30 Ιουλίου 2013

waitin' around to die


Είναι κάποια τραγούδια που κάθονται περίεργα στο θυμικό μου και δε μπορώ (ούτε και που θέλω) να τ' αφήσω στην άκρη. Άπαξ και φυτευτούν οι ήχοι τους στα αυτιά μου, ριζώνουν, βλασταίνουν και με κατοικούν για πάντα. Μετά δε γίνεται τίποτα. 

Ένα από αυτά και το παραπάνω: Το "Waitin' Around To Die" του πρόωρα χαμένου Townes Van Zandt. Φετινή ανακάλυψη (και αποκάλυψη για μένα). Το πρωτοάκουσα διασκευασμένο από τις The Be Good Tanyas ως επένδυση σε κάποιο επεισόδιο του Breaking Bad, μου 'κανε το περίφημο κλικ, το έψαξα, κι έκτοτε είναι soundtrack όλο και περισσότερων δικών μου στιγμών. Sometimes I can't even see the reason why. "Κάλλιο αργά παρά ποτέ" μου είπαν όσοι τον ήξεραν ήδη.  

Στο παραπάνω βίντεο είναι η εκτέλεση που ακούγεται σ'ένα απόσπασμα από το ντοκυμαντέρ Heartworn Highways (ψάχνω να το βρω μιας και το έχω δει αποσπασματικά στο δίκτυο) του James Szalapski. Το Heartworn Highways, που γυρίστηκε μεν το 1975 αλλά δε βρήκε το δρόμο στις οθόνες νωρίτερα από το 1981,  εστιάζει σ' ένα υποείδος της αμερικάνικης μουσικής country, το Outlaw country

Το πολυδιασκευασμένο "Waiting Around To Die" μπορείς να ακούσεις εδώ σε μια από τις καλύτερες (ναι, έχει πολλές) στούντιο εγγραφές του, ενώ από τις The Be Good Tanyas, εδώ.


Waiting Around To Die

Sometimes I don't know where , this dirty road is taking me 
Sometimes I can't even see the reason why 
I guess I keep a-gamblin' ,  l
ots of booze and lots of ramblin' 
It's easier than just waitin' around to die 

One time, friends, I had a ma, 
I even had a pa 
He beat her with a belt once 'cause she cried 
She told him to take care of me, h
eaded down to tennessee 
It's easier than just waitin' around to die 

I came of age and I found a girl, i
n a tuscaloosa bar 
She cleaned me out and hit in on the sly 
I tried to kill the pain, bought some wine, a
nd hopped a train 
Seemed easier than just waitin' around to die 

A friend said he knew,  w
here some easy money was 
We robbed a man, and brother did we fly 
The posse caught up with me,  a
nd drug me back to muskogee 
It's two long years I've been waitin' around to die 

Now I'm out of prison, 
I got me a friend at last 
He don't drink or steal or cheat or lie 
His name's codine, h
e's the nicest thing I've seen 
Together we're gonna wait around and die 


υγ. Μόλις βγήκα από (άλλο) ένα σουρεαλιστικότατο (αλλά μάλλον αρκετά hard core για να δημοσιευτεί) μεσημεριανό όνειρο όπου τι περίεργο:  συγκεκριμένο τραγούδι ακουγόταν κι εκεί.

27 Ιουλίου 2013

λέξεις από Π κι άλλες ιστορίες



1
Αποφασισμένος να μην ξεσπάσω σε μια ηλεκτρονική κόλλα χαρτιού τον εκνευρισμό που μου προκαλούν (όπως έκανα πέρυσι), και αφού οι λέξεις από Π (παραινέσεις, παρακλήσεις, προτάσεις, προτροπές) δεν επέφεραν καμία βελτίωση στην ασύδοτη επιδεινούμενα φασαριόζικη συμπεριφορά των γειτόνων, ήρθε η ώρα της στοχευμένης γκρίνιας, του τσαμπουκά και των απειλών. Έκπληκτος συνειδητοποιώ πως αυτή η τακτική έπιασε. Η "Καλή Θέληση" ηττήθηκε παταγωδώς και η "Σύνεση" τοποθετήθηκε στην προθήκη της στο μουσείο. Τόσα χρόνια έχανα το χρόνο μου. Η ησυχία μάλιστα αποκαταστάθηκε σε τέτοιο σημείο που καταντά ύποπτη. Σκέφτομαι "τι να σκαρώνουν", εγώ που δεν περίμενα να πιάσει τόπο η "βία".

2
Δεν ξέρω αν οφείλεται στο φαινόμενο του θερμοκηπίου και τους πάγους στο Βόρειο Πόλο που λειώνουν με ταχύτατους ρυθμούς ή στο πέταγμα κάποιας γαμοπεταλούδας στην Κίνα αλλά η παραλία που με φιλοξενεί την τελευταία εξαετία έχει αλλάξει άρδην το ανάγλυφό της. Το μεγαλύτερο κομμάτι της έχει χάσει τη μάχη με τη θάλασσα, έχει φαγωθεί από τα κύματα. Και σ’όποιο μέρος δεν έχει καλυφθεί από νερά, άμμος και βότσαλα έχουν ξεπλυθεί από το νερό αποκαλύπτοντας άναρχα βράχια. Την ίδια ώρα στο άλλο της άκρο, ένα στενό κομμάτι γης κάτω από σκιά κάθετου βράχου που υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια το καταφύγιό μου έχει τριπλασιάσει σχεδόν το εμβαδόν του.

Αποτέλεσμα αυτής της διαταραχής η πολύκοσμη μάζωξη των άλλοτε διασκορπισμένων συλλουόμενων και φυσικά η διατάραξη των μέχρι πρότινος γαλήνιων μου πρωινών από κουβέντες σαλονιού κομμωτικής για το βασιλικό μωρό, παραλιακά κλαμπ, λάδια και κρέμες μαυρίσματος με άρωμα ανανά. 

Έτσι από την απόλυτη ηρεμία, τη σιωπή που σπάει μόνο από τον ήχο των κυμάτων, ή/και μια – πιο σπάνιο αυτό - καλή συζήτηση με άγνωστους/ες (τα οποία ευχαριστιόμουν εξίσου) έφτασα στα κάμποσα «Χμμ», «Αφού το λες εσύ», «Έτσι είναι», «Τι να κάνεις…» που αναγκάζομαι να πω όταν μου απευθύνεται συχνά πυκνά ο λόγος. Πάντα χωρίς να ξεκολλήσω τα μάτια από το βιβλίο μου φτάνω και στο δυστυχώς αποκρυπτογράφητο από αρκετούς:

-Με αναγκάζεις να μιλάω παραπάνω απ’ ότι ευχαριστιέμαι

Το πιο "ενδιαφέρον" άτομο τελικά είναι ο μπανιστηρτζής της παραλίας. Στέκεται κρυμμένος πίσω από θάμνους στα πρανή του λόφου που καταλήγει στην παραλία κι ευχαριστιέται με τον τρόπο του τη θέα γυμνών σωμάτων που κολυμπούν, διαβάζουν, λιάζονται ή μιλάνε. Κάνει τον αδιάφορο περιπατητή κάθε φορά που κάποιος έρχεται ή φεύγει. Ο Ανέστης Βλάχος θα τον ενσάρκωνε κινηματογραφικά.

Με ένα νεύμα τον χαιρέτησα την πεμπτοέκτη φορά που φεύγοντας τον ξεβόλεψα από την κρυψώνα του, «Καλημέρα τι χαμπάρια;» του είπα την αμέσως επόμενη. «Ε, να εδώ, Μόλις ήρθα για …μπάνιο. Πάντα την ίδια ώρα φεύγεις εσύ ε;» μου απάντησε και αν πω ότι δε γέλασα θα πω ψέμματα.

3
Εντωμεταξύ στις ατέλειωτες ανηφόρες της επιστροφής μια ξεκομμένη φράση και μια παράγραφος, απ’ άλλο κεφάλαιο αυτή, αμφότερες από το τελευταίο βιβλίο (Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων) που διάβασα τριγυρνάνε στο μυαλό μου. «Δε χρειάζεται να σ’ αγαπούν για να αγαπάς» λέει η πρώτη. «Η λήθη μας τρομάζει. Όμως η μνήμη είναι η αιτία των δεινών μας. Μόνο με τη λήθη ζούμε ευτυχείς. Ο μεγαλύτερος εχθρός της ευτυχίας είναι η μνήμη. Οι ευτυχισμένοι άνθρωποι ξεχνούν.», η δεύτερη. 

Προσπαθώ να τα συνδέσω μεταξύ τους, να σκεφτώ και να καταλήξω αν ισχύουν για μένα, αν ενστερνιζόμενός θα νιώθω καλύτερα.

Τα λειωμένα σε άσφαλτο ή χωματόδρομους ζώα μου τραβάνε την προσοχή. Τα φωτογραφίζω χωρίς να μπορώ να εστιάσω από το λιοπύρι που αντανακλα στην οθόνη του κινητού μου.

24 Ιουλίου 2013

ένας βίαιος θάνατος (που έγινε αστικός μύθος)


αρότι έγκυος, ή ίσως και για αυτόν ακριβώς το λόγο, δεν άκουσε κανέναν – αν τουλάχιστον συμβουλευόταν το μυαλό της και όχι την λιγούρα της, τώρα θα ήταν ζωντανή – και βγήκε να τσιμπήσει κάτι απ’ έξω. Όχι ότι δεν έβρισκε νόστιμο το σπιτικά μαγειρεμένο φαγητό, αλίμονο αν έλεγε κάτι τέτοιο. Ούτε ότι είχε στερηθεί τις διάφορες μικρολιχουδιές. Πάντα της έφερναν κάτι απ’ έξω, όλοι όσοι την περιποιούνταν και σέβονταν την κατάστασή της. Αλλά να: σήμερα ήθελε να περπατήσει. Να πάρει και λίγο καθαρό αέρα. 

Ντύθηκε κάτι πρόχειρο, «Άσε με ρε παιδάκι μου, δεν είναι και τόσο αργά» είπε στη μάνα της που δεν έλεγε να καταλάβει πως δεν ήταν πια το μικρό της κοριτσάκι, «Σε λίγο θα γίνω για δεύτερη φορά μητέρα» συμπλήρωσε και βγήκε στα σκοτάδια χτυπώντας δυνατά την πόρτα του σπιτιού πίσω της. Κίνησε προς τη γειτονιά με τα φαγάδικα και τις ταβέρνες. Η αλήθεια είναι πως - περασμένες 12  – δεν περίμενε να βρει πολλά στέκια ανοιχτά. Ούτε όμως η εικόνα που αντίκρυσε υπήρχε προ ολίγου στη φαντασία της. Σφουγγισμένοι οι πάγκοι, σκουπισμένα τα πατώματα και κατεβασμένα τα ρολά παντού. Παρόλα αυτά η σκέψη ενός νυχτερινού περιπάτου με ένα κομμάτι πίτσα ή μια ποικιλία αλλαντικών ή στη χειρότερη κάτι λαδερού την απέτρεψε από την επιτόπια μεταβολή που θα την έστελνε πίσω στην ασφάλεια των σεντονιών και του κρεβατιού της. 

Όταν βρήκε και την καντίνα του ξαδέλφου της κλειστή δεν απελπίστηκε. Πήρε μία βαθιά ανάσα και ανηφόρησε προς την επάνω γειτονιά, τα κυριλέ μέρη. Αυτά μένουν ανοιχτά μέχρι αργά, σκέφτηκε, οι πλούσιοι που δεν έχουν κάθε αύριο δουλειά ξοδεύουν πολύ περισσότερο χρόνο στο να ξοδεύουν τα πολύ περισσότερα χρήματά τους. Χαμογέλασε αυτάρεσκα με τον ολοκληρωμένο της συλλογισμό εγκαταλείποντας ταυτόχρονα τα παλιά πλακόστρωτα με τις φτηνές μαρμαρίνες. Διασκέδαζε τώρα στον ήχο και την ηχώ των βημάτων της στo λευκό μεταλλικό έδαφος, στις παρυφές των κάθετων βουλεβάρτων. Μια μακρινή μυρωδιά καψαλισμένου μπέικον την χτύπησε στη μύτη κι έκανε τις αγέννητες ψυχές στην κοιλιά της να κοπανιούνται μανιασμένες, τα σάλια της να τρέχουν και την ίδια να ταχύνει – δυσανάλογα για έγκυο - το βήμα της.

Περίεργο, κι εδώ κανένας, μονολόγησε μόλις έφτασε στην πλατεία. Όπου κι αν κοίταζε τριγύρω αντίκριζε ερημιά. Και σιωπή. Εδώ κανονικά, στην περιοχή της καλής κοινωνίας, έπρεπε να σφύζει ο τόπος από ζωή. "Τι στο καλό;" μουρμούρησε ανήσυχη και έπιασε να κοιτάζει σαν να τις έβλεπε για πρώτη φορά τις τρεις μαύρες κυκλικές πίστες που απλώνονταν έρημες, συμμετρικά στον επίπεδο χώρο. Περπάτησε αποκαρδιωμένη μέχρι την πρώτη και με ελάχιστη προσπάθεια κατάφερε να την ανέβει. «Εοοο» φώναξε δυνατά από εκεί.

Τότε, και εντελώς αναπάντεχα τα πάντα γύρω της φωτίστηκαν. Λούστηκαν με εκείνο το άπλετο τεχνητό φως που είχε μάθει από μικρή (και στο σχολείο αλλά κυρίως απ’ τα κηρύγματα του πατέρα της) πως πρέπει να αποφεύγει. Έβαλε τα δυνατά της και έτρεξε τρομαγμένη μέχρι το κοντινότερο στέγαστρο. Ακούμπησε τη ράχη της σε ένα μεταλλικό καμπυλωτό τοίχο. Ήταν κρύος. Σαν τον ιδρώτα της.

Μάλλον τη γλίτωσα σκέφτηκε, έμεινε ακίνητη και μια μεγάλη ανάσα της έδωσε πίσω το μισό από το χαμένο της κουράγιο. Το οξυγόνο που κυκλοφόρησε στο σώμα της δυνάμωσε τα κουρασμένα της πόδια και βάλθηκε να σχεδιάζει τον τρόπο που θα διηγούνταν σαν γύριζε σώα την περιπέτειά της στους άλλους: "Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά σα ταμπούρλο, το κεφάλι μου έκαιγε ολόκληρο, τα πόδια μου έτρεμαν". Μ'αυτά τα λόγια θα άρχιζε. 

Αναπήδησε και προσπάθησε να τρέξει μόνο όταν το στέγαστρο που την προφύλασσε εξαφανίστηκε ως δια μαγείας από πάνω της. Έσκυψε όσο της επέτρεπε η φουσκωμένη της κοιλιά για να μην φαίνεται από μακριά και μπουσούλησε μέχρι την κοντινότερη πίστα. Σκαρφάλωσε όπως-όπως και έμεινε εκεί βαριανασαίνοντας και ελπίζοντας πως η μαύρη φορεσιά της θα την έκανε αόρατη πάνω στη μαύρη μεταλλική επιφάνεια. Τι κρίμα! Η ελπίδα της αποδείχτηκε φρούδα, την είδε να πεθαίνει πριν από αυτή. 

Κι αυτό γιατί την επόμενη στιγμή - και ήταν η στιγμή που απέβαλλε - μια εκκωφαντική μεταλλική κλαγγή της έσκισε τα αυτιά και τα πάντα σκοτείνιασαν απότομα. Κατάλαβε ένα-ένα τα παιδιά της να την εγκαταλείπουν πεθαμένα αλλά πλέον δεν είχε χρόνο να στενοχωρηθεί. Άλλωστε παιδιά έκανε όποτε ήθελε. Ήξερε ότι δεν ήταν λίγοι οι γκόμενοι που τη γούσταραν τόσο για την απαράμμιλη εμφάνισή της όσο και για το θάρρος της. Το θάρρος που την είχε στείλει τέτοια ώρα στην κακόφημη γειτονιά και που τώρα την έσπρωχνε να τρέξει. Προσπάθησε μάταια να διαπεράσει το στερέωμα που - σαν να είχε συρρικνωθεί το σύμπαν γύρω της - την περιέβαλλε έχοντας μετασχηματιστεί σε μια χαμηλοτάβανη και κοίλη φυλακή. 

Ανοιγόκλεισε τα μάτια της να προσαρμοστούν στα πισσοσκόταδα και - σε περίπτωση που όλα αυτά δεν ήταν παρά ένας εφιάλτης - έριξε μια δυνατή τσιμπιά στο μάγουλό της να ξυπνήσει. Τίποτα. Ήταν ακόμα εκεί, ξαπλωμένη μπρούμυτα πάνω στη μεταλλική μαύρη επιφάνεια. Την πίστα νο3. Δίπλα της ακριβώς ένα μικρό κομμάτι τραγανιστού μπέικον. Το δάγκωσε κι έτσι εξουθενωμένη όπως ήταν της φάνηκε πως για λίγο την πήρε ο ύπνος. 

Όχι πολλά δευτερόλεπτα αργότερα ξύπνησε ιδρωμένη. Μέσα στην αφόρητη, ιδιότροπη ζέστη που πλημμύριζε το χώρο, σηκώθηκε, και τίναξε τον ιδρώτα από το μέτωπό της. Πάτησε γερά στα πόδια της και μόνο τότε συνειδητοποίησε το αδιανόητο: η θερμοκρασία του πατώματος ήδη αυξημένη ανέβαινε κι άλλο. Γινόταν αφόρητη. Άρχισε να χοροπηδάει, όσο λιγότερο ακουμπάνε τα πόδια στην καυτή γη κερδίζω χρόνο, σκέφτηκε. Μα ήταν μάταιο. Η θερμοκρασία του πατώματος μεγάλωνε μεγάλωνε, αγγίζοντας σιγά-σιγά βαθμούς που δεν είχε ποτέ φανταστεί την ύπαρξη τους.
Όταν κοίταζε κάτω έβλεπε καθαρά το μαύρο χρώμα της πίστας να μεταμορφώνεται σε βαθύ πορτοκαλί. Ερυθροπυρωμένο. Σαν έστρεφε προς τα πάνω έβλεπε πλέον καθαρά το θόλο που της απαγόρευε τη φυγή. Απ' αντανάκλαση φαινόταν τώρα κι αυτός βαμμένος το καυτό πορτοκαλί χρώμα της αποκάλυψης. Ξεχώρισε πάνω του κάτι χαραγμένα σύμβολα, σαν ιερογλυφικά, αλλά δεν κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει το νόημά τους. LAGOSTINA. Άρχισε να τρέχει με μανία όσο πιο γρήγορα μπορούσε, σε μια αέναη κυκλική τροχιά. Ένιωθε πως θα πάθει εγκεφαλικό.

Λίγο πριν ξεψυχήσει μέσα σε αναθυμιάσεις αζώτου από το φλεγόμενο σώμα της δεν είδε τη ζωή της να περνά σα φιλμ μπροστά από τα μάτια της. 

Σημείωση του λεμ.: Τα νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα, έπειτα πάλιωσαν, έχουν περάσει ήδη τρία χρόνια, αλλά δεν ξεχάστηκαν. Έγιναν αστικός μύθος (παρότι πραγματικό γεγονός) και μάλλον σε αυτό οφείλεται πως έκτοτε δεν ξαναβρήκα κατσαρίδα στην κουζίνα.


22 Ιουλίου 2013

μια καταραμένη έλξη


Ταλανισμένος από καθολική έλλειψη εκδρομικού/ταξιδιωτικού ή όποιου διακοποπνεύματος από τη μία, μα κρίνοντας το αδιέξοδο αυτής της κατάστασης από την άλλη, η απόφαση που έπρεπε να παρθεί ήταν μία: Αναστροφή του αρνητικού κλίματος. Και μάλιστα με το ζόρι αν χρειαζόταν. 

Μαζεύτηκαν λοιπόν όλες οι πλευρές του εαυτού μου, συνεδρίασαν, έβαλαν κάτω σκέψεις, συμβάντα και διαθέσεις και συναποφάσισαν τη λύση. Εθελούσια έξοδος από την πόλη και εγκλεισμός στην εξοχή. Κατά προτίμηση κατά μόνας (ή μήπως κατ’ ανάγκη μέχρι την αδειοδότηση των λοιπών; Χμμμ, και τα δύο σωστά ακούγονται - είναι). Κι αυτό γιατί εκεί (στην εξοχή ντε, παρέα με τη μητέρα φύση), η ελπίδα επίκλησης και κατάληψής σου από το αργοπορημένο φέτος διακοποπνεύμα φάνταζε μεγαλύτερη. 

Αυτοσυγκέντρωση και προσήλωση στο πετυχημένο μοντέλο των παλαιότερων ετών: Πρωινό ξύπνημα, έρημη παραλία, μπάνιο γυμνός, μαγείρεμα, σαλάτες και φρούτα στην ημερήσια διατροφή, μεσημεριανός ύπνος, βιβλία, ταινίες, κυνήγι κουνουπιών και ας βάλουμε και κάτι καινούριο στο πρόγραμμα. Γυμναστική. 

Περιαρθρίτιδα ώμου, ή κάπως έτσι το είπε ο γιατρός στην τηλεφωνική του επίσκεψη όταν του εξέθεσα - τρεις μέρες άυπνος από τον πόνο - τα συμπτώματα. "Δύσκολα θα περάσει, μπορεί να πάρει και μήνα μέχρι να μπορέσει να κάνει το χέρι σου όλες τις κινήσεις", συμπλήρωσε συνοφρυωμένος. Το ότι έχω να κοιμηθώ τρεις μέρες δεν τον ένοιαζε. 

Μαθημένο να εκτελεί «βαριές» χειρωναξίες όπως το ψάξιμο εκατοντάδων (χιλιάδων) δίσκων ή στη χειρότερη η πληκτρολόγηση αναρτήσεων το αριστερό μου χέρι δεν άντεξε το επιβαρυμένο πρόγραμμα των διακοπών. Ίσως το κολύμπι, εικάζω όμως πως ήταν κυρίως η επαναλαμβανόμενη ανεπιτυχής προσπάθεια ολοκλήρωσης ΜΙΑΣ (και μόνο ΜΙΑΣ) έλξης στο μονόζυγο η αιτία του προβλήματος.

Κομμένο και το κολύμπι, χρησιμοποιώντας μόνο το ένα χέρι απλά θα σβουρίζω αριστερόστροφες ρουφήχτρες στη θάλασσα και δεν το θέλω όσο υπέροχο θέαμα κι αν προσφέρω στους πιθανούς πρωινούς συλλουόμενους. Απλά θα τσαλαβουτάω μέχρι εκεί που πατώνω. Να το συνηθίζω μιας και μεγαλώνω κιόλας. Αυτά.


19 Ιουλίου 2013

Σάμουρε




Κρήτη 2006 με τη γνωστή συμμορία συνταξιδιωτών (της ζωής και των ταξιδιών). Το καλοκαίρι που δεν έφτασε για να αγαπήσω την Κρήτη (αυτό έγινε αργότερα). Κοιτάζω τις φωτογραφίες: μάγουλα φράπα όλοι μας, εφτά μόνο (;) χρόνια πριν και φαινόμαστε ακόμα παιδιά, με παρατηρώ 25 κιλά παχύτερο, με γένια σε φόρμα «ο πλανήτης των πιθήκων»  και θυμάμαι επακριβώς όσα ανακοινώσιμα ή μη σκεφτόμουν την ώρα των ψηφιακών κλικ.
Στα ανακοινώσιμα και η πεποίθηση πως στην Κρήτη αξίζει να διακτινίζεσαι. Να τηλεμεταφέρεσαι στα ποιητικά της μέρη. Να ανασυντίθεσαι σε κάθε μία από εκείνες τις  κουκίδες του χάρτη που πρέπει να χεις δει πριν πεθάνεις (όπως θα έλεγαν και οι τίτλοι κάποιων ταξιδιωτικών λιστών), αποφεύγοντας τις βιασμένες διαδρομές «από και προς» αυτές, τη βαρβαρότητα του εμπορευματοποιημένου τουρισμού, ενίοτε και κάποιους από τους κατοίκους. 

Μια τέτοια κουκίδα και τα χωριά του Αποκόρωνα. Ξέπνοοι από τη μεσημεριανή οδήγηση, η αρχική ομάδα των 5 (αργότερα γίναμε 7 και μετά 9) φτάνουμε στο σαν πυρηνικής εγκατάλειψης ερημωμένο χωριό εκλιπαρώντας τον ύψιστο για νερό/μπύρα/καφέ/μπλε πορτοκαλάδα , οτιδήποτε θα έκανε το αίμα πάλι υγρό.  Μια αφίσα έξω από το κτήριο που κάποτε θα στέγαζε το σχολείο προανάγγειλε το φεστιβάλ κινηματογράφου το ίδιο απόγευμα στο καφενείο του χωριού. Άρα υπήρχε καφενείο. 

Μερικούς καφέδες και λίγες ρακές αργότερα αποτελούμε τους μισούς θεατές του φεστιβάλ που ξεκινάει. Αφιέρωμα στον άγνωστο μέχρι τότε σε μένα, ντόπιο σκηνοθέτη Θοδωρή Παπαδουλάκη: Η Πιλάλα, Σάμουρε.

Σάμουρε


Το «Σάμουρε» (2005) αφηγείται την ιστορία ενός ιδιόρρυθμου βοσκού, του Θωμά, σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης ο οποίος έχει εμμονή με τους Σαμουράι. Ζει μόνος με τη μητέρα του και την αγαπημένη του προβατίνα, τη Yoko και λειτουργεί μοιράζοντας εαυτόν ανάμεσα στις δύο παράλληλες γι αυτόν, πραγματικότητες, οι οποίες μοιραία κάποια στιγμή συμπλέκονται. 

Η μικρού μήκους ταινία – 27 λεπτά – είναι κατά τη γνώμη μου μία σπουδή στη διαφορετικότητα, μια λυρικά καταγεγραμμένη ματιά στην παράταιρη ύπαρξη της αθωότητας μέσα στον οποιασδήποτε μορφής κοινωνικό ιστό. 
Το(ν) «Σάμουρε» τον έχω δει έκτοτε ουκ ολίγες φορές. Σε ιδιωτικές προβολές στο σαλόνι του σπιτιού μου, κάθε φορά που φίλος/η/οι απαντούν αρνητικά στο ερώτημα «Ρε συ, το Σάμουρε το έχεις δει;», από το dvd  που αγόρασα φεύγοντας από το αξέχαστο φεστιβάλ του καφενείου. 

Και μιας και κάποιος το «ανέβασε» στο δίκτυο, ρωτάω κι από εδώ:

- Ρε συ, το Σάμουρε το έχεις δει; Αν όχι, σε παρακαλώ, δες το. Αξίζει.

17 Ιουλίου 2013

θερινό μονόπρακτο για 4 ρόλους και ένα σκυλί


Κατηφορίζουμε από το Αττικό Άλσος με το Γάλα (του Γιώργου Σιούγα, 2011) νωπό ακόμα στο μυαλό μας. Κοντεύουν μεσάνυχτα και μόλις έχει σχολάσει άλλη μια παράσταση του ετήσιου φεστιβάλ του ΕΚΚ με δωρεάν προβολές ελληνικών ταινιών. Συζητάμε για το φιλμ που μόλις είδαμε. Διαφωνούμε στην πραγματικότητα. Εγώ σεβόμενος το επιμελώς κρυμμένο βούρκωμα που μου ήρθε λίγο πριν τους τίτλους τέλους της ταινίας, της προσάπτω αφειδώς από τις τσέπες μου αστεράκια σινεκριτικής σε όλους τους τομείς: σενάριο, σκηνοθεσία, ηθοποιίες, φωτογραφία κλπ.   

5 λεπτά αργότερα.
Γυναικεία κλάματα, πότε αχνά πότε να δυναμώνουν «σχίζουν τη σιγαλιά της νύχτας» και διακόπτουν την κουβέντα μας: "Τα’ ακούς;", "Ναι, τ’ ακούω από κει.","Όχι, από κει έρχονται.", "Χμμ, μάλλον έχεις δίκιο, πάμε να δούμε" λέω.

 - Είναι κανείς εδώ; Όλα καλά; φωνάζω καθώς μπαίνουμε διστακτικά στο υποπαρκάκι με τους τεράστιους θάμνους στις παρυφές του Άλσους.  

 - Ναι εγώ είμαι και κλαίω λέει ήρεμα η νεαρή γυναίκα. Καθισμένη σε ένα παγκάκι πίσω από τους μεγάλους θάμνους δε στρέφει το κεφάλι της καθόλου, συνεχίζει να κλαίει και να κοιτάζει μπροστά, τη φωτισμένη πόλη. Το μικρόσωμο σγουρό σκυλί που κοιμάται στα πόδια της ξυπνάει από το λήθαργό του και αρχίζει να γαυγίζει. 

- Είσαι καλά; Θες κάτι;   

- Ζαβολιά, σπίτι, γονείς ήταν οι τρεις λέξεις που κατάλαβα μεταξύ των αναφιλητών από την απάντηση της γυναίκας.

 - Είσαι καλά; Θες κάτι;  

Το σγουρό σκυλί γαυγίζει ανήσυχο.



1 λεπτό αργότερα.
 - Τι έγινε εδώ ρε παιδιά;

- Κάποιος ή μάλλον κάποια κλαίει, απαντάμε έκπληκτοι σε έναν τύπο που αρτιδιακτινισμένος από τα βάθη της δεκαετίας του 80 εμφανίζεται από το πουθενά και στέκεται τώρα δίπλα μας. Φράντζα, τεράστιος σκελετός γυαλιών , και μια αφόρητη μεταλλική μυρωδιά ξαναιδρωμένων ρούχων και σκόρδου. Κρατάει στο ένα χέρι ένα φορητό cd player και ένα δισκάκι του Βοσκόπουλου με το άλλο συστήνεται.

- Γειά σας, είμαι ψυχίατρος , ψυχολόγος και ψυχοθεραπευτής. Τα βράδια μου αρέσει να βολτάρω εδώ, ακούω Τόλη και μαζεύω και κανενα σκουπίδι. Μμμ, η κοπέλα κλαίει ε; Αφήστε τα όλα πάνω μου. Θα της μιλήσω εγώ, θα γίνει καλά.

Τράβηξε προς το μέρος της κλαίουσας, πλησιάσαμε κι εμείς ξανά προς το μέρος της: "Είσαι σίγουρη πως δε θέλεις κάτι και θέλεις να μείνεις μόνη εδώ;".

- Δεν είναι μόνη, είμαι εγώ εδώ τώρα, προλαβαίνει ο Ψ. Η κοπέλα αμίλητη. Δυο μηχανές της Δίας περνάνε με τους φάρους αναμμένους.


3 λεπτά αργότερα.
Φύγαμε καλώς ή κακώς δεν ξέρω, αμήχανοι, γελώντας, αφήνωντας τα πράγματα να εξελιχθούν χωρίς τη δική μας παρουσία. 

Η σημερινή ειδησεογραφία  ευτυχώς δεν αναφέρει κάτι συνταρακτικό στη γειτονιά μου, εκτός ίσως από αυτό.


16 Ιουλίου 2013

τσιμπήματα


“Got him Byron! It’s something in the Vespula genus, all right… 
and ooooweeeeee does he look mad”

Καλοκαίρι. Η εποχή που κάθε λογής τσιμπήματα αφήνουν δυσανάλογα σημάδια στην αναγκαστικά εκτεθειμένη σου επιφάνεια. Κάποιες φορές ακόμα και κυριολεκτικά.

την καλημέρα μου

12 Ιουλίου 2013

ηχητική υπόκλιση και αυλαία




 Με λέξεις κλειδιά όπως καλοκαίρι ήλιος, αποχαιρετισμός, ραντεβού και αγάπη (με το τελευταίο να ηχεί λίγο άσχετο;) να κυριαρχούν τόσο στους τίτλους και τους στίχους των τραγουδιών, όσο και στους ήχους του σημερινού επεισοδίου, ολοκληρώθηκε η δεύτερη σεζόν της εκπομπής «στον λεμονοστίφτη»

Εν μέσω της καλύτερης διάθεσης που έχει κάποιος ο οποίος αν και μέσα Ιουλίου δεν έχει κατακλυστεί από τη δίψα των διακοπών – τουλάχιστον ξέρω κι άλλους που είναι έτσι - και με ελάχιστα τα  ίχνη μελοδραματισμού  που κουβαλάει αναγκαία κάθε αποχαιρετισμός  - έστω και εναμησιμηνιαίος και ραδιοφωνικός – συναντήθηκα δικτυακά σήμερα το πρωί για 90η φορά με όλους εκείνους τους φίλους που συνηθίσαμε κι ευχαριστιόμαστε (εικάζω ορθώς χρησιμοποιώ πρώτο πληθυντικού) να ακούμε μουσική παρέα τα πρωινά της Παρασκευής κι ενίοτε και κάποια Κυριακάτικα απογεύματα.  (άραγε αυτή η πρόταση-παράγραφος βγάζει νόημα;). 

Πότε πέρασαν οι 2 ώρες του επεισοδίου, ούτε που το κατάλαβα. Εδώ δεν κατάλαβα για πότε πέρασε η Δεύτερη Σεζόν της εκπομπής θα μου πεις. [Ελπίζω τουλάχιστον να μην πω το ίδιο κάποτε και για τη ζωή μου (εδώ πέφτω σε λούμπα μελοδραματισμού) ]. 
Πάντως η αυλαία  - κόκκινο βελούδο με κάθετες ρίγες τη φαντάζομαι -  της εκπομπής έπεσε μέσα σε εξόχως feel good και πανηγυρικό κλίμα, με τη βοήθεια όλων των φίλων, των ακροατών, της επικοινωνίας, των τραγουδιών που αγαπάμε, των ιστοριών που κρύβονται πίσω από αυτά, του καυτού στούντιο, του σταθμού και των σταθμαρχών του, των ευχών, των σχέσεων που έχουν αναπτυχθεί μέσα απ’ όλα τα παραπάνω,  και φυσικά της προσμονής για εκείνα τα τρία καμπανάκια (email θα είναι στην πραγματικότητα), που θα σημάνουν την έναρξη του νέου ραντεβού σε κάτι λιγότερο από δυο μήνες. 

Ραδιοφωνικό ραντεβού το Σεπτέμβρη λοιπόν. 


Το σημερινό  (το 90ο) επεισόδιο σε ...απευθείας β' προβολή υπάρχει εδώ για όσους/ες το έχασαν ακουσίως:


 ενώ η απόκτησή του ως podcast σε εμ-πη-θρη επιτυγχάνεται με το πάτημα του ακόλουθου εικονιδίου.


click pic to download


 Καλή ακρόαση σε όσους ακούσουν και καλό Σαββατοκύριακο σε όλους. Κι ευχαριστώ.
 
 λεμονοστίφτις


 υγ1.Το playlist της εκπομπής στο πρώτο δικό μου σχόλιο.
υγ2, Στερητικά λόγω έλλειψης νέων επεισοδίων για 6-7 εβδομάδες δε νομίζω να αναπτύξει κανείς άλλος πλην εμού αλλά σε περίπτωση που συμβεί και για καλό και για κακό εδώ βρίσκεται το αρχείο των παλαιότερων εκπομπών.
 
υγ3. Σήμερα το βράδυ στις 10:00 στην εκπομπή του Antony K (ο οποίος δυστυχώς δεν ηχογραφεί τις απίθανες εκπομπές του), την τελευταία εκπομπή του σταθμού, είναι καλεσμένοι και προβλέπεται να παραβρεθούν ουκ ολίγοι μουσικοί οικοδεσπότες του σταθμού μεταξύ των οποίων κι εγώ, για ένα μουσικό τζαμάρισμα επιλογών που προβλέπεται να τελειώσει τα ξημερώματα.
Related Posts with Thumbnails