν στο μαγαζί μου για φαγητό.
Περίμενα μέχρι να βεβαιωθώ πως θα καθίσουν κι όταν έπιασαν τις αντικριστές καρέκλες και βολεύτηκαν, βιάστηκα να ακουμπήσω δυο κατάλογους στο τραπέζι τους - πρώτα στην κοπέλα και μετά στο συνοδό της - πισωπάτησα θέλοντας να τους αφήσω χρόνο να αποφασίσουν. Έπιασα να τους παρατηρώ διακριτικά όση ώρα που τοποθετώ τα σερβίτσια μπροστά τους.
Ο νεαρός είναι ιδιαίτερα ψηλός σχεδόν λεπτός με μαύρα μαλλιά– όχι πραγματικά ωραίος, αλλά ο τύπος που πολλές κοπέλες βρίσκουν ελκυστικό. Προσπαθεί να έχει την εμφάνιση που έχουν εκατοντάδες άλλοι οπαδοί του ολυμπιακού μα σίγουρα έχει πιο ευγενική έκφραση από αυτούς που δείχνει η τηλεόραση να τα σπάνε Κυριακάτικα στα γήπεδα. Ίσως όμως να είναι απλά η τιμή που μου κάνουν να τρώνε στο μαγαζί μου που με παρασύρει να του προσδώσω ευγενέστερα χαρακτηριστικά. Στην πραγματικότητα μπορεί να τον έχω ήδη δει στις ειδήσεις με κάνα μαντήλι στο πρόσωπο να τα σπάει κι αυτός.
Η κοπέλα είναι πολύ όμορφη, απόλαυση να τη χαζεύεις. Έχει κατάλευκο καθαρό δέρμα με μαύρα μάλλον μάτια και καλοσχηματισμένα τοξωτά φρύδια. Τα μαλλιά της είναι πιασμένα με κοκαλάκια στο πλάι και το πρόσωπο της φανερώνει τη σημασία της λέξης – υγεία. Φοράει μαύρο πουλόβερ με γυριστό γιακά και από μέσα άσπρο πουκάμισο. Καλοσχηματισμένη, γυναίκα. Υποθέτω πως κάτω από το βαρύ πουλόβερ κρύβει μια πολύ λεπτή μέση μα είμαι σίγουρος πως τα στήθη της πρέπει να είναι το σημείο που ο φίλος της λατρεύει περισσότερο πάνω της.
Δεν πρόλαβα να δω περισσότερα καθώς με ένα νεύμα τους κατάλαβα πως είναι έτοιμοι να παραγγείλουν.
- Τι θα πάρετε παρακαλώ; αποφασίσατε; Ελπίζω να μην ακούστηκα υπερβολικά επίσημος μα δεν προλαβαίνω να αλλάξω γρήγορα τον τόνο της φωνής μου. Έχω πολύ καιρό να πάρω παραγγελία από κοντά και από το τηλέφωνο είναι αλλιώτικα – πιο εύκολα.
Οι πελάτες μου θέλουν μονάχα μια πίτσα με ζαμπόν και μανιτάρια και δυο κόκα κόλες.
Ο Δημητράκης πίσω από τον πάγκο με κοιτάζει ειρωνικά ακούγοντας την παραγγελιά μα πιάνει δουλειά στις ζύμες. Το ξέρω καλά αυτό το βλέμμα του. "Τι περίμενες κυρ Δώρο να παραγγείλουν;" σημαίνει - ή καλύτερα: "Τα βγάλαμε και σήμερα τα λεφτά μας". Ο σαρκασμός του φτάνει άηχος, διάμεσου της διόδου που μόνο τα μυαλά δυο ανθρώπων που ζουν πολλές ώρες μαζί αποκτούν.
- Δεν θα τ’ αφήσουμε έτσι τα παιδιά , άλλωστε δεν έχουμε πολύ δουλειά …και σήμερα" ανταπάντησα δυνατά εγώ.
Μπερδεμένος και εκνευρισμένος ο Δημητράκης ξεφουρνίζει ανάκατες λέξεις και απομακρύνεται και εγώ αρχίζω την ίδια στιγμή να ετοιμάζω τη σπεσιαλιτέ μου - μια σαλάτα με λαχανικά, ξύδι και ροκφόρ, που πραγματικά πιστεύω ότι αξίζει να δοκιμάσει κανείς από τα χέρια μου.
Κόβω τώρα τα καρότα και το μυαλό μου πηγαίνει στην κόρη μου. -Άραγε να είχε κανένα δεσμό η Ρούλα? το σκέφτομαι . Με τα μυαλά που κουβαλάει είναι απίθανο μα εγώ ελπίζω να έχει βρει κάποιον να τη νοιάζεται.
Έστω και στα μάτια ενός χούλιγκαν που θα την κερνάει πίτσα στο μαγαζί μου. Δεν ήθελα να τη φαντάζομαι μόνη. Φυσιολογικά θα έπρεπε να το ξέρω αλλά ποτέ μας δε μιλούσαμε γι αυτά. Πώς να το απαιτήσω άλλωστε αφού και εγώ το ίδιο αμίλητος φαντάζομαι πως δείχνω στο σπίτι. Η μάνα της σίγουρα θα ξέρει αλλά δεν πρόκειται ποτέ να μου πει. Όχι από την αλληλεγγύη που κάθε μάνα έχει με την κόρη της αλλά περισσότερο για να με αποκλείσει από ακόμη ένα οικογενειακό μου δικαίωμα.
- Ψιτ αφεντικό είδες βυζιά το γκομενάκι; μου μίλησε κάποιος σχεδόν μέσα από το κεφάλι μου και παραλίγο να μου πέσει το μαχαίρι από τα χέρια. Έσπρωξα το Δημητράκη να ξεκολλήσει από το αυτί μου. Η διακριτικότητα του, τού επέβαλλε να μιλήσει από τόσο κοντά μιας και ποτέ δε μπορούσε απλά να χαμηλώσει τη φωνή του. Του κάνω νόημα να σωπάσει καθώς τον βλέπω να ξανάρχεται προς το μέρος μου.
- Μήτσο εσύ τη δουλειά σου και αυτοί τη δική τους, κάνω. Δεν ήθελα να τον κακοκαρδίσω μα δε θέλω κιόλας να χάσω τους μοναδικούς πελάτες που με τιμούν μετά από τόσο καιρό.
Έστρεψα τη μάτια μου στο ζευγαράκι να δω εάν πήραν χαμπάρι ότι μιλάμε γι αυτούς, αλλά ευτυχώς τίποτα. Γιατί άλλωστε θα μπορούσαν να έχουν την προσοχή τους στραμμένη εδώ;
Σερβίρω την παραγγελία και τη σπεσιαλιτέ μου απλωμένη σε δυο πιάτα στα παιδιά με τόσο καλό τρόπο που δυστυχώς ξέρω ότι δεν ταιριάζει στην κατηγόρια του μαγαζιού. Είχα σκεφτεί ήδη πως θα πω το ‘’κερασμένο από εμάς ‘’ ώστε να ακουστεί φιλικά χωρίς την επισημότητα που είχαν πριν λίγο τα λόγια μου.
Τα κατάφερα καλά γιατί γυρνούν και οι δυο προς το μέρος μου με ύφος απορημένο μα και εύθυμο που δε μπορώ παρά να το εκλαβω σα καλή διάθεση απέναντι μου. Πρώτα τα χαμόγελα, μετά με ‘φτανουν και οι φωνές τους:
- Σας ευχαριστούμε πολύ… δεν έπρεπε …σας βάλαμε σε κόπο, είπε ευγενικά ο νεαρός που ως άντρας ένοιωσε ότι πρέπει να διαχειρίζεται πρώτος οποιοδήποτε απρόοπτο τους συνέβαινε. Ένα απλό "Ευχαριστούμε πολύ" είπε και η κοπέλα. Ήμουν σίγουρος πως θα ακουγόταν τόσο γοητευτική η φωνή της. Είχε κάτι ο τόνος της…που τα ποδιά μου σχεδόν λύγισαν.
Αποσύρθηκα στον πίσω κόσμο της κουζίνας προσπαθώντας συγχρόνως να πιάσω το θέμα της συζήτησης τους. Από την άλλη πλευρά των ‘’συνόρων’’ έστησα αυτί να ακούσω γιατί μιλούν. Συζητούν για κάποια κλαμπ-μπαρ η κάτι τέτοιο τέλος πάντων στο οποίο πήγαν εχθές η προχθές, δεν καταλαβαίνω ακριβώς, ούτε το όνομα συγκρατώ. Λένε κάτι για κάποιο νέο δίσκο, κάποια τραγούδια αλλά και για τον πατέρα ενός φίλου τους που ακούει ίδια μουσική μ’αυτους.
Δε βρίσκω κανένα ενδιαφέρον και εγκαταλείπω την προσπάθεια, μου φτάνει μόνο που βλέπω τη ζέστη που έχουν μεταξύ τους. Άλλωστε μιλούν για πράγματα που προφανώς δεν θα καταλάβαινα ακόμα και αν καθόμουν στο τραπέζι τους.
Όλα όσα τους κάνουν χαρούμενους έχουν να κάνουν με τη μουσική, την ίδια ώρα που το δικό μας ραδιόφωνο μένει κολλημένο εδώ και μήνες στον ίδιο σταθμό. Περισσότερο από συνήθεια παρά από επιλογή λοιπόν ακούμε ελαφρολαικα χωρίς καν διακοπές για διαφημίσεις. Πρέπει να τους κάνει να υποφέρουν.
Ντράπηκα για τη μουσική που ακούγεται εδώ μέσα και σκέφτομαι πως το σοφότερο θα είναι να την αλλάξω το συντομότερο δυνατό. Ψάχνω στο συρτάρι με τις κασέτες.
Η μοναδική κασέτα με ξένα τραγούδια που βρίσκω είναι αυτή που μου είχαν χαρίσει σε κάποιο μπάρκο στη Μασσαλία.
Ήταν από τα πρώτα μου ταξίδια ως αρχιμάγειρας του πλοίου - κάπου εφτά χρόνια πριν επιζητήσω την επιδοτούμενη απόλυσή μου. Είχα πατήσει τα σαρανταπέντε μα κάθε φορά που δέναμε κατέβαινα πρώτος στο λιμάνι. Άφηνα τους άλλους πίσω να ξεδίνουν με όποια πιτσιρίκατους καθόταν πρώτη και εγώ τριγύρναγα στα μέρη που στα οποία όσοι δεν συχνάζουν τα’ αποκαλούν ‘’κακόφημα’’.
Δεν έψαχνα ιδιαίτερα είναι η αλήθεια να τα βρω, τα πόδια μου με τράβαγαν κατά κει από μόνα τους κι εγώ ποτέ δεν τους αντιστεκόμουν παρόλο που κάθε φορά έδινα το λόγο μου πως θα είναι η τελευταία. Τα πρωινά άφηνα βιαστικός το δωμάτιο και γύρναγα τρεχάτος στο καράβι και ήταν κάπως έτσι που με είχε χαιρετήσει ένας βραδινός φίλος με τούτα τα τραγούδια. Περασμένα ήταν τώρα αυτά, ξεχασμένα όχι.
- Δεν σε πιστεύω αφεντικό. Εσύ είσαι άγιος άνθρωπος, νοικοκύρης, κάγχασε ο Δημητράκης, φανερά δύσπιστος, μια φορά που τόλμησα να διηγηθώ κάποιο κομμάτι από τη ναυτική μου τη ζωή.
Χάιδεψα την κασέτα πριν τη βάλω στο κασετόφωνο. Ξανάκλεισα με σελοτειπ το πορτάκι και πάτησα το κουμπί να παίξει. Ποτέ δεν θυμήθηκα το όνομα της γυναίκας που τραγουδούσε, μπορεί κιόλας να μη το είχα μάθει ποτέ. Η φωνή της για πρώτη φορά γέμισε όλο το χώρο του μαγαζιού μου και εγώ ανατρίχιασα έξαλλος από ξεχασμένη διέγερση.
Έσφιξα το πουκάμισο πάνω μου να ξεφορτωθώ τις ανατριχίλες στα μπράτσα μου. Βλέπω το Δημητράκη να κάνει μια θεατρική, δήθεν επίθεση εναντίον μου με το μαχαίρι που κρατάει.
- Γιατί ρε Μήτσο; του είπα καθώς πετάχτηκα να σταματήσω την κασέτα μα τράβηξα το χέρι αμέσως πίσω καθώς βλέπω πως ο νεαρός χούλιγκαν έχει πιάσει το χέρι της κοπέλας του. Γύρισα και έκλεισα το μάτι στην τέταρτη ψυχή που υπήρχε στο μαγαζί μου που προφανώς ακόμα με αποδοκιμάζει.
- Τα ‘χεις παίξει κύριε Δώρο, μου αντιγύρισε ο Δημητράκης χτυπώντας με φιλικά στην πλάτη. Δεν είχε ξανακάνει ποτέ τέτοια κίνηση οικειότητας.
Δε θυμάμαι άλλη φορά να μη θέλω να κλείσω το μαγαζί. Ίσως στα εγκαίνια να μου είχε ξανατύχει. Αλλά δεν το θυμάμαι. Τότε όπως με πληροφόρησαν την επόμενη, με μετέφεραν σπίτι σηκωτό, τύφλα και χωρίς τη θέλησή μου, η γυναίκα μου, η κόρη μου και ένας αστυνομικός που είχε περάσει για τις απαραίτητες συστάσεις περί κοινής ησυχίας.
Πήρα τηλέφωνο στο σπίτι να ενημερώσω ότι πιθανόν θα καθυστερήσω:
- Έλα γλυκιά μου, πες στη μαμά ότι μπορεί να αργήσω λίγο, έχει κίνηση το μαγαζί σήμερα.
Το τελευταίο το είπα πιο σιγά μη και με ακούσει κανένας από τους παρευρισκόμενους.
Οι πελάτες μας τώρα πρέπει να έλεγαν λόγια τρυφερά. Ψιθυρίζουν όπως μόνο οι ερωτευμένοι ξέρουν. Η κοπέλα έχει απλώσει το χέρι στο πόδι του χουλιγκανου της και του χαϊδεύει το τζιν. Εκείνος της αγγίζει το πρόσωπο και φαίνεται ξαναμμένος. Δεν έχουν σταματήσει να συζητούν αλλά δεν κάνω καμία προσπάθεια να ακούσω τις κουβέντες τους.
Έβγαλα την ποδιά - μοιάζω πιο κύριος έτσι – και δεν ξέρω πως μου ήρθε μα πήγα και άναψα το μοναδικό κερί που έχουμε εδώ. Υπήρχε από την πρώτη μέρα λειτουργίας του μαγαζιού για την περίπτωση διακοπής ρεύματος. Το πήγα στο τραπέζι των παιδιών και το άφησα όσο πιο διακριτικά γίνεται μην τα ενοχλήσω.
Τέσσερα μάτια με ευχαρίστησαν και άλλα δύο αν μπορούσαν θα με χαστούκιζαν για να συνέλθω. Ανταπέδωσα στα πρώτα το ευχαριστώ και απολογήθηκα στη μειοψηφία.
Μήπως παραγίνομαι γλυκερός σήμερα; Μην φαίνομαι γελοίος; Νοιώθω όμως τόσο χαρούμενος που δεν θα αφήσω καμία μαύρη υποψία να με υπονομεύσει. Αλίμονο, είναι η πρώτη ή η δεύτερη φορά στη ζωή μου που έχω κάποιους να περιποιηθώ σαν πραγματικός εστιάτορας και θα κάνω τα πάντα για να το ευχαριστηθώ. Στέκομαι τρία λεπτά ακίνητος μελετώντας την επόμενη κίνηση μου.
- Τι πας να κανείς πάλι;; δαγκώνεται ο Δημητράκης με το που μυρίζεται τι έχω στο νου. Με βλέπει να προσπαθώ να ανοίξω ένα μπουκάλι από τα καλά κρασιά που έχουμε για μόστρα, από εκείνα που υπάρχουν μην τύχει και παραγγείλει ψυχικiωτης. Με τα φρύδια του ακόμα σε στάση αποδοκιμασίας μου παίρνει το μπουκάλι από τα χέρια.
- Άστο σε μένα , πας εσύ τελείωσες γέρο μου! λέει και ανοίγει το μπουκάλι με μια κίνηση.
"Γέρο μου" με είπε η δεν άκουσα καλά? Ανατρίχιασα ξανά. Έβγαλα τέσσερα ποτήρια κρασιού με ψηλό λαιμό από το ντουλάπι και τα έπλυνα. Πήγα τα δυο στο ζευγαράκι.
- Λίγο κρασί μόνο είναι, θα πιούμε και εμείς, είπα λες και το έχουμε έθιμο να ανοίγουμε ένα κρασί κάθε μέρα τέτοια ώρα. Ήταν μια προσπάθεια να τους βγάλω από την άβολη θέση των νέων ευχαριστιών. Σερβίρισα πρώτα στην κοπέλα. Τα χέρια της σήκωσαν το ποτήρι . Θεέ μου, είναι τόσο λεπτά σχεδόν εύθραυστα. Με ευχαρίστησαν και μου ευχήθηκαν ταυτόχρονα αφού έβαλα και στο ποτήρι του φίλου της.
- Ευχαρίστηση μου, πρόλαβα και εγώ να πω.
Πήρα το μπουκάλι μαζί μου και φώναξα του Δημήτρη να έρθει.
- Τέρμα η δουλειά για σήμερα Δημητράκη. Κατέβασε σε παρακαλώ το τηλέφωνο να μην μας ξεσηκώσει κανένας ξενύχτης.
Καθόμαστε τώρα αμίλητοι με το κρασί ανάμεσα μας και τα αλλά 2 ποτήρια πάνω στο τραπεζάκι πίσω από τον πάγκο. Χαμογελάμε και οι δυο τσουγκρίζοντας τα ποτήρια μας που και που.
- Τελικά θα πάμε στο εξοχικό σου για ψάρεμα το σαββατοκύριακο, φίλε;’ έσπασε τη σιωπή πρώτος.
- Και βέβαια θα πάμε! απάντησα αυτόματα.
Ήξερα πως θα περνούσε πολύ καιρός ώσπου να μου ξαναδοθεί η ευκαιρία να βρεθούμε οι δυο μας. Είμαι σίγουρος ότι η Κατίνα δε θα θέλει να έρθει με αυτό το συνδυασμό. Μου το έχει δηλώσει άλλωστε πως δεν αντέχει να περιποιείται δυο μαντραχαλους, λεει, τα σαββατοκύριακα θέλει να ξεκουράζεται.
- Θα φέρω όλα τα σύνεργα μαζί μου…’, έκανε ο Δημητράκης συνεπαρμένος, αλλά δεν τον άκουγα πλέον.
Αυτό θα ήταν το σαββατοκύριακο μου. Θα του μιλούσα του Δημητράκη. Θα με άκουγε ο κόσμος να χαλάσει σκέφτηκα. Τέρμα οι κουβέντες για το ποδόσφαιρο, τέρμα τα πολιτικά, τέρμα οι κόντρες για τα κατορθώματα μας στο ψαροντουφεκο.
- ….. θα πιάσουμε και κάνα δυο χταποδακια αφεντικό ….
Τον φαντάζομαι να με κοιτάει με εκείνες τις ματάρες του γουρλωμένες, φαντάζομαι και μένα να του εξομολογούμαι με κατεβασμένα τα μάτια.
- …τι λες να έφερνα και τσιπουρακι να έχουμε να πίνουμε με τα χταποδάκια; συνέχισε εκείνος απτόητος κι εγώ δεν πρόλαβα να φανταστώ τίποτα άλλο μετά. Αλλά δεν με πείραξε. Τόσες φορές τα ‘χω δει στο μυαλό μου πως θα γινόντουσαν τα πράγματα μετά. Το ζευγαράκι, οι πελάτες μας, ζητάνε λογαριασμό.
Νοιώθω τα μάγουλα μου να κοκκινίζουν και ακούω την καρδιά μου να χτυπάει. Τι με έπιασε σήμερα! Σηκώνομαι μη με δει ταραγμένο και κοιτάζω προς το τραπέζι των παιδιών. Είναι έτοιμοι να φύγουν και έρχονται προς το μέρος μου, κοντά στην ταμειακή για να πληρώσουν.
- Ευχαριστούμε για όλα, μήπως όμως θα μπορούσα όμως να σας ζητήσω μια επιπλέον χάρη; ρωτάει τώρα η κοπέλα
- Ότι θες κούκλα μου’! το τελευταίο το είπα επίτηδες με ένα πατρικό τόνο μη με παρεξηγήσει ο αγαπημένος της αν και ο χούλιγκαν έχει πατήσει ήδη στο κεφαλόσκαλο της πόρτας και προσπαθεί να ανάψει το τσιγάρο του με το Δημήτρη να τον ξεπροβοδίζει..
- Θα μπορούσατε να μου δανείσετε την κασέτα που ακούγαμε να την αντιγράψω; Χαμογέλασε με την έκπληξη που πρέπει να δείχνω.
- Είναι για εκείνον, χαμήλωσε τη φωνή της δείχνοντας προς τα έξω με το χέρι της να δείχνει προς την πόρτα κρυμμένο μπροστά από το σώμα της.
- Του άρεσε τόσο πολύ αλλά ντρέπεται να τη ζητήσει μόνος του. Θα φτιάξω και για εσάς μια κοπιά αν θέλετε, σε σι ντι, να το έχετε ώστε εάν σας χαλάσει κάποια στιγμή η κασέτα.
Έδωσα την κασέτα στην κοπέλα και τους είδα που έφυγαν αγκαλιασμένοι. Κοίταξα τον πολύτιμο υπάλληλο να σκουπίζει το χώρο γύρω μας ο οποίος πλέον έμοιαζε άδειος. Τα πιάτα από το τραπέζι τα έχει ήδη μαζέψει.
- Άστα Δημητράκη θα τα κάνω εγώ αύριο το πρωί. Είπαμε: Τέρμα η δουλειά για σήμερα!. Δεν ήθελε δεύτερη κουβέντα. Έβαλε το μπουφάν του και φόρεσε το κράνος στον αγκώνα του. Κοντοστάθηκε.
- Να σε πετάξω σπίτι σου αφεντικό με το μηχανάκι ; είναι αργά
- Όχι φίλε μου θα πάω με τα πόδια. Το τραβάει η νύχτα το περπάτημα σήμερα..
- Καληνύχτα αφεντικό, φώναξε, μάρσαρε το παπάκι του και έφυγε με θόρυβο.
Άφησα ότι δεν είχε προλάβει να μαζέψει εκείνος όπως ήταν. Κλείδωσα το μαγαζί και κατέβασα τα ρολά.
Περπατώ το δρόμο για το σπίτι μου. Δεν έχει κίνηση. Αραιά και που μόνο, περνάει κανένα αυτοκίνητο. Φυσάει ένα δροσερό αεράκι που μου ανακατεύει τα μαλλιά. Πρέπει να φαίνομαι όμορφος έτσι. Κουμπώνω το παλτό μου και κατηφορίζω την λεωφόρο Κατεχακη.
2003
Το παραπάνω κείμενο το βρήκα στο αρχείο μου μαζί με κάποια άλλα εν δυνάμει και ο Θεός να τα κάνει διηγήματα. Με θυμάμαι που το έγραφα, και το συμπλήρωνα κάθε τόσο που παρατηρούσα τους δύο εργαζόμενους, περιμένοντας να παραλάβω τις πίτσες που παραγγέλναμε από τη μικρή πιτσαρία στην περιοχή των Ελληνορώσων. Το μικροσκοπικό εστιατόριο γνώρισε στιγμιαία δόξα το καλοκαίρι του 2004 με το Euro και αμέσως μετά έκλεισε.