- Εμένα μη μου μιλάς έτσι! Γιατί εμένα που με βλέπεις έφαγα
εχθές τρεις σφαλιάρες που γύρισε ο κόσμος δυο φορές. Αλλά κι ο άλλος είμαι
σίγουρος πως με φοβήθηκε. Θα ‘χει βρει καμιά σπηλιά στο Λυκαβηττό για να
κρυφτεί. Γι αυτό. Εμένα μη μου μιλάς έτσι το λοιπόν και μη μου λες να μη χτυπάω το χέρι μου στο τραπέζι γιατί θα σε γαμήσω ρε μαλάκα.
- Φύγε από δω ρε, τράβα σα πέρα, τρομάζεις το παιδί μου, πετάγεται μες το μονό καυγά, μπουκωμένη το σουβλάκι της και με ύφος 45 Τσιφόρων, η γυναίκα με τη ριγέ
μπλούζα, την κρεατοελιά στ' αριστερά της μύτης και την κατάμαυρη αλογοουρά. Η ίδια γυναίκα που τον κερνάει τσιγάρο είκοσι λεπτά αργότερα. Άντε πάρε και συ ένα, θα του πει. Το κοριτσάκι της ντυμένο γλειφιτζούρι τρώει σουβλάκι ατάραχο, ανεβασμένο
σε ένα τραπέζι.
Ο Αντρέας ο Πολωνός, ο βασιλιάς της Βόρειας Ευρώπης όπως
αυτοσυστήνεται σε όλους, είναι κομμάτια και παραπατάει. Δεν ξέρω τι χημείες έχει καταπιεί, τα χέρια
του δεν έχουν σημάδια από σύριγγες, μόνο διάφορα πρησμένα ανοίγματα στο δέρμα
που συγκρατούνται με ράμματα, ξεραμένες εκδορές
και κάμποσες μελανιές.
- Τα σκίζω με τα δόντια τα ράμματα λέει.
Γεννημένος το ‘72, δεν του φαίνεται, καθότι μικρόσωμος δείχνει
νεαρότερος, μιλάει άπταιστα ελληνικά και είναι ντυμένος φρσκοβρωμισμένα καθαρά
ρούχα. Πριν από λίγο, νευριασμένος ποιος ξέρει από τι δαιμόνια έβλεπε,
άρχισε να χτυπά τις παλάμες του στα τραπεζάκια του ψητοπωλείου που τσικνίζει
ανελέητα και νυχθημερόν όσους περιμένουν τα λεωφορεία τους στην παρακείμενη
στάση. Η παρατήρηση ενός ψήστη τον έκαναν έξω φρενών και βάλθηκε πάλι να
παραληρεί. Φουλ επίθεση.
Είμαι ο μόνος που η παρουσία του Αντρέα δεν τον έχει
απομακρύνει από την αρχική του θέση. Μέχρι πριν από λίγο ήταν και δυο άγγλοι
τουρίστες, με βερμούδες, παλιομοδίτικες φωτογραφικές μηχανές στους ώμους και
κοκάλινα χοντρά γυαλιά που λάκισαν όταν ο βορειοευρωπαίος ταραχοποιός που
ξεβόλεψε τις καθημερινότητες των γύρω του, τους πλησίασε κι έπιασε μια ακαταλαβίστικη συζήτηση – με άπειρα fuck,
yo και bitch - στη
γλώσσα τους.
- Σκάσε ρε σου λέω, δεν το καταλαβαίνεις πως τρομάζεις το
παιδί μου; εξίσταται η ίδια κυρία τραβώντας μια ρουφηξιά από το τσιγάρο της.
- Δεν το τρομάζω απαντά ο Αντρέας, κι εσύ δεν θα ΄πρεπε να
καπνίζεις μπροστά του. Αυτό είναι το επικίνδυνο, όχι εγώ. Εγώ τα παιδιά τα
αγαπάω. Δεν πειράζουν κανέναν. Κι εμένα
μη μου μιλάς έτσι! Άκου να με απειλήσει εμένα ο ψήστης από το Ιράν. Με το που
βρήκε μια δουλειά με αξιοπρέπεια να νομίζει ότι έγινε σερ; Είναι σωστό αυτό ρε φίλε1; με ρωτάει.
- Δεν είναι, του απαντώ, δίνοντας του φωτιά που ζήτησε ν’ ανάψει το τσιγάρο του. Αλλά κι
εσύ προσπάθησε να ηρεμήσεις λιγάκι. Κάτσε καλύτερα στη σκιά, ο ήλιος ζεματάει σήμερα.
- Ευτυχώς που ήταν κι ο άλλος ο Πακιστανός και τον κράτησε,
συνεχίζει. Αυτό παει να πει άντρας ρε
φίλε. Να συγκρατείς τα νεύρα σου, όχι να τον αφήσεις τον άλλο να έρθει να με
δείρει. Αλλά ας ερχόταν και του έλεγα εγώ. Εμένα που με βλέπεις, έφαγα εχθές
τρεις σφαλιάρες που γύρισε ο κόσμος δυο φορές.
- Τι να σου κάνουν οι σφαλιάρες εσένα βρε άνθρωπε του θεού,
έλα μέσα να σε κεράσουμε ένα σουβλάκι, του φωνάζει μια υπάλληλος.
- Δε θέλω τίποτα από εσάς, τίποτα. Δεν είσαστε σωστοί.
Παρόλη την άρνησή του κάποιος εργαζόμενος του ψητοπωλείου
του φέρνει ένα σουβλάκι. Τεράστιο, με απ' όλα και διπλή πίττα. Του το προσφέρει ευγενέστατα, σχεδόν πατρικά, μα ο Αντρέας, ο
βασιλιάς της Βόρειας Ευρώπης, το αρνείται ξανά και ξανά. Μόνο λέει:
- Στο παιδάκι να το δώσετε. Τα παιδιά είναι που δεν πρέπει να
πεινάνε. Άκου να μου πει πως το τρόμαξα εγώ το παιδάκι. Εγώ τα αγαπάω τα
παιδιά. Στο παιδάκι να το δώσετε. Να μη γνωρίσει πείνα ποτέ. Εγώ ρε σεις έχω
πεινάσει από παιδί. Μέρες είχαμε να βάλουμε φαγητό στο σπίτι και στο στομάχι μας. Έχω περάσει
πείνες εγώ! Έμαθα να την αντέχω εγώ. Αλλά τα παιδιά δεν πρέπει να πεινάνε. Ποτέ. Κανείς
δεν πρέπει αλλά τα παιδάκια ποτέ.
Σιγά-σιγά κάμποσοι πλησίασαν στην …κεντρική σκηνή των
γεγονότων, δεν το ξέρω πόσοι από αυτούς απλά για να ακούν καλύτερα. Αλλά αρκετοί
έπιασαν κουβέντα για την πείνα στην Ελλάδα του πολέμου. Την μπομπότα και τα
στραγάλια. Κάποιοι και για τη σημερινή. Μια μεσήλικη κυρία εξομολογήθηκε με
σπασμένη φωνή το πόσο πεινούσε στο ορφανοτροφείο κι ένας άλλος παππούς έβγαλε
το μαντήλι του και σκούπιζε τα δάκρυα από τα μάτια του.
Ο Αντρέας, που το όνομά του σημαίνει βασιλιάς στα Πολωνικά, τώρα
άκουγε τους άλλους, βουρκωμένος κι αυτός, γνέφοντας κάθε τόσο με το κεφάλι συγκαταβατικά.
Ποιός έφαγε το σουβλάκι τελικά;
ΑπάντησηΔιαγραφήΝεκ
Μπαίνει κι αυτό στα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα που κατατρΥχουν τη ζωή μου!!!
Διαγραφή:)
Αληθινή και συγκινητική ιστορία..
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα!
Όντως αγαπητέ Ηφ. Καλό σου βράδυ.
Διαγραφή