Κυριακή βράδυ στο six d.o.g.s.. Κοιτάζουμε γύρω τη συναυλιώσα νεολαία
και παρατηρούμε πως οι δυο μας ανεβάζουμε το μέσο όρο ηλικίας. Δεν χαμογελάσαμε
πικρά πάντως συνειδητοποιήσαμε πως: «Η μηχανή έβγαλε τους καινούριους εμάς» για
να παραφράσω τα λεγόμενα του Ν.
Τέσπα, ωραίος χώρος, φθηνό εισιτήριο (μόλις 13 ευρώ στην
προπώληση), και στις 9:30 οι
Tango with lions
ή μάλλον η
Tango with lions
μιας και
η Kat (Κατερίνα Παπαχρήστου) εμφανίζεται στη σκηνή μόνη της
και δίνει ένα σετ 8 ή 9 ακουστικών τραγουδιών
με συνοδεία κιθάρας και πιάνου.
Ομολογώ πως πρώτη φορά ερχόμουν σε επαφή με τη
μουσική τους/της και εξεπλάγην θετικότατα. Επιασα τη σκούρα διάθεση κομματιών
και στίχων, κατάφερα μάλιστα να τραγουδήσω το δεύτερο ρεφραίν τραγουδιών που
άκουγα για πρώτη φορά. Με συγκίνησε ιδιαίτερα το Obituaries το
οποίο όμως απόλαυσα και δε βιντεοσκόπησα.
Μια ώρα αργότερα ο πολυαναμενόμενος
Matt Elliott βγήκε στη σκηνή και
μας ανατρίχιασε με τις πρώτες νότες του
This is how it feels to be alone σε σχεδόν δεκαπεντάλεπτη εκτέλεση.
"Εδώ είμαστε", σκέφτηκα, και έμεινα να απολαμβάνω τον M.E. που με τις υπηρεσίες των
φωνητικών του χορδών, των αρμονιών και ενός
sequencer (ή όπως αλλιώς λένε το μηχάνημα
που ηχογραφεί και αναπαράγει σε λούπες) έδινε υποσχέσεις για το είδος του live που περίμενα και είχα ανάγκη.
Το ίδιο αίσθημα και στο Something about ghosts που
ακολούθησε, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που ένας απροσδόκητος - μα
δικαιολογημένος τώρα που το ξανακούω - συνειρμός μ’ έκανε να σιγομουρμουρίζω το "μίλησέ
μου, μίλησέ μου, δε σε φίλησα ποτέ μου..." του Μπιθικώτση (Χατζιδάκις – Γκάτσος) κατά τη διάρκειά του!
Αυτό ήτανε, κάπου εκεί βγήκα εκτός κλίματος και συνέχισα αναγνωρίζοντας
θέματα γνωστών τραγουδιών (Loreena McKennitt,
Jefferson Airplane κ.α.) μέσα στους ήχους του κυρίου Elliott, οι οποίοι ενίοτε μεταμορφώνονταν σε θορυβώδη ξεσπάσματα που ίσως και να θαύμαζα ως πρωτοπορία αν ήμουν κατά πολύ νεότερος.
Στεναχωρήθηκα δε περισσότερο (κι
αυτό γιατί πραγματικά τον εκτιμώ) όταν έφτασα σε σημείο βαρεμάρας από την
πρακτική που ακολούθησε ο καλλιτέχνης και η οποία απαιτούσε τη συνεχή παράδοση
των δημιουργούμενων επί σκηνής ήχων στο ρημαδο – sequencer με σκοπό την μέχρι
τελικής πτώσης/κορύφωσης επανάληψή τους.
Λίγο πριν το τέλος το κλίμα που
πρόσμενα εξ’ αρχής επανήλθε, ήταν αργά πάντως για μένα. Παρ’ όλα αυτά κρατάω ένα πραγματικά υπέροχο πρώτο εικοσάλεπτο, την καλή διάθεση που είχα από την αρχή, και
φυσικά κρατάω ως έχουν ολόκληρα τα άλμπουμ του Matt Elliott.