ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ
Είμαι στο στούντιο, η ζέστη είναι απίστευτη. Ο ανεμιστήρας στο μισό μέτρο, ίσα που τον καταλαβαίνω. Δεν βαρυγκομάω, δεν έχω λόγο, έχω διαλέξει τραγουδάρες, τις ευχαριστιέμαι πιθανότατα περισσότερο από τους ακροατές. Αν με ρωτήσεις, καλή εκπομπή θα σου την έλεγα. Αν όχι και θες να έχεις προσωπική άποψη αρκεί ένα πάτημα του παρακάτω εικονιδίου. Καλή ακρόαση:
Το playlist κατά τα γνωστά στο πρώτο δικό μου σχόλιο.
ΕΧΘΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Είμαι ξαπλωμένος στο γρασίδι, βάζω τα χέρια κάτω απ’ το
κεφάλι. Γιορτή της μουσικής. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, κήπος, γκαζόν, δροσερός
αέρας και άπειρος κόσμος. Προσπαθώ να
συντονίσω την ιδιοσυχνότητα του αυτιού μου με τη συχνότητα του διεγέρτη/μουσικής.
Δεν τα καταφέρνω. Η ορχήστρα παίζει αγανή τζαζ για όλα τα γούστα. Οι αντένες μου εστιάζουν
παρά τη φασαρία του πλήθους σε μια χαμηλόφωνη κουβέντα πίσω μου, χωρίς να βλέπω
τους συνομιλητές. ¨Έναν άντρα και μια γυναίκα.
- Δεν μιλάς πάλι, γιατί δεν μιλάς;
- Τι να πω;
- Οτιδήποτε.
- Είναι καλύτερα να μη μιλάμε.
- Δεν κάνουμε πια τίποτα
μαζί.
- Γιατί; Δεν πάμε για μπάνιο τις Κυριακές;
- Δεν ξέρω τι αισθάνομαι πια για σένα.
- Αφού το ευχαριστιέμαι όταν πάμε
για μπάνιο!
- Και εκεί μόνοι μας είμαστε.
- Δε σε καταλαβαίνω.
- Εγώ στην παραλία και εσύ να κολυμπάς με τις ώρες.
- Ηρεμώ.
- Με αποφεύγεις.
- Κι ότι κάνουμε βγαίνει
καταναγκαστικά. Δεν το ευχαριστιόμαστε.
-
- Εντάξει σε αποφεύγω.Το παραδέχομαι.
- Ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα πιάναμε τόσο πάτο. Άραγε έχει και πιο
κάτω;
- Τι είπες;
- Τίποτα.
- Κι έπειτα όλο κοιμάσαι και κρύβεσαι.
- Κοιμάμαι γιατί
δουλεύω 12ωρο.
- Γιατί εγώ δε δουλεύω?
- Μα, θεωρείς φυσιολογική την κουβέντα αυτή; Γιατί εγώ όχι.
- Και εγώ δουλεύω αν το θυμάσαι.
- Αυτό φταίει δηλαδή και δεν έχεις ποτέ
όρεξη.
- Όχι.
- Τότε τι;
- Αγχώνομαι που
θα γυρίσω σπίτι. Σχολάω πτώμα μα πάντα όταν πλησιάζω σπίτι λέω Ωχ!
- Δε σου φταίω εγώ για αυτό.
- Δεν ξέρω πως να σε αντιμετωπίσω. Πως θα
περάσει η ώρα μαζί σου.
- Και εγώ σε φοβάμαι στο σπίτι. Δεν τολμάω να σου μιλήσω.
- Προχθές στα γενέθλιά σου έσκυψα να σε φιλήσω και
εσύ γύρισες το μάγουλο.
- Είπες χρόνια πολλά μόλις και μετά βίας, ας μη το έλεγες
αν δε το ‘νιωθες.
- Αφού το καταλάβαινες πως μπόρεσες να κάνεις πως δεν τρέχει
τίποτα.
- Αγγαρεία, όλα αγγαρεία τα κάνεις. Ακόμα και στους φίλους σου
καταναγκαστικά τους κάλεσες.
- Δεν είχα διάθεση.
- Καταναγκαστικά τα κάνεις όλα.
- Γιατί εσύ έχεις καλή διάθεση?
- Έχω χρόνια να έχω καλή διάθεση μαζί
σου.
- Καταναγκαστικά έτρωγες ακόμα και την πίτσα.
- Μα τι
να κάνουμε μαζί, δεν ήρθα εδώ που μου ζήτησες?
- Ναι αλλά έχεις κάτι μούτρα μέχρι
εκεί κάτω.
- Αν σε χαλάω να φύγω.
- Θα φύγω εγώ, μη στεναχωριέσαι, δεν αντέχω άλλο.
- Παιδιά, συγγνώμη, μήπως έχετε φωτιά; - αυτός είμαι εγώ σε ρόλο πυροσβέστη - εννοώντας "Δεν αξίζει να τρώτε τα σπλάχνα σας". Γύρισα και τους κοίταξα. Νεότεροι απ' ότι περίμενα. Μου έδωσε αναπτήρα η γυναίκα, ταυτόχρονα μου άγγιξε το χέρι. Έκανα προσπάθεια να απαγκιστρώσω την προσοχή μου από την κουβέντα τους:
- Τι λέγαμε;
- Να
κάνουμε κάτι ιδιαίτερο μαζί, να δεις που θα περνάμε καλά.
- Δεν χρειάζεται το
ξεχωριστό για να περνάνε δύο άνθρωποι καλά μαζί.
- 10 χρόνια είναι αυτά.
- Ναι, πες
μας ότι 10 χρόνια κάνεις υπομονή…
- Κάνω κι αυτό είναι το λάθος μου, τα μαζεύω μέσα
μου και στο τέλος δε σε αναγνωρίζω.
- Δε μιλάμε πια καθόλου. Τι θα φάμε, τι ώρα
θα γυρίσεις, καλημέρα και καληνύχτα είναι τα μόνα που λέμε.
- Έχεις μήνες να με αγγίξεις. Ούτε αγκαλιά δε
μου δίνεις.
- Δε μου βγαίνει, ειλικρινά δε μου βγαίνει.
- 10 χρόνια ρε πούστη μου
και νιώθω πάλι ανασφαλής μαζί σου.
- Και νομίζεις πως ακούγοντας μουσική και
διαβάζοντας βιβλία ξεπερνάς τα προβλήματά μας;
- Ξεχνιέμαι.
- Τη μέρα βγάζεις.
- Ποιοι
ήμασταν και ποιοι γίναμε;
- Θα φτιάξουν τα πράγματα.
- Σε ποιο μέλλον;
- Το καινούριο
σπίτι φταίει. Από τότε που μετακομίσαμε όλα πάνε στραβά.
- Σκέφτομαι να πάω στους
γονείς μου στο χωριό για λίγο.
- Να πας να ξεσκάσεις με τις παρέες σου.
- Κι εσύ θα
ξεσκάσεις χωρίς εμένα, είναι σίγουρο.
- Είναι καλό που μιλάμε έστω και τώρα.
- Ναι
θα φύγω για λίγο.
- Το αφήσαμε πολύ.
Είπανε πολλά ακόμα. Πάρα πολλά και τα άκουσα όλα. Το φορτίο τους με πλημμύρισε απίστευτη στεναχώρια. Καμιά ώρα αργότερα ζήτησα ξανά φωτιά από τον άντρα αυτή τη φορά,
- Έλα ρε φίλε,
πάρε, μου είπε.
- Καπνίζω πολύ ψευτοαπολογήθηκα. Happy end δεν είχε η κουβέντα.
Έκλεισα τα μάτια και τους φαντάστηκα στο καινούριο τους σπίτι, εκείνη με
πιασμένα κότσο τα καστανά μαλλιά της, ρούχα πρόχειρα του σπιτιού, εκείνος ξαπλωμένος
με τα ρούχα της δουλειάς στον καναπέ, στην κουζίνα ατμοί βγαίνουν από την
χύτρα. Κάποιος λέει: "Τι θα φάμε σήμερα;"