4 Μαρτίου 2012

κανένας μόνος του


Στην ετήσια μάζωξη των παλιών υπαλλήλων της υπηρεσίας πήγαινε κάθε χρόνο. Συνταξιοδοτημένη από χρόνια, ήταν ευκαιρία να δει τους παλιούς της φίλους και συναδέλφους μεν, ευκαιρία να ξεσκάσει από την κλεισούρα του σπιτιού δε. Κάθε φορά μας έλεγε πόσο καλά είχε περάσει και πόσο είχε γελάσει με τα παιδιά, όπως αποκαλούσε ακόμα τους συνομήλικους της εξηντάρηδες.
Την τελευταία φορά όμως δεν την περίμενα να γυρίσει για να μας τα διηγηθεί. Βρήκα στον κατάλογο το τηλέφωνο του κέντρου διασκέδασης, το κάλεσα και τη ζήτησα: Καλησπέρα σας, λέγομαι έτσι κι έτσι, σας παρακαλώ μπορώ να μιλήσω στη μητέρα μου;

Στο τηλέφωνο, ήρθε γελώντας, όμως της έκοψα τη φόρα όμως αμέσως:
- Καλά ακόμα χορεύετε; Δεν έχετε πάρει χαμπάρι τι έγινε;
- Τι έγινε, για ποιο πράγμα μιλάς;
- Ρε μαμά, η βόμβα. Η βόμβα έπεσε τελικά. Τι ποια βόμβα; Αυτή που έλεγαν τόσους μήνες στην τηλεόραση. Δε σας είπαν τίποτα; Για κοίτα λιγάκι έξω από τα παράθυρα; Είναι νύχτα κι έχει παντού φως ενώ δε θα ‘πρεπε. Ναι, οι υπόλοιποι στο σπίτι καλά είναι.
 Στην άλλη άκρη της πόλης που βρισκόμασταν το ωστικό κύμα δεν είχε περάσει, οι υλικές καταστροφές ήταν πράγματι λίγες, όσο για το μεγάλο μπαμ άνετα θα μπορούσες να το αγνοήσεις αν βρισκόσουν σε κλειστό χώρο όπως εκείνη και μάλιστα με δυνατή μουσική. Η ύπουλη «ακτινοβολούσα ενέργεια» όμως είχε ήδη εξαπλωθεί πάνω από την περιοχή που όριζαν τα βουνά γύρω από την πόλη. Λίγο νωρίτερα την είχα δει να φθορίζει σαν άυλο πορτοκαλί σέλας ανάμεσα στα σύννεφα από την ταράτσα του σπιτιού. 
Την άκουσα να κλαψουρίζει, μη φοβάσαι της είπα, έρχομαι να σε πάρω – κατάλαβα πως κανείς δεν τους είχε ειδοποιήσει να προφυλαχτούν – . Μόνο κουκουλώσου καλά, συμπλήρωσα, και κατέβα να με περιμένεις στο ισόγειο.

 Φόρεσα ένα άβολο γιλέκο από συρματόπλεγμα πάνω από τα καθημερινά μου ρούχα, σκέφτηκα πως ίσως και με προφυλάξει από την πρωτόγνωρη ακτινοβολία που από μήνες μας προειδοποιούσαν οι υπεύθυνοι αλλά ποτέ δε μας εξήγησαν πώς να την αντιμετωπίζουμε.
Στην πυλωτή συνάντησα το γείτονα, «εσείς έχετε νερό;» με ρώτησε. Μπήκα σπίτι ξανά και μάζεψα όσα μπουκάλια είχαν μέσα τους πόσιμα υγρά: νερό, μπύρες, αναψυκτικά και λάδι. Τα κατέβασα στο υπόγειο της πολυκατοικίας. Στο μεταξύ, αρκετοί γνωστοί και φίλοι - σε παράταιρες ηλικίες οι περισσότεροι - είχαν αρχίσει να καταφτάνουν – ειδοποιημένοι άγνωστο πως - στην εξώπορτά μου.  Άλλοι κρατώντας τάπερ με φαγητά άλλοι βαλίτσες με ρούχα, τους οδήγησα όλους στο υπόγειο. Κάποιων το δέρμα είχε γίνει γαλάζιο. Καναδυό πιτσιρίκια έσκουζαν.

Πετάχτηκα έξω με τα κλειδιά στο χέρι, τυλιγμένος σα κρεμμύδι σε παλιόρουχα, θα γδυνόμουν και θα πετούσα τα μολυσμένα κουρέλια μόλις επέστρεφα, κι έβαλα μπρος τη μηχανή. Η κατάσταση στους δρόμους ήταν λιγότερο αποκαρδιωτική απ’ ότι έβλεπα συνήθως στο σινεμά, ή έτσι μου φαινόταν; Τα κτίρια έστεκαν όρθια, τουλάχιστον για πολλά τετράγωνα γύρω από το σπίτι μου, τα δέντρα είχαν ρίξει όμως τα φύλλα τους και που και που υπήρχαν άνθρωποι ακίνητοι, πεσμένοι είτε στα πεζοδρόμια είτε καταμεσής του δρόμου. Προσπάθησα να κάνω ελιγμούς να αποφύγω τα ανατριχιαστικά κρατς κάτω από τα λάστιχα του αυτοκινήτου.

Το ήξερα ότι όλοι θα πεθαίναμε σύντομα, δε τη γλιτώνεις από την ύπουλη ακτινοβολία κι ας μη τη βλέπεις. Στις τελευταίες σου στιγμές όμως αξίζει να είσαι μαζί με αυτούς που αγαπάς και να που εγώ τους μάζευα τώρα στο υπόγειο της πολυκατοικίας. Θα ’ναι κρίμα να ξεψυχήσει ο καθένας χώρια, μόνος του, είπα δυνατά και πάτησα το γκάζι.

Λεπτομέρειες άλλες δε θυμάμαι να διηγηθώ, δεν ξέρω αν τελικά μου έφτασε ο χρόνος να γυρίσω ή αν και που πέθανα κι εγώ.



Καλημέρα, είναι 9 και 20, εγώ πάω για τζόκινγκ, φτιάξε καφέ και τα λέμε αργότερα.

4 σχόλια:

  1. Sci-fi dream!

    Άρχισες να τρέχεις! Τι καλά! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. αμπζ, επίσης οδηγούσα ως γνήσιος γκαζοφονιάς.
      Είχε πολύ ακόμα, αλλά δε τη θυμάμαι ρε γμτ.

      Διαγραφή
  2. Σε παρακολουθώ, Λεμον. Θα τα πούμε απο κοντά σύντομα..
    Π

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts with Thumbnails