Τον πρώτο χρόνο του ερχομού τους η επίδραση της παρουσίας των Επικυριάχων στο ρυθμό της ανθρώπινης ζωής ήταν μικρότερη απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Η σκιά τους ήταν παντού αλλά δεν ήταν καθόλου ενοχλητική. Αν και υπήρχαν πολύ λίγες μεγάλες πόλεις στη Γη που οι άνθρωποι δεν έβλεπαν κάποιο από τα ασημένια σκάφη να γυαλίζη στο στερέωμα, ύστερα από λίγο καιρό η παρουσία τους έγινε κάτι το φυσικό, σαν τον ήλιο, το φεγγάρι ή τα σύννεφα. Κατά πάσα πιθανότητα οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν μιαν αμυδρή μόνο γνώση του ότι η σταθερή ανάπτυξη του βιοτικού τους επιπέδου οφείλονταν στους Επικυρίαρχους. Όταν έβρισκαν καιρό να το σκεφτούν – πράγμα που γινόταν πολύ σπάνια – αντιλαμβάνονταν ότι τα σιωπηλά αυτά πλοία είχαν φέρει την ειρήνη στον κόσμο, για πρώτη φορά στην ιστορία, και τα ευγνωμονούσαν γι αυτό.
Αυτά ήταν όμως αρνητικά και καθόλου εντυπωσιακά οφέλη που τα αναγνώριζαν μεν αλλά σύντομα τα ξεχνούσαν.
Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, και η ψυχροπολεμική κόντρα μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας (ΕΣΣΔ) για την κατάκτηση του διαστήματος έχει ξεκινήσει όταν μεγάλα διαστημόπλοια, λαμπρά, ενός κλάσεις ανώτερου του γήινου πολιτισμού, καταφτάνουν στη Γη. Τα εξωγήινα όντα επικοινωνούν με τους ανθρώπους μέσω του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθών στον οποίο και παραδίδουν το προς πραγμάτωση μανιφέστο τους που επιβάλλει μια σταδιακή μα σειρά υποχρεωτικών καταργήσεων διαμέσου της μόρφωσης και της καλλιεργειας. Προαπαιτούμενα στο μνημόνιο η κατάργηση των εθνικών κρατών, των συνόρων, των θρησκειών, και των πάσης φύσεως ανισοτήτων μεταξύ των έμβιων οργανισμών. Θα μπορούσε δε κανείς να συνοψίσει τις άνωθεν εντολές στις λέξεις Παιδεία, Ισονομία, Ελευθερία.
Ταυτόχρονα φροντίζουν να μην αποκαλυφθεί η φυσική τους όψη τουλάχιστον για εκείνη την πρώτη πεντηκονταετία της κυριαρχίας τους, όταν η ανθρωπότητα ήταν ακόμη απροετοίμαστη να δεχτεί ως ανώτερούς της κάποιους που η μορφή τους θύμιζε βάναυσα τους διαβόλους κάθε χαρτογραφημένης ή μη θρησκείας.
Οι «Επικυρίαρχοι» ήρθαν στο φοβερό μυαλό του βρετανού Άρθουρ Κλαρκ το 1953, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια πριν καταθέσει το magnus opus (;) του, το «2001: Η Οδύσσεια του διαστήματος».
Το βιβλίο το είχα αγοράσει – πρόταση του βιβλιοπώλη ήταν - όταν ήμουν 7 χρονών σε μια προσπάθεια απογαλακτισμού από την παιδική μελλοντολογία του Ιουλίου Βερν. Το εξώφυλλο μπορεί να με είχε συνεπάρει και να το ‘χα μελετήσει μέχρι τελευταίας πινελιάς αλλά η αλήθεια είναι πως δεν κατάφερα όμως ποτέ να διαβάσω περισσότερες από 2 σελίδες. Παρατημένο έκτοτε σε μια γωνιά της εξοχικής βιβλιοθήκης με περίμενε για δεκαετίες υπομονετικά,μέχρι φέτος το καλοκαίρι που ξέμεινα από αναγνώσματα και το ξανάπιασα στα χέρια μου.
Κι εκεί στη σκιά του βράχου - σε δυο μέρες μόνο αντί για τους μήνες ανάγνωσης που θα του αφιέρωνα πιτσιρίκος - διάβασα:
Η ανθρώπινη φυλή εξακολουθούσε να λιάζεται στο μακρύ, ανέφελο, καλοκαιρινό απογευματινό της ειρήνης και της ευημερίας. Θα ξαναρχόταν άραγε ποτέ ο χειμώνας; Ήταν κάτι το ασύλληπτο, Η εποχή της λογικής, που την είχαν υποδεχθή πρόωρα οι αρχηγοί της Γαλλικής επαναστάσεως πριν δυόμιση αιώνες, είχε γίνει τώρα πραγματικότητα. Αυτή τη φορά δεν ήταν λάθος.
Υπήρχαν βέβαια και μειονεκτήματα, αν και τα δεχόταν με ευχαρίστηση. Έπρεπε να είναι κανείς πολύ γέρος για να αντιληφθή ότι οι εφημερίδες που τύπωνε κάθε μέρα, σε κάθε σπίτι, το τηλέτυπο ήταν στην ουσία αρκετά ανιαρές. Δεν υπήρχαν πια μυστηριώδεις δολοφονίες για να φέρουν την αστυνομία σε αδιέξοδο και να δημιουργήσουν μέσα σε εκατομμύρια στήθη ηθική αγανάκτηση που συχνά ήταν απωθημένη ζήλεια. Όσες δολοφονίες γίνονταν τώρα δεν ήταν ποτέ μυστηριώδεις. Αρκούσε να γυρίσει κανείς ένα κουμπί – και μπορούσες να δεις το έγκλημα να διαπράττεται ξανά. Το γεγονός ότι υπήρχαν μηχανήματα ικανά για τέτοια πράγματα είχε στην αρχή δημιουργήσει σημαντικό πανικό ανάμεσα στους φιλήσυχους ανθρώπους. Αυτό ήταν κάτι που οι Επικυρίαρχοι, για τα περισσότερα από τα παράξενα της ανθρώπινης ψυχολογίας, δεν είχαν προβλέψει. Χρειάστηκε να γίνει σαφές ότι κανένας ηδονοβλεψίας δε θα ήταν σε θέση να κατασκοπεύη τους συνανθρώπους του, και ότι τα λιγοστά μηχανήματα που βρίσκονταν στα χέρια των ανθρώπων θα ήταν κάτω από αυστηρό έλεγχο.
Kι αυτά όμως τα λίγα σοβαρά εγκλήματα που γίνονταν δεν έπαιρναν σπουδαία θέση στις ειδήσεις. Γιατί οι άνθρωποι με καλή ανατροφή δεν ενδιαφέρονται, σε τελευταία ανάλυση, για τις κοινωνικές γκάφες των άλλων.
Η μέση εργάσιμη εβδομάδα είχε τώρα κάπου είκοσι ώρες - αλλά οι είκοσι αυτές ώρες δεν ήταν αργομισθία. Πολύ λίγες εργασίες είχαν μείνει ρουτινιάρικες, μηχανικές. Το μυαλό των ανθρώπων ήταν κάτι το πάρα πολύ πολύτιμο για να σπαταλάται σε εργασίες που θα μπορούσαν να κάνουν μερικές χιλιάδες τρανζίστορς, μερικά φωτοηλεκτρικά κύτταρα και ένα κυβικό μέτρο τυπωμένων κυκλωμάτων. Υπήρχαν εργοστάσια που λειτουργούσαν εβδομάδες ολόκληρες χωρίς να τα επισκεφτή ούτε ένας άνθρωπος. Οι άνθρωποι χρειαζόταν για να αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις, να παίρνουν αποφάσεις, να σχεδιάζουν νέες επιχειρήσεις. Τα ρομπότ έκαναν όλα τα υπόλοιπα.
Η ύπαρξη τόσο πολύ ελεύθερου χρόνου θα είχε δημιουργήσει πριν ένα αιώνα, πελώρια προβλήματα. Η μόρφωση είχε υπερνικήσει τα περισσότερα, γιατί ένα καλοεφοδιασμένο μυαλό είναι απρόσβλητο από την ανία. Το γενικό επίπεδο μορφώσεως ήταν σε ένα επίπεδο που κάποτε θα φαινόταν φανταστικό. Δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι η εξυπνάδα είχε αυξηθή αλλά ήταν η πρώτη φορά που δινόταν σε όλους η ευκαιρία να αξιοποιήσουν το μυαλό που είχαν.
Οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν δυο σπίτια, σε μέρη του κόσμου που απείχαν πολύ μεταξύ τους. Τώρα που οι πολικές περιοχές είχαν ανοιχθεί, ένα σημαντικό ποσοστό της ανθρώπινης φυλής μετακινιόταν από την Αρκτική στην Ανταρκτική, κάθε έξι μήνες, ζητώντας το μακρύ, χωρίς νύχτες, πολικό καλοκαίρι. Άλλοι είχαν πάει στην έρημο, στα βουνά ή ακόμη μέσα στη θάλασσα, δεν υπήρχε κανένα μέρος πάνω στον πλανήτη όπου η επιστήμη και η τεχνολογία δεν μπορούσαν να σου δημιουργήσουν ένα νέο σπίτι, αν το ήθελες πολύ.
Οι άνθρωποι μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις παραξενιές τους αυτές γιατί είχαν και τον καιρό και το χρήμα. Η κατάργηση των ενόπλων δυνάμεων είχε αμέσως διπλασιάσει σχεδόν τον πλούτο της γης και η αυξημένη παραγωγή είχε κάνει τα υπόλοιπα. Ήταν δύσκολο επομένως να συγκρίνει κανείς το βιοτικό επίπεδο του ανθρώπου του εικοστού πρώτου αιώνα με οποιοδήποτε πρόγονό του. Όλα ήταν τόσο φτηνά, ώστε τα απαραίτητα για τη διαβίωση παρέχονταν δωρεάν, σαν υποχρέωση της πολιτείας προς την κοινωνία, όπως άλλοτε οι δρόμοι, το νερό, ο φωτισμός των δρόμων και η αποχέτευση. Ο καθένας μπορούσε να ταξιδέψη όπου ήθελε, να φάη οτιδήποτε φαγητό ήθελε – χωρίς να δώση ούτε ένα φράγκο. Είχε αποκτήσει το δικαίωμα να το κάνη με το να είναι ένα παραγωγικό μέλος της κοινωνίας.
Υπήρχαν φυσικά και μερικοί κηφήνες, αλλά ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν αρκετά δυνατή θέληση για να αφοσιωθούν σε μια ζωή απόλυτης τεμπελιάς είναι πολύ μικρότερος απ’ότι νομίζεται γενικά. Το να συναντήση κανείς κάτι τέτοια παράσιτα ήταν λιγότερο βαρύ απ’ ό,τι το να συντηρήση τις στρατιές των εισπρακτόρων, των βοηθών στα καταστήματα, των υπαλλήλων των τραπεζών, των χρηματιστών και άλλων, που η κύρια λειτουργία τους ήταν, αν κανείς το έβλεπε από μια παγκόσμια άποψη, να μεταφέρουν εγγραφές από το ένα κατάστιχο στο άλλο.
Είχε υπολογιστεί ότι το ένα τέταρτο σχεδόν της συνολικής δραστηριότητας της ανθρώπινης φυλής ξοδευόταν τώρα σε διάφορα σπορ, από τα πιο καθιστικά, όπως ήταν το σκάκι, ως τις πιο θανατηφόρες απασχολήσεις, όπως ήταν ο συνδυασμός σκι και ανεμόπτερου πάνω στις ορεινές κοιλάδες. Ένα απρόβλεπτο αποτέλεσμα αυτών ήταν η εξαφάνιση των επαγγελματικών σπορτσμαν. Υπήρχαν τόσοι λαμπροί ερασιτέχνες και οι αλλαγμένες οικονομικές συνθήκες είχαν εξαφανίσει σαν άχρηστο το παλιό σύστημα.
Ύστερα από τα σπορ, η ψυχαγωγία σε όλες της τις μορφές, ήταν η μεγαλύτερη βιομηχανία. Για πάνω από εκατό χρόνια τώρα, υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν πως το Χόλλυγουντ ήταν το κέντρο του κόσμου. Τώρα θα μπορούσαν να πουν πιο έγκυρα, αλλά ήταν επίσης βέβαιο αν έλεγες ότι οι περισσότερες από τις παραγωγές του 2050 θα φαίνονταν ακατανόητα εγκεφαλικές για τους θεατές του 1950. Κάτι είχε βελτιωθεί, το ταμμείο δεν ήταν πια ο κυρίαρχος.
Μέσα σε όλες τις τρέλλες και τις διασκεδάσεις ενός πλανήτου που τώρα έμοιαζε σαν να ήταν προωρισμένος να γίνει ένας απέραντος χώρος παιχνιδιού, υπήρχαν και μερικοί που εύρισκαν ακόμη καιρό να κάνουν μια αρχαία αλλά πάντοτε αναπάντητη ερώτηση.
Που θα μας βγάλουν όλα αυτά;
-----
Αρθουρ Κλαρκ (16 Δεκ 1917 – 19 Μαρ 2008) |
"No, merely mildly cheerful." απάντησε με το φλεγματικό του χιούμορ ο Άρθουρ Κλαρκ στους επίμονους δημοσιογράφους όταν για την επιβεβαίωση της σεξουαλικότητάς του (την οποία ο ίδιος δεν έκρυβε ιδιαιτέρως) τον ρώτησαν αν είναι gay.