Αλήτες δεν μας έλεγες με την κανονική σημασία της λέξης. "Κακομαθημένα κωλοπαίδια (ή μήπως καλομαθημένα) που άκουγαν και χορεύαν
ροκ εν ρολ μετατρέποντας σε αλκοόλ και τα όποια ύστερα φράγκα τους έστελναν οι
γονείς τους για να σπουδάσουν" ίσως να είναι μια ακριβέστερη αυτάρεσκη περιγραφή για εκείνη την εποχή.
Συχνά πυκνά χωρίς χρήματα στην τσέπη και τα πορτοφόλια, δεν ήταν λίγες
οι φορές που πίναμε το ενοίκιο σε αλκοόλ βάζοντας ενέχυρο το φαγητό του επόμενου
μήνα για να επιβιώσουμε. Κάποιους τέτοιους καιρούς θεωρούσαμε θεόσταλτα – και όντως
ήταν τέτοια – οποιαδήποτε βρώσιμα προϊόντα έμεναν …ασυνόδευτα (ή έστω με ελλιπή
φύλαξη) κι έπεφταν στην αντίληψη μας τα ξημερώματα που γυρνούσαμε στα
κοντινότερα σπίτια να κοιμηθούμε. Σακιά με τις πατάτες έξω από εστιατόρια, καφάσια
με φρέσκα απαστερίωτα γάλατα από κλειστά λόγω ώρας ζαχαροπλαστεία και φούρνους,
είδη μαναβικής (μπανάνες, μήλα, …αβοκάντο) από οπωροπωλεία, σοκολάτες και
τούρτες παγωτό από περίπτερα άλλαζαν ριζικό και προορισμό σε δευτερόλεπτα.
Έφταναν μόνο μια δυο συνωμοτικές ματιές.
Κι έπειτα όλα μοιράζονταν ακριβοδίκαια. Παρότι υπερμεγέθης,
μια παρέα σαν τη δική μας είχε την αξία της κοινοκτημοσύνης υπεραναπτυγμένη.
Ταραμοσαλάτα, τουρσί, ελιές και καλαμαράκια το σχέδιο για κάποια
Καθαρά Δευτέρα που αποφασίστηκε να περάσουμε
στην πέριξ της Πάτρας εξοχή έχοντας ξεμείνει – από επιλογή ή λόγω αφραγκίας δε το θυμάμαι - μακριά από τις γενέτειρές μας.
Στο κεντρικό – το μόνο ανοιχτό - πολυτελές
γκουρμεδο-σουπερμάρκετ έχουμε μπει περισσότερο από κεκτημένη ταχύτητα παρά για
να κουβαλήσουμε τα ψώνια σχεδόν οι μισοί. Oι δε υπόλοιποι
περιμένουν έξω από τις συρόμενες πόρτες του μαγαζιού και διασκεδάζουν με την
ευαισθησία του φωτοκύτταρου που τις ανοιγοκλείνει.
Βιαστικά στο καροτσάκι του σουπερμάρκετ αράζουν όσες προγραμματισμένες
παραγγελίες αντέχουν τα πορτοφόλια μας ενώ - παρότι χωρίς έφεση στο θράσος του
οργανωμένου πλιάτσικου -μέσα σε γυναικείες τσάντες, κωλότσεπες και φόδρες φαρδιών παλτών σαλτάρουν χωρίς καμμία συννενόηση ουκ ολίγα βαζάκια και κονσέρβες με γεύσεις ακριβές. Καβουροπόδαρα,
χαβιάρι κόκκινο και μαύρο, μπαγκέτες αστακού, χταποδάκι καπνιστό, ψαχνό αχινού,
μουστάρδα με πίκλες κοκ.
Είμαστε έτοιμοι για την ηρωική έξοδο όταν αντιλαμβάνομαι μέσα από τον μεγάλο καθρέφτη που κρέμεται από την οροφή του καταστήματος, την αντανάκλαση του
οργισμένου βλέμματος του ιδιοκτήτη. Τον βλέπω που καρφώνει τα μάτια του στην άγαρμπα
φουσκωμένη τσάντα μιας ...συνεργού.
Στο ταμείο, στον εξονυχιστικό έλεγχο που περάσαμε όλοι οι κάτω
των είκοσι παριστάμενοι βρεθήκαμε καθαροί. Στις τσέπες και τις τσάντες μας μας υπήρχαν μόνο κέρματα, τσιγάρα, λερά μυξομάντηλα, φλούδες από πορτοκάλι, αναπτήρες, νυχοκόπτες και προφυλακτικά.
Το σύνθημα, διάδρομο το διάδρομο
είχε προλάβει να διαδοθεί. Όλα είχαν επιστρέψει στη θέση τους.
Με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο ο ταλαίπωρος
καταστηματάρχης μας κατευόδωσε με ένα «Να μην ξαναπατήσετε εδώ μέσα» .
Όμως δεν ήταν αυτή η τελευταία φορά που μας έκανε να απλώσουμε χέρι εκεί που δεν έπρεπε.
υγ. Κάθε θύμηση απ' όσους αναγνωρίζουν ευατούς στη 'συμμορία' εκείνη και την εκεπιδρομη είναι ευπρόσδεκτη. Η εικοσαετία που απαιτείται για την παραγραφή ενός (ακόμη και μη τελεσθέντος) αδικήματος εξάλλου έχει παρέλθει προ πολλού.
τι γοητευτικές αυτές οι μικρές αλητείες :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΌντως - και παρόλο που δεν το επικροτώ - ήταν περίεργα ωραίο να είσαι τζίτζικας και ακρίδα...
ΔιαγραφήΣε τί κόσμο ζούσαμε, μπαμπά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΞενούδης
Εύκολες εποχές που ενίοτε γίνονταν ευκολότερες για μας (και δυσκολότερες για τους άλλους) με το παραπάνω θράσος της ηλικίας μας. Καλημέρα αγαπητέ Ξενούδη
Διαγραφή