Οδός Κολοκοτρώνη (Θεοδώρου). Τσάι του βουνού και κουλούρια
στον άστεγο ζητιάνο της περιοχής, τρία χρόνια τώρα τον βλέπω να κοιμάται στο ίδιο σημείο, είπα να του παρέχω τις Παρασκευές το ίδιο πρωινό
που κουβαλάω και για μένα απ’ το σπίτι. Νομίζω λόγω ντροπής που πλέον του
αρνούμαι τα λίγα κέρματα που του έδινα παλαιότερα (και όχι ανθρωπιάς).
Εξαγοράζω από τις τύψεις ένα ήρεμο στομάχι. Και τον ξανακοιτάζω στα μάτια όταν τον
αντικαλημερίζω και του λέω το περιβόητο «δεν έχω ψιλά ρε φίλε».
Σταθμός μετρό Μοναστηράκι. Η αδυναμία του ηλικιωμένου κυρίου
να εξυπηρετηθεί από το μηχάνημα αυτόματης πώλησης εισιτηρίων τον κάνει να
κοιτάζει το μεταλλικό πωλητή σαν εξωγήινο ρομπότ. Ζητάει βοήθεια από το νεαρό χιπστερο-ζευγάρι
(συγγνώμη για την «ταμπέλα», αλλά βαριέμαι να τους περιγράψω) δίπλα του, αλλά
αυτοί παρόλο που μιλούν την ίδια γλώσσα φαίνεται σα να μην τον κατανοούν. Ή
μάλλον καλύτερα σα να μην πιστεύουν στα αυτιά τους που τους μίλησε το γέρικο ον
που τώρα κοιτάζουν με τη σειρά τους σαν εξωγήινο. «Που πάτε;» τον ρωτάω. Πάει Χαλάνδρι, βγάζει μια χούφτα κέρματα, «Διάλεξε
νεαρέ μου (χαχα) και ρίξε όσα θες να μου πάρεις ένα εισητίριο και μένα» μου
λέει.
Λεωφόρος Αλεξάνδρας. Στην πολύκοσμη στάση του λεωφορείου μια
σχεδόν σπαρακτική γυναικεία φωνή ακούγεται σε τακτά διαστήματα. «Μήπως σας περισσεύουν
είκοσι λεπτά;» λέει. Γυρνώ το κεφάλι μου
δεξιά αριστερά αλλά αδυνατώ να εντοπίσω την πηγή. Καμμιά από τις παρευρισκόμενες
γυναίκες δε μου ταιριάζει για κάτοχος της φωνής. Τελικά τη βλέπω. Καμιά
σαρανταπενταριά χρονών, ξανθό μαλλί, μωχέρ (έτσι δε λέγεται το μαλλιαρό μαλλί πλεξίματος;)
πουλόβερ, στενή κοντή φούστα και καουμπόικες μπότες. Ελάχιστοι της δίνουν.
Θέλει να πάρει μια αυθεντική Μπάρμπι στην κόρη της, να μη ζηλεύει στην πρώτη
Γυμνασίου που έχουν τα άλλα παιδάκια κι αυτή δεν έχει. Ανοίγει το πορτοφόλι της,
μέσα έχει τουλάχιστον 50 εικοσάλεπτα.
Στο σταθμο (τον indieground αυτή τη φορά) βρίσκω ένα
δίευρω. Το βάζω παρακαταθήκη για όποτε αγοράσουμε απορρυπαντικά.
Η εκπομπή
Με το βλέμμα (και το αυτί) ήδη στην επόμενη, την 100η
εορταστική εκπομπή «στον λεμονοστίφτη», το σημερινό επεισόδιο παρότι πήγε πολύ
καλά (υπέροχα τραγούδια, καλοδουλεμένο playlist που το ευχαριστήθηκα όπως πάντα, ακροαματικότητα και feedback από
τους ακροατές, - εντάξει, κι εγώ καλούτσικος ήμουν - ) είχε την αύρα φτωχού
συγγενή, την ψυχολογία μεσαίου αδελφιού και τη δροσερή σκιά των εκατέρωθέν του
δίωρων. Ή έτσι μου φάνηκε εμένα;
Ας είναι.
Όποιος/α θέλει να αντικειμενοποιήσει τη γνώμη μου δεν έχει παρά να την ακούσει ηχογραφημένη απ’ ευθείας από εδώ:
ή να την κατεβάσει ως podcast σε εμ-πη-θρη επιτυγχάνεται με το πάτημα του ακόλουθου εκονιδίου:
click pic to download |
Στο μετρό, την ώρα της επιστροφής. «Αγαπητοί συνάδελφοι,
μήπως έχετε λίγα κέρματα και για μένα; Εχασα και τους δύο γονείς μου και έμεινα
ορφανός στο δρόμο», λέει ένας τριαντάρης με γυαλιστερή όραση. Κάποιοι του
δίνουν.
Καλή ακρόαση σε όσους ακούσουν και καλό Σαββατοκύριακο σε όλους.
υγ. Το playlist όπως πάντα στο πρώτο δικό μου σχόλιο της ανάρτησης.