Ήταν Παρασκευή όταν την ώρα που άξαφνα σκοτείνιασε - σύννεφα είχαν
μόλις συρθεί κρύβοντας τον φθινοπωρινό ήλιο - αντιλήφθηκε το μέγεθος της
ταραχής της. Γύρισε τον κοίταξε και του είπε: «Μια επιλεκτική Πέρμια Εξαφάνιση σου
πρέπει, να τι σου χρειάζεται » ενώ στην πραγματικότητα θα ήθελε να έχει φωνάξει
κάτι σαν «Καλή βουτιά στου πηγαδιού τον πάτο καργιόλη».
Δεν ήταν όμως μαθημένη από
μικρή να μιλάει κατ’ αυτόν τον τρόπο κι έτσι πάλι δεν της βγήκαν τα λόγια όπως τα
εννοούσε. Την πάτησες όμως φίλε μου, σκέφτηκε κλείνοντας το παράθυρο της κουζίνας, τώρα έχω λόγο
να σε μισώ.
Ήταν Παρασκευή όταν την ώρα που άξαφνα σκοτείνιασε - κάτι γαμημένα σύννεφα
μπήκαν μπροστά από τον φθινοπωρινό ήλιο - το τηλέφωνο άρχισε να χτυπά. Συνήθως
δε μου αρέσει ο ήλιος τι μ’ έπιασε σήμερα και τον ζητάω σκέφτομαι καθώς σηκώνω το ακουστικό.
–
Κάμερα στο χέρι τώρα, δογματική τρεμάμενη λήψη - τα πολύχρωμα σκηνικά εξαφανίζονται
και με σαχλό δανέζικο εφφέ βρίσκομαι
κάπου ψηλά, εικάζω στα σύννεφα. Από κει
αρχίζω και πέφτω.
Και δεν ξυπνάω.